Gregory Ballos
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μηνύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μηνύω, μηνύεις, μηνύει, μηνύουμε, μηνύετε, μηνύουν (ή μηνύουνε)
Υποτακτική
να μηνύω, να μηνύεις, να μηνύει, να μηνύουμε, να μηνύετε, να μηνύουν (ή να μηνύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μήνυε – β΄ πληθυντικό: μηνύετε
Μετοχή
μηνύοντας
Παρατατικός
Οριστική
μήνυα, μήνυες, μήνυε, μηνύαμε, μηνύατε, μήνυαν (ή μηνύανε)
Αόριστος
Οριστική
μήνυσα, μήνυσες, μήνυσε, μηνύσαμε, μηνύσατε, μήνυσαν (ή μηνύσανε)
Υποτακτική
να μηνύσω, να μηνύσεις, να μηνύσει, να μηνύσουμε, να μηνύσετε, να μηνύσουν ή να μηνύσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: μήνυσε – β΄ πληθυντικό: μηνύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μηνύω, θα μηνύεις, θα μηνύει, θα μηνύουμε, θα μηνύετε, θα μηνύουν (ή θα μηνύουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μηνύσω, θα μηνύσεις, θα μηνύσει, θα μηνύσουμε, θα μηνύσετε, θα μηνύσουν ή θα μηνύσουνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μηνύσει, θα έχεις μηνύσει, θα έχει μηνύσει, θα έχουμε μηνύσει, θα έχετε μηνύσει, θα έχουν(ε) μηνύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μηνύσει, έχεις μηνύσει, έχει μηνύσει, έχουμε μηνύσει, έχετε μηνύσει, έχουν(ε) μηνύσει
Υποτακτική
να έχω μηνύσει, να έχεις μηνύσει, να έχει μηνύσει, να έχουμε μηνύσει, να έχετε μηνύσει, να έχουν(ε) μηνύσει
Μετοχή
έχοντας μηνύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μηνύσει, είχες μηνύσει, είχε μηνύσει, είχαμε μηνύσει, είχατε μηνύσει, είχαν/είχανε μηνύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μηνύομαι, μηνύεσαι, μηνύεται, μηνυόμαστε, μηνύεστε, μηνύονται
Υποτακτική
να μηνύομαι, να μηνύεσαι, να μηνύεται, να μηνυόμαστε, να μηνύεστε, να μηνύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μηνύεστε
Μετοχή
μηνυόμενος, μηνυόμενη, μηνυόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μηνυόμουν, μηνυόσουν, μηνυόταν, μηνυόμαστε, μηνυόσαστε, μηνύονταν
(& μηνυόμουνα, μηνυόσουνα, μηνυότανε,
μηνυόμασταν, μηνυόσασταν, μηνυόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
μηνύθηκα, μηνύθηκες, μηνύθηκε, μηνυθήκαμε, μηνυθήκατε, μηνύθηκαν ή μηνυθήκανε
Υποτακτική
να μηνυθώ, να μηνυθείς, να μηνυθεί, να μηνυθούμε, να μηνυθείτε, να μηνυθούν (ή να μηνυθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μηνύσου β΄ πληθυντικό: μηνυθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μηνύομαι, θα μηνύεσαι, θα μηνύεται, θα μηνυόμαστε, θα μηνύεστε, θα μηνύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μηνυθώ, θα μηνυθείς, θα μηνυθεί, θα μηνυθούμε, θα μηνυθείτε, θα μηνυθούν (ή θα μηνυθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω μηνυθεί, θα έχεις μηνυθεί, θα έχει μηνυθεί, θα έχουμε μηνυθεί, θα έχετε μηνυθεί, θα έχουν(ε) μηνυθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μηνυθεί, έχεις μηνυθεί, έχει μηνυθεί, έχουμε μηνυθεί, έχετε μηνυθεί, έχουν(ε) μηνυθεί
Υποτακτική
να έχω μηνυθεί, να έχεις μηνυθεί, να έχει μηνυθεί, να έχουμε μηνυθεί, να έχετε μηνυθεί, να έχουν(ε) μηνυθεί
Μετοχή
μηνυμένος, μηνυμένη, μηνυμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μηνυθεί, είχες μηνυθεί, είχε μηνυθεί, είχαμε μηνυθεί, είχατε μηνυθεί, είχαν(ε) μηνυθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «μηνύω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μηνύω, μηνύεις, μηνύει, μηνύουμε, μηνύετε, μηνύουν (ή μηνύουνε)
να μηνύω, να μηνύεις, να μηνύει, να μηνύουμε, να μηνύετε, να μηνύουν (ή να μηνύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: μήνυε – β΄ πληθυντικό: μηνύετε
Μετοχή
μηνύοντας
Παρατατικός
Οριστική
μήνυα, μήνυες, μήνυε, μηνύαμε, μηνύατε, μήνυαν (ή μηνύανε)
Αόριστος
Οριστική
μήνυσα, μήνυσες, μήνυσε, μηνύσαμε, μηνύσατε, μήνυσαν (ή μηνύσανε)
να μηνύσω, να μηνύσεις, να μηνύσει, να μηνύσουμε, να μηνύσετε, να μηνύσουν ή να μηνύσουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: μήνυσε – β΄ πληθυντικό: μηνύστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μηνύω, θα μηνύεις, θα μηνύει, θα μηνύουμε, θα μηνύετε, θα μηνύουν (ή θα μηνύουνε)
Οριστική
θα μηνύσω, θα μηνύσεις, θα μηνύσει, θα μηνύσουμε, θα μηνύσετε, θα μηνύσουν ή θα μηνύσουνε
Οριστική
θα έχω μηνύσει, θα έχεις μηνύσει, θα έχει μηνύσει, θα έχουμε μηνύσει, θα έχετε μηνύσει, θα έχουν(ε) μηνύσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μηνύσει, έχεις μηνύσει, έχει μηνύσει, έχουμε μηνύσει, έχετε μηνύσει, έχουν(ε) μηνύσει
να έχω μηνύσει, να έχεις μηνύσει, να έχει μηνύσει, να έχουμε μηνύσει, να έχετε μηνύσει, να έχουν(ε) μηνύσει
Μετοχή
έχοντας μηνύσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μηνύσει, είχες μηνύσει, είχε μηνύσει, είχαμε μηνύσει, είχατε μηνύσει, είχαν/είχανε μηνύσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
μηνύομαι, μηνύεσαι, μηνύεται, μηνυόμαστε, μηνύεστε, μηνύονται
να μηνύομαι, να μηνύεσαι, να μηνύεται, να μηνυόμαστε, να μηνύεστε, να μηνύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: μηνύεστε
Μετοχή
μηνυόμενος, μηνυόμενη, μηνυόμενο
Παρατατικός
Οριστική
μηνυόμουν, μηνυόσουν, μηνυόταν, μηνυόμαστε, μηνυόσαστε, μηνύονταν
Αόριστος
Οριστική
μηνύθηκα, μηνύθηκες, μηνύθηκε, μηνυθήκαμε, μηνυθήκατε, μηνύθηκαν ή μηνυθήκανε
να μηνυθώ, να μηνυθείς, να μηνυθεί, να μηνυθούμε, να μηνυθείτε, να μηνυθούν (ή να μηνυθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: μηνύσου β΄ πληθυντικό: μηνυθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα μηνύομαι, θα μηνύεσαι, θα μηνύεται, θα μηνυόμαστε, θα μηνύεστε, θα μηνύονται
Οριστική
θα μηνυθώ, θα μηνυθείς, θα μηνυθεί, θα μηνυθούμε, θα μηνυθείτε, θα μηνυθούν (ή θα μηνυθούνε)
Οριστική
θα έχω μηνυθεί, θα έχεις μηνυθεί, θα έχει μηνυθεί, θα έχουμε μηνυθεί, θα έχετε μηνυθεί, θα έχουν(ε) μηνυθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω μηνυθεί, έχεις μηνυθεί, έχει μηνυθεί, έχουμε μηνυθεί, έχετε μηνυθεί, έχουν(ε) μηνυθεί
να έχω μηνυθεί, να έχεις μηνυθεί, να έχει μηνυθεί, να έχουμε μηνυθεί, να έχετε μηνυθεί, να έχουν(ε) μηνυθεί
Μετοχή
μηνυμένος, μηνυμένη, μηνυμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα μηνυθεί, είχες μηνυθεί, είχε μηνυθεί, είχαμε μηνυθεί, είχατε μηνυθεί, είχαν(ε) μηνυθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου