Jonathan Davison
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαφυλάσσω / διαφυλάττω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσω, διαφυλάσσεις, διαφυλάσσει, διαφυλάσσουμε, διαφυλάσσετε, διαφυλάσσουν (ή διαφυλάσσουνε)
& διαφυλάττω, διαφυλάττεις,
διαφυλάττει, διαφυλάττουμε, διαφυλάττετε, διαφυλάττουν (ή διαφυλάττουνε)
Υποτακτική
να διαφυλάσσω, να διαφυλάσσεις, να διαφυλάσσει, να διαφυλάσσουμε, να διαφυλάσσετε, να διαφυλάσσουν (ή να διαφυλάσσουνε)
& να διαφυλάττω, να διαφυλάττεις, να διαφυλάττει, να διαφυλάττουμε, να διαφυλάττετε, να διαφυλάττουν (ή να διαφυλάττουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλασσε / διαφύλαττε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσετε / διαφυλάττετε
Μετοχή
διαφυλάσσοντας / διαφυλάττοντας
Παρατατικός
Οριστική
διαφύλασσα, διαφύλασσες, διαφύλασσε, διαφυλάσσαμε, διαφυλάσσατε, διαφύλασσαν ή διαφυλάσσανε
& διαφύλαττα, διαφύλαττες,
διαφύλαττε, διαφυλάτταμε, διαφυλάττατε, διαφύλατταν ή διαφυλάττανε
Αόριστος
Οριστική
διαφύλαξα, διαφύλαξες, διαφύλαξε, διαφυλάξαμε, διαφυλάξατε, διαφύλαξαν ή διαφυλάξανε
Υποτακτική
να διαφυλάξω, να διαφυλάξεις, να διαφυλάξει, να διαφυλάξουμε, να διαφυλάξετε, να διαφυλάξουν (ή να διαφυλάξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλαξε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάξτε (ή διαφυλάξετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσω, θα διαφυλάσσεις, θα διαφυλάσσει, θα διαφυλάσσουμε, θα διαφυλάσσετε, θα διαφυλάσσουν (ή θα διαφυλάσσουνε)
& θα διαφυλάττω, θα διαφυλάττεις, θα
διαφυλάττει, θα διαφυλάττουμε, θα διαφυλάττετε, θα διαφυλάττουν (ή θα
διαφυλάττουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάξω, θα διαφυλάξεις, θα διαφυλάξει, θα διαφυλάξουμε, θα διαφυλάξετε, θα διαφυλάξουν (ή θα διαφυλάξουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλάξει, θα έχεις διαφυλάξει, θα έχει διαφυλάξει, θα έχουμε διαφυλάξει, θα έχετε διαφυλάξει, θα έχουν(ε) διαφυλάξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλάξει, έχεις διαφυλάξει, έχει διαφυλάξει, έχουμε διαφυλάξει, έχετε διαφυλάξει, έχουν(ε) διαφυλάξει
Υποτακτική
να έχω διαφυλάξει, να έχεις διαφυλάξει, να έχει διαφυλάξει, να έχουμε διαφυλάξει, να έχετε διαφυλάξει, να έχουν(ε) διαφυλάξει
Μετοχή
έχοντας διαφυλάξει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλάξει, είχες διαφυλάξει, είχε διαφυλάξει, είχαμε διαφυλάξει, είχατε διαφυλάξει, είχαν(ε) διαφυλάξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσομαι, διαφυλάσσεσαι, διαφυλάσσεται, διαφυλασσόμαστε, διαφυλάσσεστε, διαφυλάσσονται
Υποτακτική
να διαφυλάσσομαι, να διαφυλάσσεσαι, να διαφυλάσσεται, να διαφυλασσόμαστε, να διαφυλάσσεστε, να διαφυλάσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσεστε
Μετοχή
διαφυλασσόμενος, διαφυλασσόμενη, διαφυλασσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
διαφυλασσόμουν, διαφυλασσόσουν, διαφυλασσόταν, διαφυλασσόμαστε, διαφυλασσόσαστε, διαφυλάσσονταν
(& διαφυλασσόμουνα, διαφυλασσόσουνα,
διαφυλασσότανε, διαφυλασσόμασταν, διαφυλασσόσασταν, διαφυλασσόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
διαφυλάχθηκα, διαφυλάχθηκες, διαφυλάχθηκε, διαφυλαχθήκαμε, διαφυλαχθήκατε, διαφυλάχθηκαν (ή διαφυλαχθήκανε)
& διαφυλάχτηκα, διαφυλάχτηκες, διαφυλάχτηκε,
διαφυλαχτήκαμε, διαφυλαχτήκατε, διαφυλάχτηκαν (ή διαφυλαχτήκανε)
Υποτακτική
να διαφυλαχθώ, να διαφυλαχθείς, να διαφυλαχθεί, να διαφυλαχθούμε, να διαφυλαχθείτε, να διαφυλαχθούν (ή να διαφυλαχθούνε)
& να διαφυλαχτώ, να διαφυλαχτείς, να διαφυλαχτεί, να διαφυλαχτούμε, να διαφυλαχτείτε, να διαφυλαχτούν (ή να διαφυλαχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διαφυλάξου β΄ πληθυντικό: διαφυλαχθείτε (διαφυλαχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσομαι, θα διαφυλάσσεσαι, θα διαφυλάσσεται, θα διαφυλασσόμαστε, θα διαφυλάσσεστε, θα διαφυλάσσονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλαχθώ, θα διαφυλαχθείς, θα διαφυλαχθεί, θα διαφυλαχθούμε, θα διαφυλαχθείτε, θα διαφυλαχθούν (ή θα διαφυλαχθούνε)
& θα διαφυλαχτώ, θα διαφυλαχτείς,
θα διαφυλαχτεί, θα διαφυλαχτούμε, θα διαφυλαχτείτε, θα διαφυλαχτούν (ή θα διαφυλαχτούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλαχθεί, θα έχεις διαφυλαχθεί, θα έχει διαφυλαχθεί, θα έχουμε διαφυλαχθεί, θα έχετε διαφυλαχθεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& θα έχω διαφυλαχτεί, θα έχεις διαφυλαχτεί,
θα έχει διαφυλαχτεί, θα έχουμε διαφυλαχτεί, θα έχετε διαφυλαχτεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλαχθεί, έχεις διαφυλαχθεί, έχει διαφυλαχθεί, έχουμε διαφυλαχθεί, έχετε διαφυλαχθεί, έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& έχω διαφυλαχτεί, έχεις
διαφυλαχτεί, έχει διαφυλαχτεί, έχουμε διαφυλαχτεί, έχετε διαφυλαχτεί, έχουν(ε)
διαφυλαχτεί
Υποτακτική
να έχω διαφυλαχθεί, να έχεις διαφυλαχθεί, να έχει διαφυλαχθεί, να έχουμε διαφυλαχθεί, να έχετε διαφυλαχθεί, να έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& να έχω διαφυλαχτεί, να έχεις διαφυλαχτεί, να έχει διαφυλαχτεί, να έχουμε διαφυλαχτεί, να έχετε διαφυλαχτεί, να έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Μετοχή
διαφυλαγμένος, διαφυλαγμένη, διαφυλαγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλαχθεί, είχες διαφυλαχθεί, είχε διαφυλαχθεί, είχαμε διαφυλαχθεί, είχατε διαφυλαχθεί, είχαν(ε) διαφυλαχθεί
& είχα διαφυλαχτεί, είχες διαφυλαχτεί,
είχε διαφυλαχτεί, είχαμε διαφυλαχτεί, είχατε διαφυλαχτεί, είχαν(ε) διαφυλαχτεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διαφυλάσσω / διαφυλάττω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσω, διαφυλάσσεις, διαφυλάσσει, διαφυλάσσουμε, διαφυλάσσετε, διαφυλάσσουν (ή διαφυλάσσουνε)
Υποτακτική
να διαφυλάσσω, να διαφυλάσσεις, να διαφυλάσσει, να διαφυλάσσουμε, να διαφυλάσσετε, να διαφυλάσσουν (ή να διαφυλάσσουνε)
& να διαφυλάττω, να διαφυλάττεις, να διαφυλάττει, να διαφυλάττουμε, να διαφυλάττετε, να διαφυλάττουν (ή να διαφυλάττουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλασσε / διαφύλαττε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσετε / διαφυλάττετε
Μετοχή
διαφυλάσσοντας / διαφυλάττοντας
Παρατατικός
Οριστική
διαφύλασσα, διαφύλασσες, διαφύλασσε, διαφυλάσσαμε, διαφυλάσσατε, διαφύλασσαν ή διαφυλάσσανε
Αόριστος
Οριστική
διαφύλαξα, διαφύλαξες, διαφύλαξε, διαφυλάξαμε, διαφυλάξατε, διαφύλαξαν ή διαφυλάξανε
να διαφυλάξω, να διαφυλάξεις, να διαφυλάξει, να διαφυλάξουμε, να διαφυλάξετε, να διαφυλάξουν (ή να διαφυλάξουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: διαφύλαξε – β΄ πληθυντικό: διαφυλάξτε (ή διαφυλάξετε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσω, θα διαφυλάσσεις, θα διαφυλάσσει, θα διαφυλάσσουμε, θα διαφυλάσσετε, θα διαφυλάσσουν (ή θα διαφυλάσσουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάξω, θα διαφυλάξεις, θα διαφυλάξει, θα διαφυλάξουμε, θα διαφυλάξετε, θα διαφυλάξουν (ή θα διαφυλάξουνε)
Οριστική
θα έχω διαφυλάξει, θα έχεις διαφυλάξει, θα έχει διαφυλάξει, θα έχουμε διαφυλάξει, θα έχετε διαφυλάξει, θα έχουν(ε) διαφυλάξει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλάξει, έχεις διαφυλάξει, έχει διαφυλάξει, έχουμε διαφυλάξει, έχετε διαφυλάξει, έχουν(ε) διαφυλάξει
να έχω διαφυλάξει, να έχεις διαφυλάξει, να έχει διαφυλάξει, να έχουμε διαφυλάξει, να έχετε διαφυλάξει, να έχουν(ε) διαφυλάξει
Μετοχή
έχοντας διαφυλάξει
Οριστική
είχα διαφυλάξει, είχες διαφυλάξει, είχε διαφυλάξει, είχαμε διαφυλάξει, είχατε διαφυλάξει, είχαν(ε) διαφυλάξει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
διαφυλάσσομαι, διαφυλάσσεσαι, διαφυλάσσεται, διαφυλασσόμαστε, διαφυλάσσεστε, διαφυλάσσονται
να διαφυλάσσομαι, να διαφυλάσσεσαι, να διαφυλάσσεται, να διαφυλασσόμαστε, να διαφυλάσσεστε, να διαφυλάσσονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διαφυλάσσεστε
Μετοχή
διαφυλασσόμενος, διαφυλασσόμενη, διαφυλασσόμενο
Παρατατικός
Οριστική
διαφυλασσόμουν, διαφυλασσόσουν, διαφυλασσόταν, διαφυλασσόμαστε, διαφυλασσόσαστε, διαφυλάσσονταν
Αόριστος
Οριστική
διαφυλάχθηκα, διαφυλάχθηκες, διαφυλάχθηκε, διαφυλαχθήκαμε, διαφυλαχθήκατε, διαφυλάχθηκαν (ή διαφυλαχθήκανε)
Υποτακτική
να διαφυλαχθώ, να διαφυλαχθείς, να διαφυλαχθεί, να διαφυλαχθούμε, να διαφυλαχθείτε, να διαφυλαχθούν (ή να διαφυλαχθούνε)
& να διαφυλαχτώ, να διαφυλαχτείς, να διαφυλαχτεί, να διαφυλαχτούμε, να διαφυλαχτείτε, να διαφυλαχτούν (ή να διαφυλαχτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: διαφυλάξου β΄ πληθυντικό: διαφυλαχθείτε (διαφυλαχτείτε)
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διαφυλάσσομαι, θα διαφυλάσσεσαι, θα διαφυλάσσεται, θα διαφυλασσόμαστε, θα διαφυλάσσεστε, θα διαφυλάσσονται
Οριστική
θα διαφυλαχθώ, θα διαφυλαχθείς, θα διαφυλαχθεί, θα διαφυλαχθούμε, θα διαφυλαχθείτε, θα διαφυλαχθούν (ή θα διαφυλαχθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω διαφυλαχθεί, θα έχεις διαφυλαχθεί, θα έχει διαφυλαχθεί, θα έχουμε διαφυλαχθεί, θα έχετε διαφυλαχθεί, θα έχουν(ε) διαφυλαχθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω διαφυλαχθεί, έχεις διαφυλαχθεί, έχει διαφυλαχθεί, έχουμε διαφυλαχθεί, έχετε διαφυλαχθεί, έχουν(ε) διαφυλαχθεί
Υποτακτική
να έχω διαφυλαχθεί, να έχεις διαφυλαχθεί, να έχει διαφυλαχθεί, να έχουμε διαφυλαχθεί, να έχετε διαφυλαχθεί, να έχουν(ε) διαφυλαχθεί
& να έχω διαφυλαχτεί, να έχεις διαφυλαχτεί, να έχει διαφυλαχτεί, να έχουμε διαφυλαχτεί, να έχετε διαφυλαχτεί, να έχουν(ε) διαφυλαχτεί
Μετοχή
διαφυλαγμένος, διαφυλαγμένη, διαφυλαγμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διαφυλαχθεί, είχες διαφυλαχθεί, είχε διαφυλαχθεί, είχαμε διαφυλαχθεί, είχατε διαφυλαχθεί, είχαν(ε) διαφυλαχθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου