Artur Bogacki
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανοικοδομώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανοικοδομώ, ανοικοδομείς, ανοικοδομεί, ανοικοδομούμε, ανοικοδομείτε, ανοικοδομούν (ή ανοικοδομούνε)
Υποτακτική
να ανοικοδομώ, να ανοικοδομείς, να ανοικοδομεί, να ανοικοδομούμε, να ανοικοδομείτε, να ανοικοδομούν (ή να ανοικοδομούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανοικοδομείτε
Μετοχή
ανοικοδομώντας
Παρατατικός
Οριστική
ανοικοδομούσα, ανοικοδομούσες, ανοικοδομούσε, ανοικοδομούσαμε, ανοικοδομούσατε, ανοικοδομούσαν (ή ανοικοδομούσανε)
Αόριστος
Οριστική
ανοικοδόμησα, ανοικοδόμησες, ανοικοδόμησε, ανοικοδομήσαμε, ανοικοδομήσατε, ανοικοδόμησαν ή ανοικοδομήσανε
Υποτακτική
να ανοικοδομήσω, να ανοικοδομήσεις, να ανοικοδομήσει, να ανοικοδομήσουμε, να ανοικοδομήσετε, να ανοικοδομήσουν (ή να ανοικοδομήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανοικοδόμησε β΄ πληθυντικό: ανοικοδομήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανοικοδομώ, θα ανοικοδομείς, θα ανοικοδομεί, θα ανοικοδομούμε, θα ανοικοδομείτε, θα ανοικοδομούν (ή θα ανοικοδομούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανοικοδομήσω, θα ανοικοδομήσεις, θα ανοικοδομήσει, θα ανοικοδομήσουμε, θα ανοικοδομήσετε, θα ανοικοδομήσουν (ή θα ανοικοδομήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανοικοδομήσει, θα έχεις ανοικοδομήσει, θα έχει ανοικοδομήσει, θα έχουμε ανοικοδομήσει, θα έχετε ανοικοδομήσει, θα έχουν(ε) ανοικοδομήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανοικοδομήσει, έχεις ανοικοδομήσει, έχει ανοικοδομήσει, έχουμε ανοικοδομήσει, έχετε ανοικοδομήσει, έχουν(ε) ανοικοδομήσει
Υποτακτική
να έχω ανοικοδομήσει, να έχεις ανοικοδομήσει, να έχει ανοικοδομήσει, να έχουμε ανοικοδομήσει, να έχετε ανοικοδομήσει, να έχουν(ε) ανοικοδομήσει
Μετοχή
έχοντας ανοικοδομήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανοικοδομήσει, είχες ανοικοδομήσει, είχε ανοικοδομήσει, είχαμε ανοικοδομήσει, είχατε ανοικοδομήσει, είχαν(ε) ανοικοδομήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανοικοδομούμαι, ανοικοδομείσαι, ανοικοδομείται, ανοικοδομούμαστε, ανοικοδομείστε, ανοικοδομούνται
Υποτακτική
να ανοικοδομούμαι, να ανοικοδομείσαι, να ανοικοδομείται, να ανοικοδομούμαστε, να ανοικοδομείστε, να ανοικοδομούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανοικοδομείστε
Μετοχή
ανοικοδομούμενος, ανοικοδομούμενη, ανοικοδομούμενο
Παρατατικός
Οριστική
ανοικοδομούμουν, ανοικοδομούσουν, ανοικοδομούταν, ανοικοδομούμασταν ή ανοικοδομούμαστε, ανοικοδομούσαστε, ανοικοδομούνταν
Αόριστος
Οριστική
ανοικοδομήθηκα, ανοικοδομήθηκες, ανοικοδομήθηκε, ανοικοδομηθήκαμε, ανοικοδομηθήκατε, ανοικοδομήθηκαν ή ανοικοδομηθήκανε
Υποτακτική
να ανοικοδομηθώ, να ανοικοδομηθείς, να ανοικοδομηθεί, να ανοικοδομηθούμε, να ανοικοδομηθείτε, να ανοικοδομηθούν ή να ανοικοδομηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ανοικοδομήσου – β΄ πληθυντικό: ανοικοδομηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανοικοδομούμαι, θα ανοικοδομείσαι, θα ανοικοδομείται, θα ανοικοδομούμαστε, θα ανοικοδομείστε, θα ανοικοδομούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανοικοδομηθώ, θα ανοικοδομηθείς, θα ανοικοδομηθεί, θα ανοικοδομηθούμε, θα ανοικοδομηθείτε, θα ανοικοδομηθούν ή θα ανοικοδομηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ανοικοδομηθεί, θα έχεις ανοικοδομηθεί, θα έχει ανοικοδομηθεί, θα έχουμε ανοικοδομηθεί, θα έχετε ανοικοδομηθεί, θα έχουν(ε) ανοικοδομηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανοικοδομηθεί, έχεις ανοικοδομηθεί, έχει ανοικοδομηθεί, έχουμε ανοικοδομηθεί, έχετε ανοικοδομηθεί, έχουν(ε) ανοικοδομηθεί
Υποτακτική
να έχω ανοικοδομηθεί, να έχεις ανοικοδομηθεί, να έχει ανοικοδομηθεί, να έχουμε ανοικοδομηθεί, να έχετε ανοικοδομηθεί, να έχουν(ε) ανοικοδομηθεί
Μετοχή
ανοικοδομημένος, ανοικοδομημένη, ανοικοδομημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανοικοδομηθεί, είχες ανοικοδομηθεί, είχε ανοικοδομηθεί, είχαμε ανοικοδομηθεί, είχατε ανοικοδομηθεί, είχαν(ε) ανοικοδομηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ανοικοδομώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανοικοδομώ, ανοικοδομείς, ανοικοδομεί, ανοικοδομούμε, ανοικοδομείτε, ανοικοδομούν (ή ανοικοδομούνε)
να ανοικοδομώ, να ανοικοδομείς, να ανοικοδομεί, να ανοικοδομούμε, να ανοικοδομείτε, να ανοικοδομούν (ή να ανοικοδομούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανοικοδομείτε
Μετοχή
ανοικοδομώντας
Παρατατικός
Οριστική
ανοικοδομούσα, ανοικοδομούσες, ανοικοδομούσε, ανοικοδομούσαμε, ανοικοδομούσατε, ανοικοδομούσαν (ή ανοικοδομούσανε)
Αόριστος
Οριστική
ανοικοδόμησα, ανοικοδόμησες, ανοικοδόμησε, ανοικοδομήσαμε, ανοικοδομήσατε, ανοικοδόμησαν ή ανοικοδομήσανε
να ανοικοδομήσω, να ανοικοδομήσεις, να ανοικοδομήσει, να ανοικοδομήσουμε, να ανοικοδομήσετε, να ανοικοδομήσουν (ή να ανοικοδομήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ανοικοδόμησε β΄ πληθυντικό: ανοικοδομήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανοικοδομώ, θα ανοικοδομείς, θα ανοικοδομεί, θα ανοικοδομούμε, θα ανοικοδομείτε, θα ανοικοδομούν (ή θα ανοικοδομούνε)
Οριστική
θα ανοικοδομήσω, θα ανοικοδομήσεις, θα ανοικοδομήσει, θα ανοικοδομήσουμε, θα ανοικοδομήσετε, θα ανοικοδομήσουν (ή θα ανοικοδομήσουνε)
Οριστική
θα έχω ανοικοδομήσει, θα έχεις ανοικοδομήσει, θα έχει ανοικοδομήσει, θα έχουμε ανοικοδομήσει, θα έχετε ανοικοδομήσει, θα έχουν(ε) ανοικοδομήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανοικοδομήσει, έχεις ανοικοδομήσει, έχει ανοικοδομήσει, έχουμε ανοικοδομήσει, έχετε ανοικοδομήσει, έχουν(ε) ανοικοδομήσει
να έχω ανοικοδομήσει, να έχεις ανοικοδομήσει, να έχει ανοικοδομήσει, να έχουμε ανοικοδομήσει, να έχετε ανοικοδομήσει, να έχουν(ε) ανοικοδομήσει
Μετοχή
έχοντας ανοικοδομήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανοικοδομήσει, είχες ανοικοδομήσει, είχε ανοικοδομήσει, είχαμε ανοικοδομήσει, είχατε ανοικοδομήσει, είχαν(ε) ανοικοδομήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
ανοικοδομούμαι, ανοικοδομείσαι, ανοικοδομείται, ανοικοδομούμαστε, ανοικοδομείστε, ανοικοδομούνται
να ανοικοδομούμαι, να ανοικοδομείσαι, να ανοικοδομείται, να ανοικοδομούμαστε, να ανοικοδομείστε, να ανοικοδομούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ανοικοδομείστε
Μετοχή
ανοικοδομούμενος, ανοικοδομούμενη, ανοικοδομούμενο
Παρατατικός
Οριστική
ανοικοδομούμουν, ανοικοδομούσουν, ανοικοδομούταν, ανοικοδομούμασταν ή ανοικοδομούμαστε, ανοικοδομούσαστε, ανοικοδομούνταν
Αόριστος
Οριστική
ανοικοδομήθηκα, ανοικοδομήθηκες, ανοικοδομήθηκε, ανοικοδομηθήκαμε, ανοικοδομηθήκατε, ανοικοδομήθηκαν ή ανοικοδομηθήκανε
να ανοικοδομηθώ, να ανοικοδομηθείς, να ανοικοδομηθεί, να ανοικοδομηθούμε, να ανοικοδομηθείτε, να ανοικοδομηθούν ή να ανοικοδομηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: ανοικοδομήσου – β΄ πληθυντικό: ανοικοδομηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ανοικοδομούμαι, θα ανοικοδομείσαι, θα ανοικοδομείται, θα ανοικοδομούμαστε, θα ανοικοδομείστε, θα ανοικοδομούνται
Οριστική
θα ανοικοδομηθώ, θα ανοικοδομηθείς, θα ανοικοδομηθεί, θα ανοικοδομηθούμε, θα ανοικοδομηθείτε, θα ανοικοδομηθούν ή θα ανοικοδομηθούνε
Οριστική
θα έχω ανοικοδομηθεί, θα έχεις ανοικοδομηθεί, θα έχει ανοικοδομηθεί, θα έχουμε ανοικοδομηθεί, θα έχετε ανοικοδομηθεί, θα έχουν(ε) ανοικοδομηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ανοικοδομηθεί, έχεις ανοικοδομηθεί, έχει ανοικοδομηθεί, έχουμε ανοικοδομηθεί, έχετε ανοικοδομηθεί, έχουν(ε) ανοικοδομηθεί
να έχω ανοικοδομηθεί, να έχεις ανοικοδομηθεί, να έχει ανοικοδομηθεί, να έχουμε ανοικοδομηθεί, να έχετε ανοικοδομηθεί, να έχουν(ε) ανοικοδομηθεί
Μετοχή
ανοικοδομημένος, ανοικοδομημένη, ανοικοδομημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ανοικοδομηθεί, είχες ανοικοδομηθεί, είχε ανοικοδομηθεί, είχαμε ανοικοδομηθεί, είχατε ανοικοδομηθεί, είχαν(ε) ανοικοδομηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου