Dirk Lindner
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τακτοποιώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τακτοποιώ, τακτοποιείς, τακτοποιεί, τακτοποιούμε, τακτοποιείτε, τακτοποιούν (ή τακτοποιούνε)
να τακτοποιώ, να τακτοποιείς, να τακτοποιεί, να τακτοποιούμε, να τακτοποιείτε, να τακτοποιούν (ή να τακτοποιούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: τακτοποιείτε
Μετοχή
τακτοποιώντας
Παρατατικός
Οριστική
τακτοποιούσα, τακτοποιούσες, τακτοποιούσε, τακτοποιούσαμε, τακτοποιούσατε, τακτοποιούσαν (ή τακτοποιούσανε)
Αόριστος
Οριστική
τακτοποίησα, τακτοποίησες, τακτοποίησε, τακτοποιήσαμε, τακτοποιήσατε, τακτοποίησαν ή τακτοποιήσανε
να τακτοποιήσω, να τακτοποιήσεις, να τακτοποιήσει, να τακτοποιήσουμε, να τακτοποιήσετε, να τακτοποιήσουν (ή να τακτοποιήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: τακτοποίησε – β΄ πληθυντικό: τακτοποιήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιώ, θα τακτοποιείς, θα τακτοποιεί, θα τακτοποιούμε, θα τακτοποιείτε, θα τακτοποιούν (ή θα τακτοποιούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιήσω, θα τακτοποιήσεις, θα τακτοποιήσει, θα τακτοποιήσουμε, θα τακτοποιήσετε, θα τακτοποιήσουν (ή θα τακτοποιήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω τακτοποιήσει, θα έχεις τακτοποιήσει, θα έχει τακτοποιήσει, θα έχουμε τακτοποιήσει, θα έχετε τακτοποιήσει, θα έχουν(ε) τακτοποιήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τακτοποιήσει, έχεις τακτοποιήσει, έχει τακτοποιήσει, έχουμε τακτοποιήσει, έχετε τακτοποιήσει, έχουν(ε) τακτοποιήσει
να έχω τακτοποιήσει, να έχεις τακτοποιήσει, να έχει τακτοποιήσει, να έχουμε τακτοποιήσει, να έχετε τακτοποιήσει, να έχουν(ε) τακτοποιήσει
Μετοχή
έχοντας τακτοποιήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τακτοποιήσει, είχες τακτοποιήσει, είχε τακτοποιήσει, είχαμε τακτοποιήσει, είχατε τακτοποιήσει, είχαν(ε) τακτοποιήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
τακτοποιούμαι, τακτοποιείσαι, τακτοποιείται, τακτοποιούμαστε, τακτοποιείστε, τακτοποιούνται
να τακτοποιούμαι, να τακτοποιείσαι, να τακτοποιείται, να τακτοποιούμαστε, να τακτοποιείστε, να τακτοποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: τακτοποιείστε
Μετοχή
τακτοποιούμενος, τακτοποιούμενη, τακτοποιούμενο
Παρατατικός
Οριστική
τακτοποιούμουν, τακτοποιούσουν, τακτοποιούταν, τακτοποιούμασταν ή τακτοποιούμαστε, τακτοποιούσαστε, τακτοποιούνταν
Αόριστος
Οριστική
τακτοποιήθηκα, τακτοποιήθηκες, τακτοποιήθηκε, τακτοποιηθήκαμε, τακτοποιηθήκατε, τακτοποιήθηκαν ή τακτοποιηθήκανε
να τακτοποιηθώ, να τακτοποιηθείς, να τακτοποιηθεί, να τακτοποιηθούμε, να τακτοποιηθείτε, να τακτοποιηθούν ή να τακτοποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: τακτοποιήσου – β΄ πληθυντικό: τακτοποιηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιούμαι, θα τακτοποιείσαι, θα τακτοποιείται, θα τακτοποιούμαστε, θα τακτοποιείστε, θα τακτοποιούνται
Οριστική
θα τακτοποιηθώ, θα τακτοποιηθείς, θα τακτοποιηθεί, θα τακτοποιηθούμε, θα τακτοποιηθείτε, θα τακτοποιηθούν ή θα τακτοποιηθούνε
Οριστική
θα έχω τακτοποιηθεί, θα έχεις τακτοποιηθεί, θα έχει τακτοποιηθεί, θα έχουμε τακτοποιηθεί, θα έχετε τακτοποιηθεί, θα έχουν(ε) τακτοποιηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τακτοποιηθεί, έχεις τακτοποιηθεί, έχει τακτοποιηθεί, έχουμε τακτοποιηθεί, έχετε τακτοποιηθεί, έχουν(ε) τακτοποιηθεί
να έχω τακτοποιηθεί, να έχεις τακτοποιηθεί, να έχει τακτοποιηθεί, να έχουμε τακτοποιηθεί, να έχετε τακτοποιηθεί, να έχουν(ε) τακτοποιηθεί
Μετοχή
τακτοποιημένος, τακτοποιημένη, τακτοποιημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τακτοποιηθεί, είχες τακτοποιηθεί, είχε τακτοποιηθεί, είχαμε τακτοποιηθεί, είχατε τακτοποιηθεί, είχαν(ε) τακτοποιηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου