Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τακτοποιώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τακτοποιώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Dirk Lindner

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «τακτοποιώ»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τακτοποιώ, τακτοποιείς, τακτοποιεί, τακτοποιούμε, τακτοποιείτε, τακτοποιούν (ή τακτοποιούνε)
Υποτακτική
να τακτοποιώ, να τακτοποιείς, να τακτοποιεί, να τακτοποιούμε, να τακτοποιείτε, να τακτοποιούν (ή να τακτοποιούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: τακτοποιείτε
Μετοχή
τακτοποιώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
τακτοποιούσα, τακτοποιούσες, τακτοποιούσε, τακτοποιούσαμε, τακτοποιούσατε, τακτοποιούσαν (ή τακτοποιούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
τακτοποίησα, τακτοποίησες, τακτοποίησε, τακτοποιήσαμε, τακτοποιήσατε, τακτοποίησαν ή τακτοποιήσανε
Υποτακτική
να τακτοποιήσω, να τακτοποιήσεις, να τακτοποιήσει, να τακτοποιήσουμε, να τακτοποιήσετε, να τακτοποιήσουν (ή να τακτοποιήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: τακτοποίησε – β΄ πληθυντικό: τακτοποιήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιώ, θα τακτοποιείς, θα τακτοποιεί, θα τακτοποιούμε, θα τακτοποιείτε, θα τακτοποιούν (ή θα τακτοποιούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιήσω, θα τακτοποιήσεις, θα τακτοποιήσει, θα τακτοποιήσουμε, θα τακτοποιήσετε, θα τακτοποιήσουν (ή θα τακτοποιήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω τακτοποιήσει, θα έχεις τακτοποιήσει, θα έχει τακτοποιήσει, θα έχουμε τακτοποιήσει, θα έχετε τακτοποιήσει, θα έχουν(ε) τακτοποιήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τακτοποιήσει, έχεις τακτοποιήσει, έχει τακτοποιήσει, έχουμε τακτοποιήσει, έχετε τακτοποιήσει, έχουν(ε) τακτοποιήσει
Υποτακτική
να έχω τακτοποιήσει, να έχεις τακτοποιήσει, να έχει τακτοποιήσει, να έχουμε τακτοποιήσει, να έχετε τακτοποιήσει, να έχουν(ε) τακτοποιήσει
Μετοχή
έχοντας τακτοποιήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τακτοποιήσει, είχες τακτοποιήσει, είχε τακτοποιήσει, είχαμε τακτοποιήσει, είχατε τακτοποιήσει, είχαν(ε) τακτοποιήσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
τακτοποιούμαι, τακτοποιείσαι, τακτοποιείται, τακτοποιούμαστε, τακτοποιείστε, τακτοποιούνται
Υποτακτική
να τακτοποιούμαι, να τακτοποιείσαι, να τακτοποιείται, να τακτοποιούμαστε, να τακτοποιείστε, να τακτοποιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: τακτοποιείστε
Μετοχή
τακτοποιούμενος, τακτοποιούμενη, τακτοποιούμενο
 
Παρατατικός
Οριστική
τακτοποιούμουν, τακτοποιούσουν, τακτοποιούταν, τακτοποιούμασταν ή τακτοποιούμαστε, τακτοποιούσαστε, τακτοποιούνταν
 
Αόριστος
Οριστική
τακτοποιήθηκα, τακτοποιήθηκες, τακτοποιήθηκε, τακτοποιηθήκαμε, τακτοποιηθήκατε, τακτοποιήθηκαν ή τακτοποιηθήκανε
Υποτακτική
να τακτοποιηθώ, να τακτοποιηθείς, να τακτοποιηθεί, να τακτοποιηθούμε, να τακτοποιηθείτε, να τακτοποιηθούν ή να τακτοποιηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: τακτοποιήσου – β΄ πληθυντικό: τακτοποιηθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιούμαι, θα τακτοποιείσαι, θα τακτοποιείται, θα τακτοποιούμαστε, θα τακτοποιείστε, θα τακτοποιούνται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα τακτοποιηθώ, θα τακτοποιηθείς, θα τακτοποιηθεί, θα τακτοποιηθούμε, θα τακτοποιηθείτε, θα τακτοποιηθούν ή θα τακτοποιηθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω τακτοποιηθεί, θα έχεις τακτοποιηθεί, θα έχει τακτοποιηθεί, θα έχουμε τακτοποιηθεί, θα έχετε τακτοποιηθεί, θα έχουν(ε) τακτοποιηθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω τακτοποιηθεί, έχεις τακτοποιηθεί, έχει τακτοποιηθεί, έχουμε τακτοποιηθεί, έχετε τακτοποιηθεί, έχουν(ε) τακτοποιηθεί
Υποτακτική
να έχω τακτοποιηθεί, να έχεις τακτοποιηθεί, να έχει τακτοποιηθεί, να έχουμε τακτοποιηθεί, να έχετε τακτοποιηθεί, να έχουν(ε) τακτοποιηθεί
Μετοχή
τακτοποιημένος, τακτοποιημένη, τακτοποιημένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα τακτοποιηθεί, είχες τακτοποιηθεί, είχε τακτοποιηθεί, είχαμε τακτοποιηθεί, είχατε τακτοποιηθεί, είχαν(ε) τακτοποιηθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...