Studio Grafiikka
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κερνάω - κερνώ»
Το ρήμα κερνάω – κερνώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω, -ῶ.
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κερνώ, κερνάς, κερνά, κερνούμε, κερνάτε, κερνούν ή κερνούνε
& κερνάω, κερνάς, κερνάει, κερνάμε,
κερνάτε, κερνάνε
Υποτακτική
να κερνώ, να κερνάς, να κερνά, να κερνούμε, να κερνάτε, να κερνούν ή να κερνούνε
& να κερνάω, να κερνάς, να κερνάει, να κερνάμε, να κερνάτε, να κερνάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρνα – β΄ πληθυντικό: κερνάτε
Μετοχή
κερνώντας
Παρατατικός
Οριστική
κερνούσα, κερνούσες, κερνούσε, κερνούσαμε, κερνούσατε, κερνούσαν (ή κερνούσανε)
& κέρναγα, κέρναγες, κέρναγε,
κερνάγαμε, κερνάγατε, κέρναγαν (ή κερνάγανε)
Αόριστος
Οριστική
κέρασα, κέρασες, κέρασε, κεράσαμε, κεράσατε, κέρασαν (ή κεράσανε)
Υποτακτική
να κεράσω, να κεράσεις, να κεράσει, να κεράσουμε, να κεράσετε, να κεράσουν (ή να κεράσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρασε – β΄ πληθυντικό: κεράστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνώ, θα κερνάς, θα κερνά, θα κερνούμε, θα κερνάτε, θα κερνούν ή θα κερνούνε
& θα κερνάω, θα κερνάς, θα
κερνάει, θα κερνάμε, θα κερνάτε, θα κερνάνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κεράσω, θα κεράσεις, θα κεράσει, θα κεράσουμε, θα κεράσετε, θα κεράσουν (ή θα κεράσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κεράσει, θα έχεις κεράσει, θα έχει κεράσει, θα έχουμε κεράσει, θα έχετε κεράσει, θα έχουν(ε) κεράσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεράσει, έχεις κεράσει, έχει κεράσει, έχουμε κεράσει, έχετε κεράσει, έχουν(ε) κεράσει
Υποτακτική
να έχω κεράσει, να έχεις κεράσει, να έχει κεράσει, να έχουμε κεράσει, να έχετε κεράσει, να έχουν(ε) κεράσει
Μετοχή
έχοντας κεράσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεράσει, είχες κεράσει, είχε κεράσει, είχαμε κεράσει, είχατε κεράσει, είχαν/είχανε κεράσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κερνιέμαι, κερνιέσαι, κερνιέται, κερνιόμαστε, κερνιέστε, κερνιούνται
Υποτακτική
να κερνιέμαι, να κερνιέσαι, να κερνιέται, να κερνιόμαστε, να κερνιέστε, να κερνιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κερνιέστε
Παρατατικός
Οριστική
κερνιόμουν, κερνιόσουν, κερνιόταν, κερνιόμαστε, κερνιόσαστε, κερνιόνταν ή κερνιούνταν
& κερνιόμουνα, κερνιόσουνα, κερνιότανε,
κερνιόμασταν, κερνιόσασταν, κερνιόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
κεράστηκα, κεράστηκες, κεράστηκε, κεραστήκαμε, κεραστήκατε, κεράστηκαν (ή κεραστήκανε)
Υποτακτική
να κεραστώ, να κεραστείς, να κεραστεί, να κεραστούμε, να κεραστείτε, να κεραστούν (ή να κεραστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κεράσου β΄ πληθυντικό: κεραστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνιέμαι, θα κερνιέσαι, θα κερνιέται, θα κερνιόμαστε, θα κερνιέστε, θα κερνιούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κεραστώ, θα κεραστείς, θα κεραστεί, θα κεραστούμε, θα κεραστείτε, θα κεραστούν (ή θα κεραστούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κεραστεί, θα έχεις κεραστεί, θα έχει κεραστεί, θα έχουμε κεραστεί, θα έχετε κεραστεί, θα έχουν(ε) κεραστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεραστεί, έχεις κεραστεί, έχει κεραστεί, έχουμε κεραστεί, έχετε κεραστεί, έχουν(ε) κεραστεί
Υποτακτική
να έχω κεραστεί, να έχεις κεραστεί, να έχει κεραστεί, να έχουμε κεραστεί, να έχετε κεραστεί, να έχουν(ε) κεραστεί
Μετοχή
κερασμένος, κερασμένη, κερασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεραστεί, είχες κεραστεί, είχε κεραστεί, είχαμε κεραστεί, είχατε κεραστεί, είχαν(ε) κεραστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κερνάω - κερνώ»
Το ρήμα κερνάω – κερνώ ανήκει στη δεύτερη συζυγία ρημάτων, καθώς προέρχεται από τα αρχαία συνηρημένα σε -άω, -ῶ.
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κερνώ, κερνάς, κερνά, κερνούμε, κερνάτε, κερνούν ή κερνούνε
Υποτακτική
να κερνώ, να κερνάς, να κερνά, να κερνούμε, να κερνάτε, να κερνούν ή να κερνούνε
& να κερνάω, να κερνάς, να κερνάει, να κερνάμε, να κερνάτε, να κερνάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρνα – β΄ πληθυντικό: κερνάτε
Μετοχή
κερνώντας
Παρατατικός
Οριστική
κερνούσα, κερνούσες, κερνούσε, κερνούσαμε, κερνούσατε, κερνούσαν (ή κερνούσανε)
Αόριστος
Οριστική
κέρασα, κέρασες, κέρασε, κεράσαμε, κεράσατε, κέρασαν (ή κεράσανε)
να κεράσω, να κεράσεις, να κεράσει, να κεράσουμε, να κεράσετε, να κεράσουν (ή να κεράσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κέρασε – β΄ πληθυντικό: κεράστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνώ, θα κερνάς, θα κερνά, θα κερνούμε, θα κερνάτε, θα κερνούν ή θα κερνούνε
Οριστική
θα κεράσω, θα κεράσεις, θα κεράσει, θα κεράσουμε, θα κεράσετε, θα κεράσουν (ή θα κεράσουνε)
Οριστική
θα έχω κεράσει, θα έχεις κεράσει, θα έχει κεράσει, θα έχουμε κεράσει, θα έχετε κεράσει, θα έχουν(ε) κεράσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεράσει, έχεις κεράσει, έχει κεράσει, έχουμε κεράσει, έχετε κεράσει, έχουν(ε) κεράσει
να έχω κεράσει, να έχεις κεράσει, να έχει κεράσει, να έχουμε κεράσει, να έχετε κεράσει, να έχουν(ε) κεράσει
Μετοχή
έχοντας κεράσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεράσει, είχες κεράσει, είχε κεράσει, είχαμε κεράσει, είχατε κεράσει, είχαν/είχανε κεράσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κερνιέμαι, κερνιέσαι, κερνιέται, κερνιόμαστε, κερνιέστε, κερνιούνται
να κερνιέμαι, να κερνιέσαι, να κερνιέται, να κερνιόμαστε, να κερνιέστε, να κερνιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κερνιέστε
Οριστική
κερνιόμουν, κερνιόσουν, κερνιόταν, κερνιόμαστε, κερνιόσαστε, κερνιόνταν ή κερνιούνταν
Αόριστος
Οριστική
κεράστηκα, κεράστηκες, κεράστηκε, κεραστήκαμε, κεραστήκατε, κεράστηκαν (ή κεραστήκανε)
να κεραστώ, να κεραστείς, να κεραστεί, να κεραστούμε, να κεραστείτε, να κεραστούν (ή να κεραστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κεράσου β΄ πληθυντικό: κεραστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κερνιέμαι, θα κερνιέσαι, θα κερνιέται, θα κερνιόμαστε, θα κερνιέστε, θα κερνιούνται
Οριστική
θα κεραστώ, θα κεραστείς, θα κεραστεί, θα κεραστούμε, θα κεραστείτε, θα κεραστούν (ή θα κεραστούνε)
Οριστική
θα έχω κεραστεί, θα έχεις κεραστεί, θα έχει κεραστεί, θα έχουμε κεραστεί, θα έχετε κεραστεί, θα έχουν(ε) κεραστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κεραστεί, έχεις κεραστεί, έχει κεραστεί, έχουμε κεραστεί, έχετε κεραστεί, έχουν(ε) κεραστεί
να έχω κεραστεί, να έχεις κεραστεί, να έχει κεραστεί, να έχουμε κεραστεί, να έχετε κεραστεί, να έχουν(ε) κεραστεί
Μετοχή
κερασμένος, κερασμένη, κερασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κεραστεί, είχες κεραστεί, είχε κεραστεί, είχαμε κεραστεί, είχατε κεραστεί, είχαν(ε) κεραστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου