Te Hu
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «διηγούμαι»
Οριστική
διηγούμαι, διηγείσαι, διηγείται, διηγούμαστε, διηγείστε, διηγούνται
να διηγούμαι, να διηγείσαι, να διηγείται, να διηγούμαστε, να διηγείστε, να διηγούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: διηγείστε
Μετοχή
διηγούμενος, διηγούμενη, διηγούμενο
Παρατατικός
Οριστική
διηγούμουν, διηγούσουν, διηγούταν, διηγούμαστε, διηγούσαστε, διηγούνταν
Αόριστος
Οριστική
διηγήθηκα, διηγήθηκες, διηγήθηκε, διηγηθήκαμε, διηγηθήκατε, διηγήθηκαν ή διηγηθήκανε
να διηγηθώ, να διηγηθείς, να διηγηθεί, να διηγηθούμε, να διηγηθείτε, να διηγηθούν ή να διηγηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: διηγήσου β΄ πληθυντικό: διηγηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα διηγούμαι, θα διηγείσαι, θα διηγείται, θα διηγούμαστε, θα διηγείστε, θα διηγούνται
Οριστική
θα διηγηθώ, θα διηγηθείς, θα διηγηθεί, θα διηγηθούμε, θα διηγηθείτε, θα διηγηθούν ή θα διηγηθούνε
Οριστική
θα έχω διηγηθεί, θα έχεις διηγηθεί, θα έχει διηγηθεί, θα έχουμε διηγηθεί, θα έχετε διηγηθεί, θα έχουν(ε) διηγηθεί
Οριστική
έχω διηγηθεί, έχεις διηγηθεί, έχει διηγηθεί, έχουμε διηγηθεί, έχετε διηγηθεί, έχουν(ε) διηγηθεί
να έχω διηγηθεί, να έχεις διηγηθεί, να έχει διηγηθεί, να έχουμε διηγηθεί, να έχετε διηγηθεί, να έχουν(ε) διηγηθεί
Μετοχή
διηγημένος, διηγημένη, διηγημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα διηγηθεί, είχες διηγηθεί, είχε διηγηθεί, είχαμε διηγηθεί, είχατε διηγηθεί, είχαν(ε) διηγηθεί
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου