Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ηρεμώ» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ηρεμώ»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Roeselien Raimond
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ηρεμώ»
 
Ενεστώτας
Οριστική
ηρεμώ, ηρεμείς, ηρεμεί, ηρεμούμε, ηρεμείτε, ηρεμούν (ή ηρεμούνε)
Υποτακτική
να ηρεμώ, να ηρεμείς, να ηρεμεί, να ηρεμούμε, να ηρεμείτε, να ηρεμούν (ή να ηρεμούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ηρεμείτε
Μετοχή
ηρεμώντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ηρεμούσα, ηρεμούσες, ηρεμούσε, ηρεμούσαμε, ηρεμούσατε, ηρεμούσαν (ή ηρεμούσανε)
 
Αόριστος
Οριστική
ηρέμησα, ηρέμησες, ηρέμησε, ηρεμήσαμε, ηρεμήσατε, ηρέμησαν
Υποτακτική
να ηρεμήσω, να ηρεμήσεις, να ηρεμήσει, να ηρεμήσουμε, να ηρεμήσετε, να ηρεμήσουν (ή να ηρεμήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ηρέμησε – β΄ πληθυντικό: ηρεμήστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ηρεμώ, θα ηρεμείς, θα ηρεμεί, θα ηρεμούμε, θα ηρεμείτε, θα ηρεμούν (ή θα ηρεμούνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ηρεμήσω, θα ηρεμήσεις, θα ηρεμήσει, θα ηρεμήσουμε, θα ηρεμήσετε, θα ηρεμήσουν (ή θα ηρεμήσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ηρεμήσει, θα έχεις ηρεμήσει, θα έχει ηρεμήσει, θα έχουμε ηρεμήσει, θα έχετε ηρεμήσει, θα έχουν(ε) ηρεμήσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ηρεμήσει, έχεις ηρεμήσει, έχει ηρεμήσει, έχουμε ηρεμήσει, έχετε ηρεμήσει, έχουν(ε) ηρεμήσει
Υποτακτική
να έχω ηρεμήσει, να έχεις ηρεμήσει, να έχει ηρεμήσει, να έχουμε ηρεμήσει, να έχετε ηρεμήσει, να έχουν(ε) ηρεμήσει
Μετοχή
έχοντας ηρεμήσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ηρεμήσει, είχες ηρεμήσει, είχε ηρεμήσει, είχαμε ηρεμήσει, είχατε ηρεμήσει, είχαν(ε) ηρεμήσει

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...