Tom Mc Nemar
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναρωτιέμαι»
Ενεστώτας
Οριστική
αναρωτιέμαι, αναρωτιέσαι, αναρωτιέται, αναρωτιόμαστε, αναρωτιέστε, αναρωτιούνται
Υποτακτική
να αναρωτιέμαι, να αναρωτιέσαι, να αναρωτιέται, να αναρωτιόμαστε, να αναρωτιέστε, να αναρωτιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναρωτιέστε
Παρατατικός
Οριστική
αναρωτιόμουν, αναρωτιόσουν, αναρωτιόταν, αναρωτιόμαστε, αναρωτιόσαστε, αναρωτιόνταν ή αναρωτιούνταν
& αναρωτιόμουνα, αναρωτιόσουνα, αναρωτιότανε,
αναρωτιόμασταν, αναρωτιόσασταν, αναρωτιόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
αναρωτήθηκα, αναρωτήθηκες, αναρωτήθηκε, αναρωτηθήκαμε, αναρωτηθήκατε, αναρωτήθηκαν (ή αναρωτηθήκανε)
Υποτακτική
να αναρωτηθώ, να αναρωτηθείς, να αναρωτηθεί, να αναρωτηθούμε, να αναρωτηθείτε, να αναρωτηθούν (ή να αναρωτηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναρωτήσου β΄ πληθυντικό: αναρωτηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναρωτιέμαι, θα αναρωτιέσαι, θα αναρωτιέται, θα αναρωτιόμαστε, θα αναρωτιέστε, θα αναρωτιούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναρωτηθώ, θα αναρωτηθείς, θα αναρωτηθεί, θα αναρωτηθούμε, θα αναρωτηθείτε, θα αναρωτηθούν (ή θα αναρωτηθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αναρωτηθεί, θα έχεις αναρωτηθεί, θα έχει αναρωτηθεί, θα έχουμε αναρωτηθεί, θα έχετε αναρωτηθεί, θα έχουν(ε) αναρωτηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναρωτηθεί, έχεις αναρωτηθεί, έχει αναρωτηθεί, έχουμε αναρωτηθεί, έχετε αναρωτηθεί, έχουν(ε) αναρωτηθεί
Υποτακτική
να έχω αναρωτηθεί, να έχεις αναρωτηθεί, να έχει αναρωτηθεί, να έχουμε αναρωτηθεί, να έχετε αναρωτηθεί, να έχουν(ε) αναρωτηθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αναρωτηθεί, είχες αναρωτηθεί, είχε αναρωτηθεί, είχαμε αναρωτηθεί, είχατε αναρωτηθεί, είχαν(ε) αναρωτηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αναρωτιέμαι»
Οριστική
αναρωτιέμαι, αναρωτιέσαι, αναρωτιέται, αναρωτιόμαστε, αναρωτιέστε, αναρωτιούνται
να αναρωτιέμαι, να αναρωτιέσαι, να αναρωτιέται, να αναρωτιόμαστε, να αναρωτιέστε, να αναρωτιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αναρωτιέστε
Οριστική
αναρωτιόμουν, αναρωτιόσουν, αναρωτιόταν, αναρωτιόμαστε, αναρωτιόσαστε, αναρωτιόνταν ή αναρωτιούνταν
Αόριστος
Οριστική
αναρωτήθηκα, αναρωτήθηκες, αναρωτήθηκε, αναρωτηθήκαμε, αναρωτηθήκατε, αναρωτήθηκαν (ή αναρωτηθήκανε)
να αναρωτηθώ, να αναρωτηθείς, να αναρωτηθεί, να αναρωτηθούμε, να αναρωτηθείτε, να αναρωτηθούν (ή να αναρωτηθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: αναρωτήσου β΄ πληθυντικό: αναρωτηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αναρωτιέμαι, θα αναρωτιέσαι, θα αναρωτιέται, θα αναρωτιόμαστε, θα αναρωτιέστε, θα αναρωτιούνται
Οριστική
θα αναρωτηθώ, θα αναρωτηθείς, θα αναρωτηθεί, θα αναρωτηθούμε, θα αναρωτηθείτε, θα αναρωτηθούν (ή θα αναρωτηθούνε)
Οριστική
θα έχω αναρωτηθεί, θα έχεις αναρωτηθεί, θα έχει αναρωτηθεί, θα έχουμε αναρωτηθεί, θα έχετε αναρωτηθεί, θα έχουν(ε) αναρωτηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αναρωτηθεί, έχεις αναρωτηθεί, έχει αναρωτηθεί, έχουμε αναρωτηθεί, έχετε αναρωτηθεί, έχουν(ε) αναρωτηθεί
να έχω αναρωτηθεί, να έχεις αναρωτηθεί, να έχει αναρωτηθεί, να έχουμε αναρωτηθεί, να έχετε αναρωτηθεί, να έχουν(ε) αναρωτηθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα αναρωτηθεί, είχες αναρωτηθεί, είχε αναρωτηθεί, είχαμε αναρωτηθεί, είχατε αναρωτηθεί, είχαν(ε) αναρωτηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου