Michael Tompsett
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ερωτεύομαι»
Οριστική
ερωτεύομαι, ερωτεύεσαι, ερωτεύεται, ερωτευόμαστε, ερωτεύεστε, ερωτεύονται
να ερωτεύομαι, να ερωτεύεσαι, να ερωτεύεται, να ερωτευόμαστε, να ερωτεύεστε, να ερωτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ερωτεύεστε
Μετοχή
ερωτευόμενος, ερωτευόμενη, ερωτευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
ερωτευόμουν, ερωτευόσουν, ερωτευόταν, ερωτευόμαστε, ερωτευόσαστε, ερωτεύονταν
Αόριστος
Οριστική
ερωτεύτηκα, ερωτεύτηκες, ερωτεύτηκε, ερωτευτήκαμε, ερωτευτήκατε, ερωτεύτηκαν ή ερωτευτήκανε
να ερωτευτώ, να ερωτευτείς, να ερωτευτεί, να ερωτευτούμε, να ερωτευτείτε, να ερωτευτούν (ή να ερωτευτούνε)
& να ερωτευθώ, να ερωτευθείς, να ερωτευθεί, να ερωτευθούμε, να ερωτευθείτε, να ερωτευθούν (ή να ερωτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ερωτέψου β΄ πληθυντικό: ερωτευτείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ερωτεύομαι, θα ερωτεύεσαι, θα ερωτεύεται, θα ερωτευόμαστε, θα ερωτεύεστε, θα ερωτεύονται
Οριστική
θα ερωτευτώ, θα ερωτευτείς, θα ερωτευτεί, θα ερωτευτούμε, θα ερωτευτείτε, θα ερωτευτούν (ή θα ερωτευτούνε)
Οριστική
θα έχω ερωτευτεί, θα έχεις ερωτευτεί, θα έχει ερωτευτεί, θα έχουμε ερωτευτεί, θα έχετε ερωτευτεί, θα έχουν(ε) ερωτευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ερωτευτεί, έχεις ερωτευτεί, έχει ερωτευτεί, έχουμε ερωτευτεί, έχετε ερωτευτεί, έχουν(ε) ερωτευτεί
να έχω ερωτευτεί, να έχεις ερωτευτεί, να έχει ερωτευτεί, να έχουμε ερωτευτεί, να έχετε ερωτευτεί, να έχουν(ε) ερωτευτεί
& να έχω ερωτευθεί, να έχεις ερωτευθεί, να έχει ερωτευθεί, να έχουμε ερωτευθεί, να έχετε ερωτευθεί, να έχουν(ε) ερωτευθεί
Μετοχή
ερωτευμένος, ερωτευμένη, ερωτευμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ερωτευτεί, είχες ερωτευτεί, είχε ερωτευτεί, είχαμε ερωτευτεί, είχατε ερωτευτεί, είχαν(ε) ερωτευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου