Mangesh Bhagat
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαιρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαιρώ, εξαιρείς, εξαιρεί, εξαιρούμε, εξαιρείτε, εξαιρούν (ή εξαιρούνε)
Υποτακτική
να εξαιρώ, να εξαιρείς, να εξαιρεί, να εξαιρούμε, να εξαιρείτε, να εξαιρούν (ή να εξαιρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξαίρει, β΄ πληθυντικό: εξαιρείτε
Μετοχή
εξαιρώντας
Παρατατικός
Οριστική
εξαιρούσα, εξαιρούσες, εξαιρούσε, εξαιρούσαμε, εξαιρούσατε, εξαιρούσαν (ή εξαιρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
εξαίρεσα, εξαίρεσες, εξαίρεσε, εξαιρέσαμε, εξαιρέσατε, εξαίρεσαν (ή εξαιρέσανε)
Υποτακτική
να εξαιρέσω, να εξαιρέσεις, να εξαιρέσει, να εξαιρέσουμε, να εξαιρέσετε, να εξαιρέσουν (ή να εξαιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξαίρεσε, β΄ πληθυντικό: εξαιρέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρώ, θα εξαιρείς, θα εξαιρεί, θα εξαιρούμε, θα εξαιρείτε, θα εξαιρούν (ή θα εξαιρούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρέσω, θα εξαιρέσεις, θα εξαιρέσει, θα εξαιρέσουμε, θα εξαιρέσετε, θα εξαιρέσουν (ή θα εξαιρέσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαιρέσει, θα έχεις εξαιρέσει, θα έχει εξαιρέσει, θα έχουμε εξαιρέσει, θα έχετε εξαιρέσει, θα έχουν(ε) εξαιρέσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαιρέσει, έχεις εξαιρέσει, έχει εξαιρέσει, έχουμε εξαιρέσει, έχετε εξαιρέσει, έχουν(ε) εξαιρέσει
Υποτακτική
να έχω εξαιρέσει, να έχεις εξαιρέσει, να έχει εξαιρέσει, να έχουμε εξαιρέσει, να έχετε εξαιρέσει, να έχουν(ε) εξαιρέσει
Μετοχή
έχοντας εξαιρέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαιρέσει, είχες εξαιρέσει, είχε εξαιρέσει, είχαμε εξαιρέσει, είχατε εξαιρέσει, είχαν(ε) εξαιρέσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαιρούμαι, εξαιρείσαι, εξαιρείται, εξαιρούμαστε, εξαιρείστε, εξαιρούνται
Υποτακτική
να εξαιρούμαι, να εξαιρείσαι, να εξαιρείται, να εξαιρούμαστε, να εξαιρείστε, να εξαιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
εξαιρούμενος, εξαιρούμενη, εξαιρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
εξαιρούμουν, εξαιρούσουν, εξαιρούταν, εξαιρούμασταν ή εξαιρούμαστε, εξαιρούσαστε, εξαιρούνταν
Αόριστος
Οριστική
εξαιρέθηκα, εξαιρέθηκες, εξαιρέθηκε, εξαιρεθήκαμε, εξαιρεθήκατε, εξαιρέθηκαν ή εξαιρεθήκανε
Υποτακτική
να εξαιρεθώ, να εξαιρεθείς, να εξαιρεθεί, να εξαιρεθούμε, να εξαιρεθείτε, να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εξαιρέσου β΄ πληθυντικό: εξαιρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρούμαι, θα εξαιρείσαι, θα εξαιρείται, θα εξαιρούμαστε, θα εξαιρείστε, θα εξαιρούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρεθώ, θα εξαιρεθείς, θα εξαιρεθεί, θα εξαιρεθούμε, θα εξαιρεθείτε, θα εξαιρεθούν ή θα εξαιρεθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαιρεθεί, θα έχεις εξαιρεθεί, θα έχει εξαιρεθεί, θα έχουμε εξαιρεθεί, θα έχετε εξαιρεθεί, θα έχουν(ε) εξαιρεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω εξαιρεθεί, έχεις εξαιρεθεί, έχει εξαιρεθεί, έχουμε εξαιρεθεί, έχετε εξαιρεθεί, έχουν(ε) εξαιρεθεί
Υποτακτική
να έχω εξαιρεθεί, να έχεις εξαιρεθεί, να έχει εξαιρεθεί, να έχουμε εξαιρεθεί, να έχετε εξαιρεθεί, να έχουν(ε) εξαιρεθεί
Μετοχή
εξαιρεμένος, εξαιρεμένη, εξαιρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαιρεθεί, είχες εξαιρεθεί, είχε εξαιρεθεί, είχαμε εξαιρεθεί, είχατε εξαιρεθεί, είχαν(ε) εξαιρεθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «εξαιρώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
εξαιρώ, εξαιρείς, εξαιρεί, εξαιρούμε, εξαιρείτε, εξαιρούν (ή εξαιρούνε)
να εξαιρώ, να εξαιρείς, να εξαιρεί, να εξαιρούμε, να εξαιρείτε, να εξαιρούν (ή να εξαιρούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξαίρει, β΄ πληθυντικό: εξαιρείτε
Μετοχή
εξαιρώντας
Παρατατικός
Οριστική
εξαιρούσα, εξαιρούσες, εξαιρούσε, εξαιρούσαμε, εξαιρούσατε, εξαιρούσαν (ή εξαιρούσανε)
Αόριστος
Οριστική
εξαίρεσα, εξαίρεσες, εξαίρεσε, εξαιρέσαμε, εξαιρέσατε, εξαίρεσαν (ή εξαιρέσανε)
να εξαιρέσω, να εξαιρέσεις, να εξαιρέσει, να εξαιρέσουμε, να εξαιρέσετε, να εξαιρέσουν (ή να εξαιρέσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: εξαίρεσε, β΄ πληθυντικό: εξαιρέστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρώ, θα εξαιρείς, θα εξαιρεί, θα εξαιρούμε, θα εξαιρείτε, θα εξαιρούν (ή θα εξαιρούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρέσω, θα εξαιρέσεις, θα εξαιρέσει, θα εξαιρέσουμε, θα εξαιρέσετε, θα εξαιρέσουν (ή θα εξαιρέσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαιρέσει, θα έχεις εξαιρέσει, θα έχει εξαιρέσει, θα έχουμε εξαιρέσει, θα έχετε εξαιρέσει, θα έχουν(ε) εξαιρέσει
Οριστική
έχω εξαιρέσει, έχεις εξαιρέσει, έχει εξαιρέσει, έχουμε εξαιρέσει, έχετε εξαιρέσει, έχουν(ε) εξαιρέσει
να έχω εξαιρέσει, να έχεις εξαιρέσει, να έχει εξαιρέσει, να έχουμε εξαιρέσει, να έχετε εξαιρέσει, να έχουν(ε) εξαιρέσει
Μετοχή
έχοντας εξαιρέσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαιρέσει, είχες εξαιρέσει, είχε εξαιρέσει, είχαμε εξαιρέσει, είχατε εξαιρέσει, είχαν(ε) εξαιρέσει
Ενεστώτας
Οριστική
εξαιρούμαι, εξαιρείσαι, εξαιρείται, εξαιρούμαστε, εξαιρείστε, εξαιρούνται
να εξαιρούμαι, να εξαιρείσαι, να εξαιρείται, να εξαιρούμαστε, να εξαιρείστε, να εξαιρούνται
Προστακτική
---
Μετοχή
εξαιρούμενος, εξαιρούμενη, εξαιρούμενο
Παρατατικός
Οριστική
εξαιρούμουν, εξαιρούσουν, εξαιρούταν, εξαιρούμασταν ή εξαιρούμαστε, εξαιρούσαστε, εξαιρούνταν
Αόριστος
Οριστική
εξαιρέθηκα, εξαιρέθηκες, εξαιρέθηκε, εξαιρεθήκαμε, εξαιρεθήκατε, εξαιρέθηκαν ή εξαιρεθήκανε
να εξαιρεθώ, να εξαιρεθείς, να εξαιρεθεί, να εξαιρεθούμε, να εξαιρεθείτε, να εξαιρεθούν ή να εξαιρεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: εξαιρέσου β΄ πληθυντικό: εξαιρεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρούμαι, θα εξαιρείσαι, θα εξαιρείται, θα εξαιρούμαστε, θα εξαιρείστε, θα εξαιρούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα εξαιρεθώ, θα εξαιρεθείς, θα εξαιρεθεί, θα εξαιρεθούμε, θα εξαιρεθείτε, θα εξαιρεθούν ή θα εξαιρεθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω εξαιρεθεί, θα έχεις εξαιρεθεί, θα έχει εξαιρεθεί, θα έχουμε εξαιρεθεί, θα έχετε εξαιρεθεί, θα έχουν(ε) εξαιρεθεί
Οριστική
έχω εξαιρεθεί, έχεις εξαιρεθεί, έχει εξαιρεθεί, έχουμε εξαιρεθεί, έχετε εξαιρεθεί, έχουν(ε) εξαιρεθεί
Υποτακτική
να έχω εξαιρεθεί, να έχεις εξαιρεθεί, να έχει εξαιρεθεί, να έχουμε εξαιρεθεί, να έχετε εξαιρεθεί, να έχουν(ε) εξαιρεθεί
Μετοχή
εξαιρεμένος, εξαιρεμένη, εξαιρεμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα εξαιρεθεί, είχες εξαιρεθεί, είχε εξαιρεθεί, είχαμε εξαιρεθεί, είχατε εξαιρεθεί, είχαν(ε) εξαιρεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου