Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βεβαιώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βεβαιώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Variance Collections
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «βεβαιώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βεβαιώνω, βεβαιώνεις, βεβαιώνει, βεβαιώνουμε, βεβαιώνετε, βεβαιώνουν (ή βεβαιώνουνε)
Υποτακτική
να βεβαιώνω, να βεβαιώνεις, να βεβαιώνει, να βεβαιώνουμε, να βεβαιώνετε, να βεβαιώνουν (ή να βεβαιώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βεβαίωνε – β΄ πληθυντικό: βεβαιώνετε
Μετοχή
βεβαιώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
βεβαίωνα, βεβαίωνες, βεβαίωνε, βεβαιώναμε, βεβαιώνατε, βεβαίωναν ή βεβαιώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
βεβαίωσα, βεβαίωσες, βεβαίωσε, βεβαιώσαμε, βεβαιώσατε, βεβαίωσαν ή βεβαιώσανε
Υποτακτική
να βεβαιώσω, να βεβαιώσεις, να βεβαιώσει, να βεβαιώσουμε, να βεβαιώσετε, να βεβαιώσουν (ή να βεβαιώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: βεβαίωσε – β΄ πληθυντικό: βεβαιώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βεβαιώνω, θα βεβαιώνεις, θα βεβαιώνει, θα βεβαιώνουμε, θα βεβαιώνετε, θα βεβαιώνουν (ή θα βεβαιώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βεβαιώσω, θα βεβαιώσεις, θα βεβαιώσει, θα βεβαιώσουμε, θα βεβαιώσετε, θα βεβαιώσουν (ή θα βεβαιώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βεβαιώσει, θα έχεις βεβαιώσει, θα έχει βεβαιώσει, θα έχουμε βεβαιώσει, θα έχετε βεβαιώσει, θα έχουν(ε) βεβαιώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βεβαιώσει, έχεις βεβαιώσει, έχει βεβαιώσει, έχουμε βεβαιώσει, έχετε βεβαιώσει, έχουν(ε) βεβαιώσει
Υποτακτική
να έχω βεβαιώσει, να έχεις βεβαιώσει, να έχει βεβαιώσει, να έχουμε βεβαιώσει, να έχετε βεβαιώσει, να έχουν(ε) βεβαιώσει
Μετοχή
έχοντας βεβαιώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βεβαιώσει, είχες βεβαιώσει, είχε βεβαιώσει, είχαμε βεβαιώσει, είχατε βεβαιώσει, είχαν(ε) βεβαιώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
βεβαιώνομαι, βεβαιώνεσαι, βεβαιώνεται, βεβαιωνόμαστε, βεβαιώνεστε, βεβαιώνονται
Υποτακτική
να βεβαιώνομαι, να βεβαιώνεσαι, να βεβαιώνεται, να βεβαιωνόμαστε, να βεβαιώνεστε, να βεβαιώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: βεβαιώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
βεβαιωνόμουν, βεβαιωνόσουν, βεβαιωνόταν, βεβαιωνόμαστε, βεβαιωνόσαστε, βεβαιώνονταν
(& βεβαιωνόμουνα, βεβαιωνόσουνα, βεβαιωνότανε, βεβαιωνόμασταν, βεβαιωνόσασταν, βεβαιωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
βεβαιώθηκα, βεβαιώθηκες, βεβαιώθηκε, βεβαιωθήκαμε, βεβαιωθήκατε, βεβαιώθηκαν (ή βεβαιωθήκανε)
Υποτακτική
να βεβαιωθώ, να βεβαιωθείς, να βεβαιωθεί, να βεβαιωθούμε, να βεβαιωθείτε, να βεβαιωθούν (ή να βεβαιωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: βεβαιώσου - β΄ πληθυντικό: βεβαιωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βεβαιώνομαι, θα βεβαιώνεσαι, θα βεβαιώνεται, θα βεβαιωνόμαστε, θα βεβαιώνεστε, θα βεβαιώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα βεβαιωθώ, θα βεβαιωθείς, θα βεβαιωθεί, θα βεβαιωθούμε, θα βεβαιωθείτε, θα βεβαιωθούν (ή θα βεβαιωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω βεβαιωθεί, θα έχεις βεβαιωθεί, θα έχει βεβαιωθεί, θα έχουμε βεβαιωθεί, θα έχετε βεβαιωθεί, θα έχουν(ε) βεβαιωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω βεβαιωθεί, έχεις βεβαιωθεί, έχει βεβαιωθεί, έχουμε βεβαιωθεί, έχετε βεβαιωθεί, έχουν(ε) βεβαιωθεί
Υποτακτική
να έχω βεβαιωθεί, να έχεις βεβαιωθεί, να έχει βεβαιωθεί, να έχουμε βεβαιωθεί, να έχετε βεβαιωθεί, να έχουν(ε) βεβαιωθεί
Μετοχή
βεβαιωμένος, βεβαιωμένη, βεβαιωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα βεβαιωθεί, είχες βεβαιωθεί, είχε βεβαιωθεί, είχαμε βεβαιωθεί, είχατε βεβαιωθεί, είχαν(ε) βεβαιωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...