Greg Joens
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σέβομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
σέβομαι, σέβεσαι, σέβεται, σεβόμαστε, σέβεστε, σέβονται
Υποτακτική
να σέβομαι, να σέβεσαι, να σέβεται, να σεβόμαστε, να σέβεστε, να σέβονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σέβεστε
Μετοχή
σεβόμενος, σεβόμενη, σεβόμενο
Παρατατικός
Οριστική
σεβόμουν, σεβόσουν, σεβόταν, σεβόμαστε, σεβόσαστε, σέβονταν
(& σεβόμουνα, σεβόσουνα, σεβότανε,
σεβόμασταν, σεβόσασταν, σεβόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
σεβάστηκα, σεβάστηκες, σεβάστηκε, σεβαστήκαμε, σεβαστήκατε, σεβάστηκαν ή σεβαστήκανε
Υποτακτική
να σεβαστώ, να σεβαστείς, να σεβαστεί, να σεβαστούμε, να σεβαστείτε, να σεβαστούν ή να σεβαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: σεβάσου – β΄ πληθυντικό: σεβαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σέβομαι, θα σέβεσαι, θα σέβεται, θα σεβόμαστε, θα σέβεστε, θα σέβονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σεβαστώ, θα σεβαστείς, θα σεβαστεί, θα σεβαστούμε, θα σεβαστείτε, θα σεβαστούν ή θα σεβαστούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω σεβαστεί, θα έχεις σεβαστεί, θα έχει σεβαστεί, θα έχουμε σεβαστεί, θα έχετε σεβαστεί, θα έχουν(ε) σεβαστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω σεβαστεί, έχεις σεβαστεί, έχει σεβαστεί, έχουμε σεβαστεί, έχετε σεβαστεί, έχουν(ε) σεβαστεί
Υποτακτική
να έχω σεβαστεί, να έχεις σεβαστεί, να έχει σεβαστεί, να έχουμε σεβαστεί, να έχετε σεβαστεί, να έχουν(ε) σεβαστεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σεβαστεί, είχες σεβαστεί, είχε σεβαστεί, είχαμε σεβαστεί, είχατε σεβαστεί, είχαν(ε) σεβαστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «σέβομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
σέβομαι, σέβεσαι, σέβεται, σεβόμαστε, σέβεστε, σέβονται
να σέβομαι, να σέβεσαι, να σέβεται, να σεβόμαστε, να σέβεστε, να σέβονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: σέβεστε
Μετοχή
σεβόμενος, σεβόμενη, σεβόμενο
Παρατατικός
Οριστική
σεβόμουν, σεβόσουν, σεβόταν, σεβόμαστε, σεβόσαστε, σέβονταν
Αόριστος
Οριστική
σεβάστηκα, σεβάστηκες, σεβάστηκε, σεβαστήκαμε, σεβαστήκατε, σεβάστηκαν ή σεβαστήκανε
να σεβαστώ, να σεβαστείς, να σεβαστεί, να σεβαστούμε, να σεβαστείτε, να σεβαστούν ή να σεβαστούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: σεβάσου – β΄ πληθυντικό: σεβαστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα σέβομαι, θα σέβεσαι, θα σέβεται, θα σεβόμαστε, θα σέβεστε, θα σέβονται
Οριστική
θα σεβαστώ, θα σεβαστείς, θα σεβαστεί, θα σεβαστούμε, θα σεβαστείτε, θα σεβαστούν ή θα σεβαστούνε
Οριστική
θα έχω σεβαστεί, θα έχεις σεβαστεί, θα έχει σεβαστεί, θα έχουμε σεβαστεί, θα έχετε σεβαστεί, θα έχουν(ε) σεβαστεί
Οριστική
έχω σεβαστεί, έχεις σεβαστεί, έχει σεβαστεί, έχουμε σεβαστεί, έχετε σεβαστεί, έχουν(ε) σεβαστεί
να έχω σεβαστεί, να έχεις σεβαστεί, να έχει σεβαστεί, να έχουμε σεβαστεί, να έχετε σεβαστεί, να έχουν(ε) σεβαστεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα σεβαστεί, είχες σεβαστεί, είχε σεβαστεί, είχαμε σεβαστεί, είχατε σεβαστεί, είχαν(ε) σεβαστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου