Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Soosh

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κοιμάμαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
κοιμάμαι (κοιμούμαι), κοιμάσαι, κοιμάται, κοιμόμαστε (κοιμούμαστε), κοιμάστε (κοιμόσαστε), κοιμούνται (κοιμόνται)  
Υποτακτική
να κοιμάμαι (να κοιμούμαι), να κοιμάσαι, να κοιμάται, να κοιμόμαστε (να κοιμούμαστε), να κοιμάστε (να κοιμόσαστε), να κοιμούνται (να κοιμόνται) 
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κοιμάστε
Μετοχή
κοιμώμενος, κοιμωμένη, κοιμώμενο (αρχαιοελληνικής προέλευσης) & κοιμούμενος, κοιμούμενη, κοιμούμενο (λογοτεχνικής χρήσης)     
 
Παρατατικός
Οριστική
κοιμόμουν, κοιμόσουν, κοιμόταν, κοιμόμαστε (ή κοιμούμαστε), κοιμόσαστε, κοιμόνταν (ή κοιμόντανε ή κοιμούνταν)
(& κοιμόμουνα, κοιμόσουνα, κοιμότανε, κοιμόμασταν, κοιμόσασταν, κοιμόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
κοιμήθηκα, κοιμήθηκες, κοιμήθηκε, κοιμηθήκαμε, κοιμηθήκατε, κοιμήθηκαν
Υποτακτική
να κοιμηθώ, να κοιμηθείς, να κοιμηθεί, να κοιμηθούμε, να κοιμηθείτε, να κοιμηθούν (ή να κοιμηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κοιμήσου, β΄ πληθυντικό: κοιμηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμάμαι (θα κοιμούμαι), θα κοιμάσαι, θα κοιμάται, θα κοιμόμαστε (θα κοιμούμαστε), θα κοιμάστε (θα κοιμόσαστε), θα κοιμούνται (θα κοιμόνται) 
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κοιμηθώ, θα κοιμηθείς, θα κοιμηθεί, θα κοιμηθούμε, θα κοιμηθείτε, θα κοιμηθούν ή θα κοιμηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κοιμηθεί, θα έχεις κοιμηθεί, θα έχει κοιμηθεί, θα έχουμε κοιμηθεί, θα έχετε κοιμηθεί, θα έχουν(ε) κοιμηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κοιμηθεί, έχεις κοιμηθεί, έχει κοιμηθεί, έχουμε κοιμηθεί, έχετε κοιμηθεί, έχουν(ε) κοιμηθεί
Υποτακτική
να έχω κοιμηθεί, να έχεις κοιμηθεί, να έχει κοιμηθεί, να έχουμε κοιμηθεί, να έχετε κοιμηθεί, να έχουν(ε) κοιμηθεί
Μετοχή
κοιμισμένος, κοιμισμένη, κοιμισμένο 
(Το αποθετικό ρήμα κοιμάμαι σχηματίζει τη μετοχή παρακειμένου σύμφωνα με τα ρήματα σε -ίζω π.χ. δροσισμένος, δροσισμένη, δροσισμένο)
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κοιμηθεί, είχες κοιμηθεί, είχε κοιμηθεί, είχαμε κοιμηθεί, είχατε κοιμηθεί, είχαν(ε) κοιμηθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...