Kim Ohrling
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επισημαίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επισημαίνω, επισημαίνεις, επισημαίνει, επισημαίνουμε, επισημαίνετε, επισημαίνουν (ή επισημαίνουνε)
Υποτακτική
να επισημαίνω, να επισημαίνεις, να επισημαίνει, να επισημαίνουμε, να επισημαίνετε, να επισημαίνουν (ή να επισημαίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επισήμαινε – β΄ πληθυντικό: επισημαίνετε
Μετοχή
επισημαίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
επισήμαινα, επισήμαινες, επισήμαινε, επισημαίναμε, επισημαίνατε, επισήμαιναν ή επισημαίνανε
Αόριστος
Οριστική
επισήμανα, επισήμανες, επισήμανε, επισημάναμε, επισημάνατε, επισήμαναν ή επισημάνανε
Υποτακτική
να επισημάνω, να επισημάνεις, να επισημάνει, να επισημάνουμε, να επισημάνετε, να επισημάνουν (ή να επισημάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επισήμανε – β΄ πληθυντικό: επισημάνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισημαίνω, θα επισημαίνεις, θα επισημαίνει, θα επισημαίνουμε, θα επισημαίνετε, θα επισημαίνουν (ή θα επισημαίνουνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισημάνω, θα επισημάνεις, θα επισημάνει, θα επισημάνουμε, θα επισημάνετε, θα επισημάνουν (ή θα επισημάνουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επισημάνει, θα έχεις επισημάνει, θα έχει επισημάνει, θα έχουμε επισημάνει, θα έχετε επισημάνει, θα έχουν(ε) επισημάνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επισημάνει, έχεις επισημάνει, έχει επισημάνει, έχουμε επισημάνει, έχετε επισημάνει, έχουν(ε) επισημάνει
Υποτακτική
να έχω επισημάνει, να έχεις επισημάνει, να έχει επισημάνει, να έχουμε επισημάνει, να έχετε επισημάνει, να έχουν(ε) επισημάνει
Μετοχή
έχοντας επισημάνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επισημάνει, είχες επισημάνει, είχε επισημάνει, είχαμε επισημάνει, είχατε επισημάνει, είχαν(ε) επισημάνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επισημαίνομαι, επισημαίνεσαι, επισημαίνεται, επισημαινόμαστε, επισημαίνεστε ή επισημαινόσαστε, επισημαίνονται
Υποτακτική
να επισημαίνομαι, να επισημαίνεσαι, να επισημαίνεται, να επισημαινόμαστε, να επισημαίνεστε ή να επισημαινόσαστε, να επισημαίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επισημαίνεστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
επισημαινόμουν, επισημαινόσουν, επισημαινόταν, επισημαινόμαστε, επισημαινόσαστε, επισημαίνονταν
(& επισημαινόμουνα, επισημαινόσουνα,
επισημαινότανε, επισημαινόμασταν, επισημαινόσασταν, επισημαινόντουσαν ή επισημαινόντανε)
Αόριστος
Οριστική
επισημάνθηκα, επισημάνθηκες, επισημάνθηκε, επισημανθήκαμε, επισημανθήκατε, επισημάνθηκαν ή επισημανθήκανε
Υποτακτική
να επισημανθώ, να επισημανθείς, να επισημανθεί, να επισημανθούμε, να επισημανθείτε, να επισημανθούν ή να επισημανθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επισημανθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισημαίνομαι, θα επισημαίνεσαι, θα επισημαίνεται, θα επισημαινόμαστε, θα επισημαίνεστε ή θα επισημαινόσαστε, θα επισημαίνονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισημανθώ, θα επισημανθείς, θα επισημανθεί, θα επισημανθούμε, θα επισημανθείτε, θα επισημανθούν ή θα επισημανθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επισημανθεί, θα έχεις επισημανθεί, θα έχει επισημανθεί, θα έχουμε επισημανθεί, θα έχετε επισημανθεί, θα έχουν(ε) επισημανθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επισημανθεί, έχεις επισημανθεί, έχει επισημανθεί, έχουμε επισημανθεί, έχετε επισημανθεί, έχουν(ε) επισημανθεί
Υποτακτική
να έχω επισημανθεί, να έχεις επισημανθεί, να έχει επισημανθεί, να έχουμε επισημανθεί, να έχετε επισημανθεί, να έχουν(ε) επισημανθεί
Μετοχή
επισημασμένος, επισημασμένη, επισημασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επισημανθεί, είχες επισημανθεί, είχε επισημανθεί, είχαμε επισημανθεί, είχατε επισημανθεί, είχαν(ε) επισημανθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επισημαίνω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επισημαίνω, επισημαίνεις, επισημαίνει, επισημαίνουμε, επισημαίνετε, επισημαίνουν (ή επισημαίνουνε)
να επισημαίνω, να επισημαίνεις, να επισημαίνει, να επισημαίνουμε, να επισημαίνετε, να επισημαίνουν (ή να επισημαίνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επισήμαινε – β΄ πληθυντικό: επισημαίνετε
Μετοχή
επισημαίνοντας
Παρατατικός
Οριστική
επισήμαινα, επισήμαινες, επισήμαινε, επισημαίναμε, επισημαίνατε, επισήμαιναν ή επισημαίνανε
Αόριστος
Οριστική
επισήμανα, επισήμανες, επισήμανε, επισημάναμε, επισημάνατε, επισήμαναν ή επισημάνανε
να επισημάνω, να επισημάνεις, να επισημάνει, να επισημάνουμε, να επισημάνετε, να επισημάνουν (ή να επισημάνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: επισήμανε – β΄ πληθυντικό: επισημάνετε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισημαίνω, θα επισημαίνεις, θα επισημαίνει, θα επισημαίνουμε, θα επισημαίνετε, θα επισημαίνουν (ή θα επισημαίνουνε)
Οριστική
θα επισημάνω, θα επισημάνεις, θα επισημάνει, θα επισημάνουμε, θα επισημάνετε, θα επισημάνουν (ή θα επισημάνουνε)
Οριστική
θα έχω επισημάνει, θα έχεις επισημάνει, θα έχει επισημάνει, θα έχουμε επισημάνει, θα έχετε επισημάνει, θα έχουν(ε) επισημάνει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επισημάνει, έχεις επισημάνει, έχει επισημάνει, έχουμε επισημάνει, έχετε επισημάνει, έχουν(ε) επισημάνει
να έχω επισημάνει, να έχεις επισημάνει, να έχει επισημάνει, να έχουμε επισημάνει, να έχετε επισημάνει, να έχουν(ε) επισημάνει
Μετοχή
έχοντας επισημάνει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επισημάνει, είχες επισημάνει, είχε επισημάνει, είχαμε επισημάνει, είχατε επισημάνει, είχαν(ε) επισημάνει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επισημαίνομαι, επισημαίνεσαι, επισημαίνεται, επισημαινόμαστε, επισημαίνεστε ή επισημαινόσαστε, επισημαίνονται
να επισημαίνομαι, να επισημαίνεσαι, να επισημαίνεται, να επισημαινόμαστε, να επισημαίνεστε ή να επισημαινόσαστε, να επισημαίνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επισημαίνεστε
Μετοχή
---
Οριστική
επισημαινόμουν, επισημαινόσουν, επισημαινόταν, επισημαινόμαστε, επισημαινόσαστε, επισημαίνονταν
Αόριστος
Οριστική
επισημάνθηκα, επισημάνθηκες, επισημάνθηκε, επισημανθήκαμε, επισημανθήκατε, επισημάνθηκαν ή επισημανθήκανε
να επισημανθώ, να επισημανθείς, να επισημανθεί, να επισημανθούμε, να επισημανθείτε, να επισημανθούν ή να επισημανθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επισημανθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επισημαίνομαι, θα επισημαίνεσαι, θα επισημαίνεται, θα επισημαινόμαστε, θα επισημαίνεστε ή θα επισημαινόσαστε, θα επισημαίνονται
Οριστική
θα επισημανθώ, θα επισημανθείς, θα επισημανθεί, θα επισημανθούμε, θα επισημανθείτε, θα επισημανθούν ή θα επισημανθούνε
Οριστική
θα έχω επισημανθεί, θα έχεις επισημανθεί, θα έχει επισημανθεί, θα έχουμε επισημανθεί, θα έχετε επισημανθεί, θα έχουν(ε) επισημανθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επισημανθεί, έχεις επισημανθεί, έχει επισημανθεί, έχουμε επισημανθεί, έχετε επισημανθεί, έχουν(ε) επισημανθεί
να έχω επισημανθεί, να έχεις επισημανθεί, να έχει επισημανθεί, να έχουμε επισημανθεί, να έχετε επισημανθεί, να έχουν(ε) επισημανθεί
Μετοχή
επισημασμένος, επισημασμένη, επισημασμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επισημανθεί, είχες επισημανθεί, είχε επισημανθεί, είχαμε επισημανθεί, είχατε επισημανθεί, είχαν(ε) επισημανθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου