Studio Grafiikka
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπόσχομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
υπόσχομαι, υπόσχεσαι, υπόσχεται, υποσχόμαστε, υπόσχεστε, υπόσχονται
Υποτακτική
να υπόσχομαι, να υπόσχεσαι, να υπόσχεται, να υποσχόμαστε, να υπόσχεστε, να υπόσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπόσχεστε
Μετοχή
υποσχόμενος, υποσχόμενη, υποσχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υποσχόμουν, υποσχόσουν, υποσχόταν, υποσχόμαστε, υποσχόσαστε, υπόσχονταν
(& υποσχόμουνα, υποσχόσουνα, υποσχότανε,
υποσχόμασταν, υποσχόσασταν, υποσχόντουσαν ή υποσχόντανε)
Αόριστος
Οριστική
υποσχέθηκα, υποσχέθηκες, υποσχέθηκε, υποσχεθήκαμε, υποσχεθήκατε, υποσχέθηκαν ή υποσχεθήκανε
Υποτακτική
να υποσχεθώ, να υποσχεθείς, να υποσχεθεί, να υποσχεθούμε, να υποσχεθείτε, να υποσχεθούν ή να υποσχεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: υποσχέσου – β΄ πληθυντικό: υποσχεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπόσχομαι, θα υπόσχεσαι, θα υπόσχεται, θα υποσχόμαστε, θα υπόσχεστε, θα υπόσχονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποσχεθώ, θα υποσχεθείς, θα υποσχεθεί, θα υποσχεθούμε, θα υποσχεθείτε, θα υποσχεθούν ή θα υποσχεθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποσχεθεί, θα έχεις υποσχεθεί, θα έχει υποσχεθεί, θα έχουμε υποσχεθεί, θα έχετε υποσχεθεί, θα έχουν(ε) υποσχεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποσχεθεί, έχεις υποσχεθεί, έχει υποσχεθεί, έχουμε υποσχεθεί, έχετε υποσχεθεί, έχουν(ε) υποσχεθεί
Υποτακτική
να έχω υποσχεθεί, να έχεις υποσχεθεί, να έχει υποσχεθεί, να έχουμε υποσχεθεί, να έχετε υποσχεθεί, να έχουν(ε) υποσχεθεί
Μετοχή
υποσχεμένος, υποσχεμένη, υποσχεμένο & υπεσχημένος, υπεσχημένη, υπεσχημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποσχεθεί, είχες υποσχεθεί, είχε υποσχεθεί, είχαμε υποσχεθεί, είχατε υποσχεθεί, είχαν(ε) υποσχεθεί
Σημείωση: υπεσχημένος – υποσχεμένος. Ο τύπος υπεσχημένος
αποτελεί μετοχή μεσοπαθητικού παρακειμένου του αρχ. ὑπισχνοῦμαι «δίνω υπόσχεση» ενώ από το
μεταπλασμένο ρήμα υπόσχομαι (ήδη μεσαιωνικό) σχηματίστηκε επίσης αντίστοιχη
μετοχή υποσχεμένος. Η διαφορά μεταξύ των δύο μετοχών είναι κυρίως υφολογική∙ ο
τύπος υπεσχημένος χρησιμοποιείται σε επίσημο ύφος και σε στερεότυπες εκφράσεις (π.χ.
Η κυβέρνηση δεσμεύτηκε να τηρήσει τα υπεσχημένα), ενώ ο τύπος υποσχεμένος
χρησιμοποιείται στον καθημερινό λόγο και σε ανεπίσημο ύφος.
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό
των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υπόσχομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
υπόσχομαι, υπόσχεσαι, υπόσχεται, υποσχόμαστε, υπόσχεστε, υπόσχονται
να υπόσχομαι, να υπόσχεσαι, να υπόσχεται, να υποσχόμαστε, να υπόσχεστε, να υπόσχονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υπόσχεστε
Μετοχή
υποσχόμενος, υποσχόμενη, υποσχόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υποσχόμουν, υποσχόσουν, υποσχόταν, υποσχόμαστε, υποσχόσαστε, υπόσχονταν
Αόριστος
Οριστική
υποσχέθηκα, υποσχέθηκες, υποσχέθηκε, υποσχεθήκαμε, υποσχεθήκατε, υποσχέθηκαν ή υποσχεθήκανε
να υποσχεθώ, να υποσχεθείς, να υποσχεθεί, να υποσχεθούμε, να υποσχεθείτε, να υποσχεθούν ή να υποσχεθούνε
Προστακτική
β΄ ενικό: υποσχέσου – β΄ πληθυντικό: υποσχεθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υπόσχομαι, θα υπόσχεσαι, θα υπόσχεται, θα υποσχόμαστε, θα υπόσχεστε, θα υπόσχονται
Οριστική
θα υποσχεθώ, θα υποσχεθείς, θα υποσχεθεί, θα υποσχεθούμε, θα υποσχεθείτε, θα υποσχεθούν ή θα υποσχεθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποσχεθεί, θα έχεις υποσχεθεί, θα έχει υποσχεθεί, θα έχουμε υποσχεθεί, θα έχετε υποσχεθεί, θα έχουν(ε) υποσχεθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποσχεθεί, έχεις υποσχεθεί, έχει υποσχεθεί, έχουμε υποσχεθεί, έχετε υποσχεθεί, έχουν(ε) υποσχεθεί
να έχω υποσχεθεί, να έχεις υποσχεθεί, να έχει υποσχεθεί, να έχουμε υποσχεθεί, να έχετε υποσχεθεί, να έχουν(ε) υποσχεθεί
Μετοχή
υποσχεμένος, υποσχεμένη, υποσχεμένο & υπεσχημένος, υπεσχημένη, υπεσχημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποσχεθεί, είχες υποσχεθεί, είχε υποσχεθεί, είχαμε υποσχεθεί, είχατε υποσχεθεί, είχαν(ε) υποσχεθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου