Elizabeth Medley
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αντιλαμβάνομαι»
Οριστική
αντιλαμβάνομαι, αντιλαμβάνεσαι, αντιλαμβάνεται, αντιλαμβανόμαστε, αντιλαμβάνεστε, αντιλαμβάνονται
να αντιλαμβάνομαι, να αντιλαμβάνεσαι, να αντιλαμβάνεται, να αντιλαμβανόμαστε, να αντιλαμβάνεστε, να αντιλαμβάνονται
Μετοχή
αντιλαμβανόμενος, αντιλαμβανόμενη, αντιλαμβανόμενο
Παρατατικός
Οριστική
αντιλαμβανόμουν, αντιλαμβανόσουν, αντιλαμβανόταν, αντιλαμβανόμαστε, αντιλαμβανόσαστε, αντιλαμβάνονταν
Αόριστος
Οριστική
αντιλήφθηκα, αντιλήφθηκες, αντιλήφθηκε, αντιληφθήκαμε, αντιληφθήκατε, αντιλήφθηκαν
να αντιληφθώ, να αντιληφθείς, να αντιληφθεί, να αντιληφθούμε, να αντιληφθείτε, να αντιληφθούν ή να αντιληφθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αντιληφθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αντιλαμβάνομαι, θα αντιλαμβάνεσαι, θα αντιλαμβάνεται, θα αντιλαμβανόμαστε, θα αντιλαμβάνεστε, θα αντιλαμβάνονται
Οριστική
θα αντιληφθώ, θα αντιληφθείς, θα αντιληφθεί, θα αντιληφθούμε, θα αντιληφθείτε, θα αντιληφθούν ή θα αντιληφθούνε
Οριστική
θα έχω αντιληφθεί, θα έχεις αντιληφθεί, θα έχει αντιληφθεί, θα έχουμε αντιληφθεί, θα έχετε αντιληφθεί, θα έχουν(ε) αντιληφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αντιληφθεί, έχεις αντιληφθεί, έχει αντιληφθεί, έχουμε αντιληφθεί, έχετε αντιληφθεί, έχουν(ε) αντιληφθεί
να έχω αντιληφθεί, να έχεις αντιληφθεί, να έχει αντιληφθεί, να έχουμε αντιληφθεί, να έχετε αντιληφθεί, να έχουν(ε) αντιληφθεί
Μετοχή
ανειλημμένος, ανειλημμένη, ανειλημμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αντιληφθεί, είχες αντιληφθεί, είχε αντιληφθεί, είχαμε αντιληφθεί, είχατε αντιληφθεί, είχαν(ε) αντιληφθεί
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου