Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερωτεύομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερωτεύομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Michael Tompsett

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερωτεύομαι»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ερωτεύομαι, ερωτεύεσαι, ερωτεύεται, ερωτευόμαστε, ερωτεύεστε, ερωτεύονται
Υποτακτική
να ερωτεύομαι, να ερωτεύεσαι, να ερωτεύεται, να ερωτευόμαστε, να ερωτεύεστε, να ερωτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ερωτεύεστε
Μετοχή
ερωτευόμενος, ερωτευόμενη, ερωτευόμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
ερωτευόμουν, ερωτευόσουν, ερωτευόταν, ερωτευόμαστε, ερωτευόσαστε, ερωτεύονταν
(& ερωτευόμουνα, ερωτευόσουνα, ερωτευότανε, ερωτευόμασταν, ερωτευόσασταν, ερωτευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκες, ερωτεύτηκε, ερωτευτήκαμε, ερωτευτήκατε, ερωτεύτηκαν ή ερωτευτήκανε
& ερωτεύθηκα, ερωτεύθηκες, ερωτεύθηκε, ερωτευθήκαμε, ερωτευθήκατε, ερωτεύθηκαν ή ερωτευθήκανε
Υποτακτική
να ερωτευτώ, να ερωτευτείς, να ερωτευτεί, να ερωτευτούμε, να ερωτευτείτε, να ερωτευτούν (ή να ερωτευτούνε)
& να ερωτευθώ, να ερωτευθείς, να ερωτευθεί, να ερωτευθούμε, να ερωτευθείτε, να ερωτευθούν (ή να ερωτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ερωτέψου β΄ πληθυντικό: ερωτευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ερωτεύομαι, θα ερωτεύεσαι, θα ερωτεύεται, θα ερωτευόμαστε, θα ερωτεύεστε, θα ερωτεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ερωτευτώ, θα ερωτευτείς, θα ερωτευτεί, θα ερωτευτούμε, θα ερωτευτείτε, θα ερωτευτούν (ή θα ερωτευτούνε)
& θα ερωτευθώ, θα ερωτευθείς, θα ερωτευθεί, θα ερωτευθούμε, θα ερωτευθείτε, θα ερωτευθούν (ή θα ερωτευθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ερωτευτεί, θα έχεις ερωτευτεί, θα έχει ερωτευτεί, θα έχουμε ερωτευτεί, θα έχετε ερωτευτεί, θα έχουν(ε) ερωτευτεί
& θα έχω ερωτευθεί, θα έχεις ερωτευθεί, θα έχει ερωτευθεί, θα έχουμε ερωτευθεί, θα έχετε ερωτευθεί, θα έχουν(ε) ερωτευθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ερωτευτεί, έχεις ερωτευτεί, έχει ερωτευτεί, έχουμε ερωτευτεί, έχετε ερωτευτεί, έχουν(ε) ερωτευτεί
& έχω ερωτευθεί, έχεις ερωτευθεί, έχει ερωτευθεί, έχουμε ερωτευθεί, έχετε ερωτευθεί, έχουν(ε) ερωτευθεί
Υποτακτική
να έχω ερωτευτεί, να έχεις ερωτευτεί, να έχει ερωτευτεί, να έχουμε ερωτευτεί, να έχετε ερωτευτεί, να έχουν(ε) ερωτευτεί
& να έχω ερωτευθεί, να έχεις ερωτευθεί, να έχει ερωτευθεί, να έχουμε ερωτευθεί, να έχετε ερωτευθεί, να έχουν(ε) ερωτευθεί
Μετοχή
ερωτευμένος, ερωτευμένη, ερωτευμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ερωτευτεί, είχες ερωτευτεί, είχε ερωτευτεί, είχαμε ερωτευτεί, είχατε ερωτευτεί, είχαν(ε) ερωτευτεί
& είχα ερωτευθεί, είχες ερωτευθεί, είχε ερωτευθεί, είχαμε ερωτευθεί, είχατε ερωτευθεί, είχαν(ε) ερωτευθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...