Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανέχομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
ανέχομαι, ανέχεσαι, ανέχεται, ανεχόμαστε, ανέχεστε, ανέχονται
να ανέχομαι, να ανέχεσαι, να ανέχεται, να ανεχόμαστε, να ανέχεστε, να ανέχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανέχεστε
Μετοχή
ανεχόμενος, ανεχόμενη, ανεχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
ανεχόμουν, ανεχόσουν, ανεχόταν, ανεχόμαστε, ανεχόσαστε, ανέχονταν
Αόριστος
Οριστική
ανέχθηκα, ανέχθηκες, ανέχθηκε, ανεχθήκαμε, ανεχθήκατε, ανέχθηκαν (ή ανεχθήκανε)
να ανεχθώ, να ανεχθείς, να ανεχθεί, να ανεχθούμε, να ανεχθείτε, να ανεχθούν (ή να ανεχθούνε)
& να ανεχτώ, να ανεχτείς, να ανεχτεί, να ανεχτούμε, να ανεχτείτε, να ανεχτούν (ή να ανεχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ανέξου β΄ πληθυντικό: ανεχθείτε (ανεχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανέχομαι, θα ανέχεσαι, θα ανέχεται, θα ανεχόμαστε, θα ανέχεστε, θα ανέχονται
Οριστική
θα ανεχθώ, θα ανεχθείς, θα ανεχθεί, θα ανεχθούμε, θα ανεχθείτε, θα ανεχθούν (ή θα ανεχθούνε)
Οριστική
θα έχω ανεχθεί, θα έχεις ανεχθεί, θα έχει ανεχθεί, θα έχουμε ανεχθεί, θα έχετε ανεχθεί, θα έχουν(ε) ανεχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανεχθεί, έχεις ανεχθεί, έχει ανεχθεί, έχουμε ανεχθεί, έχετε ανεχθεί, έχουν(ε) ανεχθεί
να έχω ανεχθεί, να έχεις ανεχθεί, να έχει ανεχθεί, να έχουμε ανεχθεί, να έχετε ανεχθεί, να έχουν(ε) ανεχθεί
& να έχω ανεχτεί, να έχεις ανεχτεί, να έχει ανεχτεί, να έχουμε ανεχτεί, να έχετε ανεχτεί, να έχουν(ε) ανεχτεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανεχθεί, είχες ανεχθεί, είχε ανεχθεί, είχαμε ανεχθεί, είχατε ανεχθεί, είχαν(ε) ανεχθεί
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου