Percival Leonard Rosseau
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κυνηγάω - κυνηγώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυνηγώ, κυνηγάς, κυνηγά, κυνηγάμε, κυνηγάτε, κυνηγάνε
(&
κυνηγάω, κυνηγάς, κυνηγάει, κυνηγούμε, κυνηγάτε, κυνηγούν ή κυνηγούνε)
Υποτακτική
να κυνηγώ, να κυνηγάς, να κυνηγά, να κυνηγάμε, να κυνηγάτε, να κυνηγάνε
(& να κυνηγάω, να κυνηγάς, να κυνηγάει, να κυνηγούμε, να κυνηγάτε, να κυνηγούν ή να κυνηγούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κυνήγα – β΄ πληθυντικό: κυνηγάτε
Μετοχή
κυνηγώντας
Παρατατικός
Οριστική
κυνηγούσα, κυνηγούσες, κυνηγούσε, κυνηγούσαμε, κυνηγούσατε, κυνηγούσαν (ή κυνηγούσανε)
& κυνήγαγα, κυνήγαγες, κυνήγαγε, κυνηγάγαμε, κυνηγάγατε,
κυνήγαγαν (ή κυνηγάγανε)
Αόριστος
Οριστική
κυνήγησα, κυνήγησες, κυνήγησε, κυνηγήσαμε, κυνηγήσατε, κυνήγησαν (ή κυνηγήσανε)
Υποτακτική
να κυνηγήσω, να κυνηγήσεις, να κυνηγήσει, να κυνηγήσουμε, να κυνηγήσετε, να κυνηγήσουν (ή να κυνηγήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κυνήγησε – β΄ πληθυντικό: κυνηγήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυνηγώ, θα κυνηγάς, θα κυνηγά, θα κυνηγάμε, θα κυνηγάτε, θα κυνηγάνε
(& θα κυνηγάω, θα κυνηγάς, θα
κυνηγάει, θα κυνηγούμε, θα κυνηγάτε, θα κυνηγούν ή θα κυνηγούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυνηγήσω, θα κυνηγήσεις, θα κυνηγήσει, θα κυνηγήσουμε, θα κυνηγήσετε, θα κυνηγήσουν (ή θα κυνηγήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κυνηγήσει, θα έχεις κυνηγήσει, θα έχει κυνηγήσει, θα έχουμε κυνηγήσει, θα έχετε κυνηγήσει, θα έχουν(ε) κυνηγήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυνηγήσει, έχεις κυνηγήσει, έχει κυνηγήσει, έχουμε κυνηγήσει, έχετε κυνηγήσει, έχουν(ε) κυνηγήσει
Υποτακτική
να έχω κυνηγήσει, να έχεις κυνηγήσει, να έχει κυνηγήσει, να έχουμε κυνηγήσει, να έχετε κυνηγήσει, να έχουν(ε) κυνηγήσει
Μετοχή
έχοντας κυνηγήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυνηγήσει, είχες κυνηγήσει, είχε κυνηγήσει, είχαμε κυνηγήσει, είχατε κυνηγήσει, είχαν/είχανε κυνηγήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυνηγιέμαι, κυνηγιέσαι, κυνηγιέται, κυνηγιόμαστε, κυνηγιέστε, κυνηγιούνται
& κυνηγούμαι, κυνηγείσαι, κυνηγείται,
κυνηγούμαστε, κυνηγείστε, κυνηγούνται
Υποτακτική
να κυνηγιέμαι, να κυνηγιέσαι, να κυνηγιέται, να κυνηγιόμαστε, να κυνηγιέστε, να κυνηγιούνται
& να κυνηγούμαι, να κυνηγείσαι, να κυνηγείται, να κυνηγούμαστε, να κυνηγείστε, να κυνηγούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κυνηγιέστε & κυνηγείστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
κυνηγιόμουν, κυνηγιόσουν, κυνηγιόταν, κυνηγιόμαστε, κυνηγιόσαστε, κυνηγιόνταν ή κυνηγιούνταν
& κυνηγιόμουνα, κυνηγιόσουνα, κυνηγιότανε,
κυνηγιόμασταν, κυνηγιόσασταν, κυνηγιόντουσαν
& κυνηγούμουν ή κυνηγούμουνα, κυνηγούσουν, κυνηγούταν ή κυνηγούτανε, κυνηγούμασταν ή κυνηγούμαστε, κυνηγούσαστε, κυνηγούνταν
Αόριστος
Οριστική
κυνηγήθηκα, κυνηγήθηκες, κυνηγήθηκε, κυνηγηθήκαμε, κυνηγηθήκατε, κυνηγήθηκαν (ή κυνηγηθήκανε)
Υποτακτική
να κυνηγηθώ, να κυνηγηθείς, να κυνηγηθεί, να κυνηγηθούμε, να κυνηγηθείτε, να κυνηγηθούν (ή να κυνηγηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κυνηγήσου – β΄ πληθυντικό: κυνηγηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυνηγιέμαι, θα κυνηγιέσαι, θα κυνηγιέται, θα κυνηγιόμαστε, θα κυνηγιέστε, θα κυνηγιούνται
& θα κυνηγούμαι, θα κυνηγείσαι, θα
κυνηγείται, θα κυνηγούμαστε, θα κυνηγείστε, θα κυνηγούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυνηγηθώ, θα κυνηγηθείς, θα κυνηγηθεί, θα κυνηγηθούμε, θα κυνηγηθείτε, θα κυνηγηθούν (ή θα κυνηγηθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κυνηγηθεί, θα έχεις κυνηγηθεί, θα έχει κυνηγηθεί, θα έχουμε κυνηγηθεί, θα έχετε κυνηγηθεί, θα έχουν(ε) κυνηγηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυνηγηθεί, έχεις κυνηγηθεί, έχει κυνηγηθεί, έχουμε κυνηγηθεί, έχετε κυνηγηθεί, έχουν(ε) κυνηγηθεί
Υποτακτική
να έχω κυνηγηθεί, να έχεις κυνηγηθεί, να έχει κυνηγηθεί, να έχουμε κυνηγηθεί, να έχετε κυνηγηθεί, να έχουν(ε) κυνηγηθεί
Μετοχή
κυνηγημένος, κυνηγημένη, κυνηγημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυνηγηθεί, είχες κυνηγηθεί, είχε κυνηγηθεί, είχαμε κυνηγηθεί, είχατε κυνηγηθεί, είχαν(ε) κυνηγηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κυνηγάω - κυνηγώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυνηγώ, κυνηγάς, κυνηγά, κυνηγάμε, κυνηγάτε, κυνηγάνε
Υποτακτική
να κυνηγώ, να κυνηγάς, να κυνηγά, να κυνηγάμε, να κυνηγάτε, να κυνηγάνε
(& να κυνηγάω, να κυνηγάς, να κυνηγάει, να κυνηγούμε, να κυνηγάτε, να κυνηγούν ή να κυνηγούνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κυνήγα – β΄ πληθυντικό: κυνηγάτε
Μετοχή
κυνηγώντας
Παρατατικός
Οριστική
κυνηγούσα, κυνηγούσες, κυνηγούσε, κυνηγούσαμε, κυνηγούσατε, κυνηγούσαν (ή κυνηγούσανε)
Αόριστος
Οριστική
κυνήγησα, κυνήγησες, κυνήγησε, κυνηγήσαμε, κυνηγήσατε, κυνήγησαν (ή κυνηγήσανε)
να κυνηγήσω, να κυνηγήσεις, να κυνηγήσει, να κυνηγήσουμε, να κυνηγήσετε, να κυνηγήσουν (ή να κυνηγήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κυνήγησε – β΄ πληθυντικό: κυνηγήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυνηγώ, θα κυνηγάς, θα κυνηγά, θα κυνηγάμε, θα κυνηγάτε, θα κυνηγάνε
Οριστική
θα κυνηγήσω, θα κυνηγήσεις, θα κυνηγήσει, θα κυνηγήσουμε, θα κυνηγήσετε, θα κυνηγήσουν (ή θα κυνηγήσουνε)
Οριστική
θα έχω κυνηγήσει, θα έχεις κυνηγήσει, θα έχει κυνηγήσει, θα έχουμε κυνηγήσει, θα έχετε κυνηγήσει, θα έχουν(ε) κυνηγήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυνηγήσει, έχεις κυνηγήσει, έχει κυνηγήσει, έχουμε κυνηγήσει, έχετε κυνηγήσει, έχουν(ε) κυνηγήσει
να έχω κυνηγήσει, να έχεις κυνηγήσει, να έχει κυνηγήσει, να έχουμε κυνηγήσει, να έχετε κυνηγήσει, να έχουν(ε) κυνηγήσει
Μετοχή
έχοντας κυνηγήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυνηγήσει, είχες κυνηγήσει, είχε κυνηγήσει, είχαμε κυνηγήσει, είχατε κυνηγήσει, είχαν/είχανε κυνηγήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυνηγιέμαι, κυνηγιέσαι, κυνηγιέται, κυνηγιόμαστε, κυνηγιέστε, κυνηγιούνται
Υποτακτική
να κυνηγιέμαι, να κυνηγιέσαι, να κυνηγιέται, να κυνηγιόμαστε, να κυνηγιέστε, να κυνηγιούνται
& να κυνηγούμαι, να κυνηγείσαι, να κυνηγείται, να κυνηγούμαστε, να κυνηγείστε, να κυνηγούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κυνηγιέστε & κυνηγείστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
κυνηγιόμουν, κυνηγιόσουν, κυνηγιόταν, κυνηγιόμαστε, κυνηγιόσαστε, κυνηγιόνταν ή κυνηγιούνταν
& κυνηγούμουν ή κυνηγούμουνα, κυνηγούσουν, κυνηγούταν ή κυνηγούτανε, κυνηγούμασταν ή κυνηγούμαστε, κυνηγούσαστε, κυνηγούνταν
Αόριστος
Οριστική
κυνηγήθηκα, κυνηγήθηκες, κυνηγήθηκε, κυνηγηθήκαμε, κυνηγηθήκατε, κυνηγήθηκαν (ή κυνηγηθήκανε)
να κυνηγηθώ, να κυνηγηθείς, να κυνηγηθεί, να κυνηγηθούμε, να κυνηγηθείτε, να κυνηγηθούν (ή να κυνηγηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κυνηγήσου – β΄ πληθυντικό: κυνηγηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυνηγιέμαι, θα κυνηγιέσαι, θα κυνηγιέται, θα κυνηγιόμαστε, θα κυνηγιέστε, θα κυνηγιούνται
Οριστική
θα κυνηγηθώ, θα κυνηγηθείς, θα κυνηγηθεί, θα κυνηγηθούμε, θα κυνηγηθείτε, θα κυνηγηθούν (ή θα κυνηγηθούνε)
Οριστική
θα έχω κυνηγηθεί, θα έχεις κυνηγηθεί, θα έχει κυνηγηθεί, θα έχουμε κυνηγηθεί, θα έχετε κυνηγηθεί, θα έχουν(ε) κυνηγηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυνηγηθεί, έχεις κυνηγηθεί, έχει κυνηγηθεί, έχουμε κυνηγηθεί, έχετε κυνηγηθεί, έχουν(ε) κυνηγηθεί
να έχω κυνηγηθεί, να έχεις κυνηγηθεί, να έχει κυνηγηθεί, να έχουμε κυνηγηθεί, να έχετε κυνηγηθεί, να έχουν(ε) κυνηγηθεί
Μετοχή
κυνηγημένος, κυνηγημένη, κυνηγημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυνηγηθεί, είχες κυνηγηθεί, είχε κυνηγηθεί, είχαμε κυνηγηθεί, είχατε κυνηγηθεί, είχαν(ε) κυνηγηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου