Erick Castellon
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κυλάω - κυλώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυλώ, κυλάς, κυλά, κυλούμε, κυλάτε, κυλούν ή κυλούνε
&
κυλάω, κυλάς, κυλάει, κυλάμε, κυλάτε, κυλάνε
Υποτακτική
να κυλώ, να κυλάς, να κυλά, να κυλούμε, να κυλάτε, να κυλούν ή να κυλούνε
& να κυλάω, να κυλάς, να κυλάει, να κυλάμε, να κυλάτε, να κυλάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: κύλα – β΄ πληθυντικό: κυλάτε
Μετοχή
κυλώντας
Παρατατικός
Οριστική
κυλούσα, κυλούσες, κυλούσε, κυλούσαμε, κυλούσατε, κυλούσαν (ή κυλούσανε)
& κύλαγα, κύλαγες, κύλαγε, κυλάγαμε, κυλάγατε,
κύλαγαν (ή κυλάγανε)
Αόριστος
Οριστική
κύλησα, κύλησες, κύλησε, κυλήσαμε, κυλήσατε, κύλησαν (ή κυλήσανε)
Υποτακτική
να κυλήσω, να κυλήσεις, να κυλήσει, να κυλήσουμε, να κυλήσετε, να κυλήσουν (ή να κυλήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κύλησε – β΄ πληθυντικό: κυλήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλώ, θα κυλάς, θα κυλά, θα κυλούμε, θα κυλάτε, θα κυλούν ή θα κυλούνε
& θα κυλάω, θα κυλάς, θα κυλάει, θα
κυλάμε, θα κυλάτε, θα κυλάνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλήσω, θα κυλήσεις, θα κυλήσει, θα κυλήσουμε, θα κυλήσετε, θα κυλήσουν (ή θα κυλήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κυλήσει, θα έχεις κυλήσει, θα έχει κυλήσει, θα έχουμε κυλήσει, θα έχετε κυλήσει, θα έχουν(ε) κυλήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυλήσει, έχεις κυλήσει, έχει κυλήσει, έχουμε κυλήσει, έχετε κυλήσει, έχουν(ε) κυλήσει
Υποτακτική
να έχω κυλήσει, να έχεις κυλήσει, να έχει κυλήσει, να έχουμε κυλήσει, να έχετε κυλήσει, να έχουν(ε) κυλήσει
Μετοχή
έχοντας κυλήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυλήσει, είχες κυλήσει, είχε κυλήσει, είχαμε κυλήσει, είχατε κυλήσει, είχαν/είχανε κυλήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυλιέμαι, κυλιέσαι, κυλιέται, κυλιόμαστε, κυλιέστε, κυλιούνται
Υποτακτική
να κυλιέμαι, να κυλιέσαι, να κυλιέται, να κυλιόμαστε, να κυλιέστε, να κυλιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κυλιέστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
κυλιόμουν, κυλιόσουν, κυλιόταν, κυλιόμαστε, κυλιόσαστε, κυλιόνταν ή κυλιούνταν
& κυλιόμουνα, κυλιόσουνα, κυλιότανε,
κυλιόμασταν, κυλιόσασταν, κυλιόντουσαν
Αόριστος
Οριστική
κυλίστηκα, κυλίστηκες, κυλίστηκε, κυλιστήκαμε, κυλιστήκατε, κυλίστηκαν (ή κυλιστήκανε)
Υποτακτική
να κυλιστώ, να κυλιστείς, να κυλιστεί, να κυλιστούμε, να κυλιστείτε, να κυλιστούν (ή να κυλιστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κυλίσου β΄ πληθυντικό: κυλιστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλιέμαι, θα κυλιέσαι, θα κυλιέται, θα κυλιόμαστε, θα κυλιέστε, θα κυλιούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλιστώ, θα κυλιστείς, θα κυλιστεί, θα κυλιστούμε, θα κυλιστείτε, θα κυλιστούν (ή θα κυλιστούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κυλιστεί, θα έχεις κυλιστεί, θα έχει κυλιστεί, θα έχουμε κυλιστεί, θα έχετε κυλιστεί, θα έχουν(ε) κυλιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυλιστεί, έχεις κυλιστεί, έχει κυλιστεί, έχουμε κυλιστεί, έχετε κυλιστεί, έχουν(ε) κυλιστεί
Υποτακτική
να έχω κυλιστεί, να έχεις κυλιστεί, να έχει κυλιστεί, να έχουμε κυλιστεί, να έχετε κυλιστεί, να έχουν(ε) κυλιστεί
Μετοχή
κυλισμένος, κυλισμένη, κυλισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυλιστεί, είχες κυλιστεί, είχε κυλιστεί, είχαμε κυλιστεί, είχατε κυλιστεί, είχαν(ε) κυλιστεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κυλάω - κυλώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυλώ, κυλάς, κυλά, κυλούμε, κυλάτε, κυλούν ή κυλούνε
Υποτακτική
να κυλώ, να κυλάς, να κυλά, να κυλούμε, να κυλάτε, να κυλούν ή να κυλούνε
& να κυλάω, να κυλάς, να κυλάει, να κυλάμε, να κυλάτε, να κυλάνε
Προστακτική
β΄ ενικό: κύλα – β΄ πληθυντικό: κυλάτε
Μετοχή
κυλώντας
Παρατατικός
Οριστική
κυλούσα, κυλούσες, κυλούσε, κυλούσαμε, κυλούσατε, κυλούσαν (ή κυλούσανε)
Αόριστος
Οριστική
κύλησα, κύλησες, κύλησε, κυλήσαμε, κυλήσατε, κύλησαν (ή κυλήσανε)
να κυλήσω, να κυλήσεις, να κυλήσει, να κυλήσουμε, να κυλήσετε, να κυλήσουν (ή να κυλήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κύλησε – β΄ πληθυντικό: κυλήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλώ, θα κυλάς, θα κυλά, θα κυλούμε, θα κυλάτε, θα κυλούν ή θα κυλούνε
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλήσω, θα κυλήσεις, θα κυλήσει, θα κυλήσουμε, θα κυλήσετε, θα κυλήσουν (ή θα κυλήσουνε)
Οριστική
θα έχω κυλήσει, θα έχεις κυλήσει, θα έχει κυλήσει, θα έχουμε κυλήσει, θα έχετε κυλήσει, θα έχουν(ε) κυλήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυλήσει, έχεις κυλήσει, έχει κυλήσει, έχουμε κυλήσει, έχετε κυλήσει, έχουν(ε) κυλήσει
να έχω κυλήσει, να έχεις κυλήσει, να έχει κυλήσει, να έχουμε κυλήσει, να έχετε κυλήσει, να έχουν(ε) κυλήσει
Μετοχή
έχοντας κυλήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυλήσει, είχες κυλήσει, είχε κυλήσει, είχαμε κυλήσει, είχατε κυλήσει, είχαν/είχανε κυλήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κυλιέμαι, κυλιέσαι, κυλιέται, κυλιόμαστε, κυλιέστε, κυλιούνται
να κυλιέμαι, να κυλιέσαι, να κυλιέται, να κυλιόμαστε, να κυλιέστε, να κυλιούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κυλιέστε
Μετοχή
---
Παρατατικός
Οριστική
κυλιόμουν, κυλιόσουν, κυλιόταν, κυλιόμαστε, κυλιόσαστε, κυλιόνταν ή κυλιούνταν
Αόριστος
Οριστική
κυλίστηκα, κυλίστηκες, κυλίστηκε, κυλιστήκαμε, κυλιστήκατε, κυλίστηκαν (ή κυλιστήκανε)
να κυλιστώ, να κυλιστείς, να κυλιστεί, να κυλιστούμε, να κυλιστείτε, να κυλιστούν (ή να κυλιστούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: κυλίσου β΄ πληθυντικό: κυλιστείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κυλιέμαι, θα κυλιέσαι, θα κυλιέται, θα κυλιόμαστε, θα κυλιέστε, θα κυλιούνται
Οριστική
θα κυλιστώ, θα κυλιστείς, θα κυλιστεί, θα κυλιστούμε, θα κυλιστείτε, θα κυλιστούν (ή θα κυλιστούνε)
Οριστική
θα έχω κυλιστεί, θα έχεις κυλιστεί, θα έχει κυλιστεί, θα έχουμε κυλιστεί, θα έχετε κυλιστεί, θα έχουν(ε) κυλιστεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κυλιστεί, έχεις κυλιστεί, έχει κυλιστεί, έχουμε κυλιστεί, έχετε κυλιστεί, έχουν(ε) κυλιστεί
να έχω κυλιστεί, να έχεις κυλιστεί, να έχει κυλιστεί, να έχουμε κυλιστεί, να έχετε κυλιστεί, να έχουν(ε) κυλιστεί
Μετοχή
κυλισμένος, κυλισμένη, κυλισμένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κυλιστεί, είχες κυλιστεί, είχε κυλιστεί, είχαμε κυλιστεί, είχατε κυλιστεί, είχαν(ε) κυλιστεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου