Diane Palmer
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εννοώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εννοώ, εννοείς, εννοεί, εννοούμε, εννοείτε, εννοούν (ή εννοούνε)
Υποτακτική
να εννοώ, να εννοείς, να εννοεί, να εννοούμε, να εννοείτε, να εννοούν (ή να εννοούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εννοείτε
Μετοχή
εννοώντας
Παρατατικός
Οριστική
εννοούσα, εννοούσες, εννοούσε, εννοούσαμε, εννοούσατε, εννοούσαν (ή εννοούσανε)
Αόριστος
Οριστική
εννόησα, εννόησες, εννόησε, εννοήσαμε, εννοήσατε, εννόησαν
Υποτακτική
να εννοήσω, να εννοήσεις, να εννοήσει, να εννοήσουμε, να εννοήσετε, να εννοήσουν (ή να εννοήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εννόησε β΄ πληθυντικό: εννοήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοώ, θα εννοείς, θα εννοεί, θα εννοούμε, θα εννοείτε, θα εννοούν (ή θα εννοούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοήσω, θα εννοήσεις, θα εννοήσει, θα εννοήσουμε, θα εννοήσετε, θα εννοήσουν (ή θα εννοήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εννοήσει, θα έχεις εννοήσει, θα έχει εννοήσει, θα έχουμε εννοήσει, θα έχετε εννοήσει, θα έχουν(ε) εννοήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εννοήσει, έχεις εννοήσει, έχει εννοήσει, έχουμε εννοήσει, έχετε εννοήσει, έχουν(ε) εννοήσει
Υποτακτική
να έχω εννοήσει, να έχεις εννοήσει, να έχει εννοήσει, να έχουμε εννοήσει, να έχετε εννοήσει, να έχουν(ε) εννοήσει
Μετοχή
έχοντας εννοήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εννοήσει, είχες εννοήσει, είχε εννοήσει, είχαμε εννοήσει, είχατε εννοήσει, είχαν(ε) εννοήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εννοούμαι, εννοείσαι, εννοείται, εννοούμαστε, εννοείστε, εννοούνται
Υποτακτική
να εννοούμαι, να εννοείσαι, να εννοείται, να εννοούμαστε, να εννοείστε, να εννοούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εννοείστε
Μετοχή
εννοούμενος, εννοούμενη, εννοούμενο
Παρατατικός
Οριστική
εννοούμουν, εννοούσουν, εννοούταν, εννοούμασταν ή εννοούμαστε, εννοούσαστε, εννοούνταν
Αόριστος
Οριστική
εννοήθηκα, εννοήθηκες, εννοήθηκε, εννοηθήκαμε, εννοηθήκατε, εννοήθηκαν ή εννοηθήκανε
Υποτακτική
να εννοηθώ, να εννοηθείς, να εννοηθεί, να εννοηθούμε, να εννοηθείτε, να εννοηθούν ή να εννοηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εννοήσου β΄ πληθυντικό: εννοηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοούμαι, θα εννοείσαι, θα εννοείται, θα εννοούμαστε, θα εννοείστε, θα εννοούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοηθώ, θα εννοηθείς, θα εννοηθεί, θα εννοηθούμε, θα εννοηθείτε, θα εννοηθούν ή θα εννοηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εννοηθεί, θα έχεις εννοηθεί, θα έχει εννοηθεί, θα έχουμε εννοηθεί, θα έχετε εννοηθεί, θα έχουν(ε) εννοηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εννοηθεί, έχεις εννοηθεί, έχει εννοηθεί, έχουμε εννοηθεί, έχετε εννοηθεί, έχουν(ε) εννοηθεί
Υποτακτική
να έχω εννοηθεί, να έχεις εννοηθεί, να έχει εννοηθεί, να έχουμε εννοηθεί, να έχετε εννοηθεί, να έχουν(ε) εννοηθεί
Μετοχή
εννοημένος, εννοημένη, εννοημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εννοηθεί, είχες εννοηθεί, είχε εννοηθεί, είχαμε εννοηθεί, είχατε εννοηθεί, είχαν(ε) εννοηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εννοώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εννοώ, εννοείς, εννοεί, εννοούμε, εννοείτε, εννοούν (ή εννοούνε)
να εννοώ, να εννοείς, να εννοεί, να εννοούμε, να εννοείτε, να εννοούν (ή να εννοούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εννοείτε
Μετοχή
εννοώντας
Παρατατικός
Οριστική
εννοούσα, εννοούσες, εννοούσε, εννοούσαμε, εννοούσατε, εννοούσαν (ή εννοούσανε)
Αόριστος
Οριστική
εννόησα, εννόησες, εννόησε, εννοήσαμε, εννοήσατε, εννόησαν
να εννοήσω, να εννοήσεις, να εννοήσει, να εννοήσουμε, να εννοήσετε, να εννοήσουν (ή να εννοήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εννόησε β΄ πληθυντικό: εννοήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοώ, θα εννοείς, θα εννοεί, θα εννοούμε, θα εννοείτε, θα εννοούν (ή θα εννοούνε)
Οριστική
θα εννοήσω, θα εννοήσεις, θα εννοήσει, θα εννοήσουμε, θα εννοήσετε, θα εννοήσουν (ή θα εννοήσουνε)
Οριστική
θα έχω εννοήσει, θα έχεις εννοήσει, θα έχει εννοήσει, θα έχουμε εννοήσει, θα έχετε εννοήσει, θα έχουν(ε) εννοήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εννοήσει, έχεις εννοήσει, έχει εννοήσει, έχουμε εννοήσει, έχετε εννοήσει, έχουν(ε) εννοήσει
να έχω εννοήσει, να έχεις εννοήσει, να έχει εννοήσει, να έχουμε εννοήσει, να έχετε εννοήσει, να έχουν(ε) εννοήσει
Μετοχή
έχοντας εννοήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εννοήσει, είχες εννοήσει, είχε εννοήσει, είχαμε εννοήσει, είχατε εννοήσει, είχαν(ε) εννοήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εννοούμαι, εννοείσαι, εννοείται, εννοούμαστε, εννοείστε, εννοούνται
να εννοούμαι, να εννοείσαι, να εννοείται, να εννοούμαστε, να εννοείστε, να εννοούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: εννοείστε
Μετοχή
εννοούμενος, εννοούμενη, εννοούμενο
Παρατατικός
Οριστική
εννοούμουν, εννοούσουν, εννοούταν, εννοούμασταν ή εννοούμαστε, εννοούσαστε, εννοούνταν
Αόριστος
Οριστική
εννοήθηκα, εννοήθηκες, εννοήθηκε, εννοηθήκαμε, εννοηθήκατε, εννοήθηκαν ή εννοηθήκανε
να εννοηθώ, να εννοηθείς, να εννοηθεί, να εννοηθούμε, να εννοηθείτε, να εννοηθούν ή να εννοηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εννοήσου β΄ πληθυντικό: εννοηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εννοούμαι, θα εννοείσαι, θα εννοείται, θα εννοούμαστε, θα εννοείστε, θα εννοούνται
Οριστική
θα εννοηθώ, θα εννοηθείς, θα εννοηθεί, θα εννοηθούμε, θα εννοηθείτε, θα εννοηθούν ή θα εννοηθούνε
Οριστική
θα έχω εννοηθεί, θα έχεις εννοηθεί, θα έχει εννοηθεί, θα έχουμε εννοηθεί, θα έχετε εννοηθεί, θα έχουν(ε) εννοηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εννοηθεί, έχεις εννοηθεί, έχει εννοηθεί, έχουμε εννοηθεί, έχετε εννοηθεί, έχουν(ε) εννοηθεί
να έχω εννοηθεί, να έχεις εννοηθεί, να έχει εννοηθεί, να έχουμε εννοηθεί, να έχετε εννοηθεί, να έχουν(ε) εννοηθεί
Μετοχή
εννοημένος, εννοημένη, εννοημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εννοηθεί, είχες εννοηθεί, είχε εννοηθεί, είχαμε εννοηθεί, είχατε εννοηθεί, είχαν(ε) εννοηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου