CSA Images
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πειραματίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
πειραματίζομαι, πειραματίζεσαι, πειραματίζεται, πειραματιζόμαστε, πειραματίζεστε, πειραματίζονται
Υποτακτική
να πειραματίζομαι, να πειραματίζεσαι, να πειραματίζεται, να πειραματιζόμαστε, να πειραματίζεστε, να πειραματίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πειραματίζεστε
Μετοχή
πειραματιζόμενος, πειραματιζόμενη, πειραματιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
πειραματιζόμουν, πειραματιζόσουν, πειραματιζόταν, πειραματιζόμαστε, πειραματιζόσαστε, πειραματίζονταν
(& πειραματιζόμουνα, πειραματιζόσουνα,
πειραματιζότανε, πειραματιζόμασταν, πειραματιζόσασταν, πειραματιζόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
πειραματίστηκα, πειραματίστηκες, πειραματίστηκε, πειραματιστήκαμε, πειραματιστήκατε, πειραματίστηκαν ή πειραματιστήκανε
& πειραματίσθηκα, πειραματίσθηκες,
πειραματίσθηκε, πειραματισθήκαμε, πειραματισθήκατε, πειραματίσθηκαν ή
πειραματισθήκανε
Υποτακτική
να πειραματιστώ, να πειραματιστείς, να πειραματιστεί, να πειραματιστούμε, να πειραματιστείτε, να πειραματιστούν ή να πειραματιστούνε
& να πειραματισθώ, να πειραματισθείς, να πειραματισθεί, να πειραματισθούμε, να πειραματισθείτε, να πειραματισθούν ή να πειραματισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: πειραματίσου β΄ πληθυντικό: πειραματιστείτε / πειραματισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πειραματίζομαι, θα πειραματίζεσαι, θα πειραματίζεται, θα πειραματιζόμαστε, θα πειραματίζεστε, θα πειραματίζονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πειραματιστώ, θα πειραματιστείς, θα πειραματιστεί, θα πειραματιστούμε, θα πειραματιστείτε, θα πειραματιστούν ή θα πειραματιστούνε
& θα πειραματισθώ, θα
πειραματισθείς, θα πειραματισθεί, θα πειραματισθούμε, θα πειραματισθείτε, θα
πειραματισθούν ή θα πειραματισθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω πειραματιστεί, θα έχεις πειραματιστεί, θα έχει πειραματιστεί, θα έχουμε πειραματιστεί, θα έχετε πειραματιστεί, θα έχουν(ε) πειραματιστεί
& θα έχω πειραματισθεί, θα έχεις
πειραματισθεί, θα έχει πειραματισθεί, θα έχουμε πειραματισθεί, θα έχετε
πειραματισθεί, θα έχουν(ε) πειραματισθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πειραματιστεί, έχεις πειραματιστεί, έχει πειραματιστεί, έχουμε πειραματιστεί, έχετε πειραματιστεί, έχουν(ε) πειραματιστεί
& έχω πειραματισθεί, έχεις
πειραματισθεί, έχει πειραματισθεί, έχουμε πειραματισθεί, έχετε πειραματισθεί, έχουν(ε)
πειραματισθεί
Υποτακτική
να έχω πειραματιστεί, να έχεις πειραματιστεί, να έχει πειραματιστεί, να έχουμε πειραματιστεί, να έχετε πειραματιστεί, να έχουν(ε) πειραματιστεί
& να έχω πειραματισθεί, να έχεις πειραματισθεί, να έχει πειραματισθεί, να έχουμε πειραματισθεί, να έχετε πειραματισθεί, να έχουν(ε) πειραματισθεί
Μετοχή
πειραματισμένος, πειραματισμένη, πειραματισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πειραματιστεί, είχες πειραματιστεί, είχε πειραματιστεί, είχαμε πειραματιστεί, είχατε πειραματιστεί, είχαν(ε) πειραματιστεί
& είχα πειραματισθεί, είχες πειραματισθεί,
είχε πειραματισθεί, είχαμε πειραματισθεί, είχατε πειραματισθεί, είχαν(ε) πειραματισθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «πειραματίζομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
πειραματίζομαι, πειραματίζεσαι, πειραματίζεται, πειραματιζόμαστε, πειραματίζεστε, πειραματίζονται
να πειραματίζομαι, να πειραματίζεσαι, να πειραματίζεται, να πειραματιζόμαστε, να πειραματίζεστε, να πειραματίζονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: πειραματίζεστε
Μετοχή
πειραματιζόμενος, πειραματιζόμενη, πειραματιζόμενο
Παρατατικός
Οριστική
πειραματιζόμουν, πειραματιζόσουν, πειραματιζόταν, πειραματιζόμαστε, πειραματιζόσαστε, πειραματίζονταν
Αόριστος
Οριστική
πειραματίστηκα, πειραματίστηκες, πειραματίστηκε, πειραματιστήκαμε, πειραματιστήκατε, πειραματίστηκαν ή πειραματιστήκανε
Υποτακτική
να πειραματιστώ, να πειραματιστείς, να πειραματιστεί, να πειραματιστούμε, να πειραματιστείτε, να πειραματιστούν ή να πειραματιστούνε
& να πειραματισθώ, να πειραματισθείς, να πειραματισθεί, να πειραματισθούμε, να πειραματισθείτε, να πειραματισθούν ή να πειραματισθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: πειραματίσου β΄ πληθυντικό: πειραματιστείτε / πειραματισθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα πειραματίζομαι, θα πειραματίζεσαι, θα πειραματίζεται, θα πειραματιζόμαστε, θα πειραματίζεστε, θα πειραματίζονται
Οριστική
θα πειραματιστώ, θα πειραματιστείς, θα πειραματιστεί, θα πειραματιστούμε, θα πειραματιστείτε, θα πειραματιστούν ή θα πειραματιστούνε
Οριστική
θα έχω πειραματιστεί, θα έχεις πειραματιστεί, θα έχει πειραματιστεί, θα έχουμε πειραματιστεί, θα έχετε πειραματιστεί, θα έχουν(ε) πειραματιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω πειραματιστεί, έχεις πειραματιστεί, έχει πειραματιστεί, έχουμε πειραματιστεί, έχετε πειραματιστεί, έχουν(ε) πειραματιστεί
Υποτακτική
να έχω πειραματιστεί, να έχεις πειραματιστεί, να έχει πειραματιστεί, να έχουμε πειραματιστεί, να έχετε πειραματιστεί, να έχουν(ε) πειραματιστεί
& να έχω πειραματισθεί, να έχεις πειραματισθεί, να έχει πειραματισθεί, να έχουμε πειραματισθεί, να έχετε πειραματισθεί, να έχουν(ε) πειραματισθεί
Μετοχή
πειραματισμένος, πειραματισμένη, πειραματισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα πειραματιστεί, είχες πειραματιστεί, είχε πειραματιστεί, είχαμε πειραματιστεί, είχατε πειραματιστεί, είχαν(ε) πειραματιστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου