Bill and Linda Tiepelman
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνυφαίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συνυφαίνω, συνυφαίνεις, συνυφαίνει, συνυφαίνουμε, συνυφαίνετε, συνυφαίνουν (ή συνυφαίνουνε)
Υποτακτική
να συνυφαίνω, να συνυφαίνεις, να συνυφαίνει, να συνυφαίνουμε, να συνυφαίνετε, να συνυφαίνουν (ή να συνυφαίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνύφαινε – β΄ πληθυντικό: συνυφαίνετε
Μετοχή
συνυφαίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
συνύφαινα, συνύφαινες, συνύφαινε, συνυφαίναμε, συνυφαίνατε, συνύφαιναν ή συνυφαίνανε
Αόριστος
Οριστική
συνύφανα, συνύφανες, συνύφανε, συνυφάναμε, συνυφάνατε, συνύφαναν ή συνυφάνανε
Υποτακτική
να συνυφάνω, να συνυφάνεις, να συνυφάνει, να συνυφάνουμε, να συνυφάνετε, να συνυφάνουν (ή να συνυφάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνύφανε – β΄ πληθυντικό: συνυφάνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνυφαίνω, θα συνυφαίνεις, θα συνυφαίνει, θα συνυφαίνουμε, θα συνυφαίνετε, θα συνυφαίνουν (ή θα συνυφαίνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνυφάνω, θα συνυφάνεις, θα συνυφάνει, θα συνυφάνουμε, θα συνυφάνετε, θα συνυφάνουν (ή θα συνυφάνουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνυφάνει, θα έχεις συνυφάνει, θα έχει συνυφάνει, θα έχουμε συνυφάνει, θα έχετε συνυφάνει, θα έχουν(ε) συνυφάνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνυφάνει, έχεις συνυφάνει, έχει συνυφάνει, έχουμε συνυφάνει, έχετε συνυφάνει, έχουν(ε) συνυφάνει
Υποτακτική
να έχω συνυφάνει, να έχεις συνυφάνει, να έχει συνυφάνει, να έχουμε συνυφάνει, να έχετε συνυφάνει, να έχουν(ε) συνυφάνει
Μετοχή
έχοντας συνυφάνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνυφάνει, είχες συνυφάνει, είχε συνυφάνει, είχαμε συνυφάνει, είχατε συνυφάνει, είχαν(ε) συνυφάνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συνυφαίνομαι, συνυφαίνεσαι, συνυφαίνεται, συνυφαινόμαστε, συνυφαίνεστε ή συνυφαινόσαστε, συνυφαίνονται
Υποτακτική
να συνυφαίνομαι, να συνυφαίνεσαι, να συνυφαίνεται, να συνυφαινόμαστε, να συνυφαίνεστε ή να συνυφαινόσαστε, να συνυφαίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνυφαίνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
συνυφαινόμουν, συνυφαινόσουν, συνυφαινόταν, συνυφαινόμαστε, συνυφαινόσαστε, συνυφαίνονταν
(& συνυφαινόμουνα, συνυφαινόσουνα, συνυφαινότανε,
συνυφαινόμασταν, συνυφαινόσασταν, συνυφαινόντουσαν ή συνυφαινόντανε)
Αόριστος
Οριστική
συνυφάνθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε, αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε
Υποτακτική
να συνυφανθώ, να συνυφανθείς, να συνυφανθεί, να συνυφανθούμε, να συνυφανθείτε, να συνυφανθούν ή να συνυφανθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: συνυφάνσου, β΄ πληθυντικό: συνυφανθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνυφαίνομαι, θα συνυφαίνεσαι, θα συνυφαίνεται, θα συνυφαινόμαστε, θα συνυφαίνεστε ή θα συνυφαινόσαστε, θα συνυφαίνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνυφανθώ, θα συνυφανθείς, θα συνυφανθεί, θα συνυφανθούμε, θα συνυφανθείτε, θα συνυφανθούν ή θα συνυφανθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω συνυφανθεί, θα έχεις συνυφανθεί, θα έχει συνυφανθεί, θα έχουμε συνυφανθεί, θα έχετε συνυφανθεί, θα έχουν(ε) συνυφανθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνυφανθεί, έχεις συνυφανθεί, έχει συνυφανθεί, έχουμε συνυφανθεί, έχετε συνυφανθεί, έχουν(ε) συνυφανθεί
Υποτακτική
να έχω συνυφανθεί, να έχεις συνυφανθεί, να έχει συνυφανθεί, να έχουμε συνυφανθεί, να έχετε συνυφανθεί, να έχουν(ε) συνυφανθεί
Μετοχή
συνυφασμένος, συνυφασμένη, συνυφασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνυφανθεί, είχες συνυφανθεί, είχε συνυφανθεί, είχαμε συνυφανθεί, είχατε συνυφανθεί, είχαν(ε) συνυφανθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «συνυφαίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συνυφαίνω, συνυφαίνεις, συνυφαίνει, συνυφαίνουμε, συνυφαίνετε, συνυφαίνουν (ή συνυφαίνουνε)
να συνυφαίνω, να συνυφαίνεις, να συνυφαίνει, να συνυφαίνουμε, να συνυφαίνετε, να συνυφαίνουν (ή να συνυφαίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνύφαινε – β΄ πληθυντικό: συνυφαίνετε
Μετοχή
συνυφαίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
συνύφαινα, συνύφαινες, συνύφαινε, συνυφαίναμε, συνυφαίνατε, συνύφαιναν ή συνυφαίνανε
Αόριστος
Οριστική
συνύφανα, συνύφανες, συνύφανε, συνυφάναμε, συνυφάνατε, συνύφαναν ή συνυφάνανε
να συνυφάνω, να συνυφάνεις, να συνυφάνει, να συνυφάνουμε, να συνυφάνετε, να συνυφάνουν (ή να συνυφάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: συνύφανε – β΄ πληθυντικό: συνυφάνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνυφαίνω, θα συνυφαίνεις, θα συνυφαίνει, θα συνυφαίνουμε, θα συνυφαίνετε, θα συνυφαίνουν (ή θα συνυφαίνουνε)
Οριστική
θα συνυφάνω, θα συνυφάνεις, θα συνυφάνει, θα συνυφάνουμε, θα συνυφάνετε, θα συνυφάνουν (ή θα συνυφάνουνε)
Οριστική
θα έχω συνυφάνει, θα έχεις συνυφάνει, θα έχει συνυφάνει, θα έχουμε συνυφάνει, θα έχετε συνυφάνει, θα έχουν(ε) συνυφάνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνυφάνει, έχεις συνυφάνει, έχει συνυφάνει, έχουμε συνυφάνει, έχετε συνυφάνει, έχουν(ε) συνυφάνει
να έχω συνυφάνει, να έχεις συνυφάνει, να έχει συνυφάνει, να έχουμε συνυφάνει, να έχετε συνυφάνει, να έχουν(ε) συνυφάνει
Μετοχή
έχοντας συνυφάνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνυφάνει, είχες συνυφάνει, είχε συνυφάνει, είχαμε συνυφάνει, είχατε συνυφάνει, είχαν(ε) συνυφάνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
συνυφαίνομαι, συνυφαίνεσαι, συνυφαίνεται, συνυφαινόμαστε, συνυφαίνεστε ή συνυφαινόσαστε, συνυφαίνονται
να συνυφαίνομαι, να συνυφαίνεσαι, να συνυφαίνεται, να συνυφαινόμαστε, να συνυφαίνεστε ή να συνυφαινόσαστε, να συνυφαίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: συνυφαίνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
συνυφαινόμουν, συνυφαινόσουν, συνυφαινόταν, συνυφαινόμαστε, συνυφαινόσαστε, συνυφαίνονταν
Αόριστος
Οριστική
συνυφάνθηκα, αναστήθηκες, αναστήθηκε, αναστηθήκαμε, αναστηθήκατε, αναστήθηκαν ή αναστηθήκανε
να συνυφανθώ, να συνυφανθείς, να συνυφανθεί, να συνυφανθούμε, να συνυφανθείτε, να συνυφανθούν ή να συνυφανθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: συνυφάνσου, β΄ πληθυντικό: συνυφανθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα συνυφαίνομαι, θα συνυφαίνεσαι, θα συνυφαίνεται, θα συνυφαινόμαστε, θα συνυφαίνεστε ή θα συνυφαινόσαστε, θα συνυφαίνονται
Οριστική
θα συνυφανθώ, θα συνυφανθείς, θα συνυφανθεί, θα συνυφανθούμε, θα συνυφανθείτε, θα συνυφανθούν ή θα συνυφανθούνε
Οριστική
θα έχω συνυφανθεί, θα έχεις συνυφανθεί, θα έχει συνυφανθεί, θα έχουμε συνυφανθεί, θα έχετε συνυφανθεί, θα έχουν(ε) συνυφανθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω συνυφανθεί, έχεις συνυφανθεί, έχει συνυφανθεί, έχουμε συνυφανθεί, έχετε συνυφανθεί, έχουν(ε) συνυφανθεί
να έχω συνυφανθεί, να έχεις συνυφανθεί, να έχει συνυφανθεί, να έχουμε συνυφανθεί, να έχετε συνυφανθεί, να έχουν(ε) συνυφανθεί
Μετοχή
συνυφασμένος, συνυφασμένη, συνυφασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα συνυφανθεί, είχες συνυφανθεί, είχε συνυφανθεί, είχαμε συνυφανθεί, είχατε συνυφανθεί, είχαν(ε) συνυφανθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου