Toms Tee Store
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αδικώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αδικώ, αδικείς, αδικεί, αδικούμε, αδικείτε, αδικούν (ή αδικούνε)
Υποτακτική
να αδικώ, να αδικείς, να αδικεί, να αδικούμε, να αδικείτε, να αδικούν (ή να αδικούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αδικείτε
Μετοχή
αδικώντας
Παρατατικός
Οριστική
αδικούσα, αδικούσες, αδικούσε, αδικούσαμε, αδικούσατε, αδικούσαν (ή αδικούσανε)
Αόριστος
Οριστική
αδίκησα, αδίκησες, αδίκησε, αδικήσαμε, αδικήσατε, αδίκησαν
Υποτακτική
να αδικήσω, να αδικήσεις, να αδικήσει, να αδικήσουμε, να αδικήσετε, να αδικήσουν (ή να αδικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αδίκησε – β΄ πληθυντικό: αδικήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικώ, θα αδικείς, θα αδικεί, θα αδικούμε, θα αδικείτε, θα αδικούν (ή θα αδικούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικήσω, θα αδικήσεις, θα αδικήσει, θα αδικήσουμε, θα αδικήσετε, θα αδικήσουν (ή θα αδικήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αδικήσει, θα έχεις αδικήσει, θα έχει αδικήσει, θα έχουμε αδικήσει, θα έχετε αδικήσει, θα έχουν(ε) αδικήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αδικήσει, έχεις αδικήσει, έχει αδικήσει, έχουμε αδικήσει, έχετε αδικήσει, έχουν(ε) αδικήσει
Υποτακτική
να έχω αδικήσει, να έχεις αδικήσει, να έχει αδικήσει, να έχουμε αδικήσει, να έχετε αδικήσει, να έχουν(ε) αδικήσει
Μετοχή
έχοντας αδικήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αδικήσει, είχες αδικήσει, είχε αδικήσει, είχαμε αδικήσει, είχατε αδικήσει, είχαν(ε) αδικήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αδικούμαι, αδικείσαι, αδικείται, αδικούμαστε, αδικείστε, αδικούνται
Υποτακτική
να αδικούμαι, να αδικείσαι, να αδικείται, να αδικούμαστε, να αδικείστε, να αδικούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αδικείστε
Μετοχή
αδικούμενος, αδικούμενη, αδικούμενο
Παρατατικός
Οριστική
αδικούμουν, αδικούσουν, αδικούταν ή αδικούτανε, αδικούμασταν ή αδικούμαστε, αδικούσαστε ή αδικούσασταν, αδικούνταν
Αόριστος
Οριστική
αδικήθηκα, αδικήθηκες, αδικήθηκε, αδικηθήκαμε, αδικηθήκατε, αδικήθηκαν ή αδικηθήκανε
Υποτακτική
να αδικηθώ, να αδικηθείς, να αδικηθεί, να αδικηθούμε, να αδικηθείτε, να αδικηθούν ή να αδικηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αδικήσου – β΄ πληθυντικό: αδικηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικούμαι, θα αδικείσαι, θα αδικείται, θα αδικούμαστε, θα αδικείστε, θα αδικούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικηθώ, θα αδικηθείς, θα αδικηθεί, θα αδικηθούμε, θα αδικηθείτε, θα αδικηθούν ή θα αδικηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω αδικηθεί, θα έχεις αδικηθεί, θα έχει αδικηθεί, θα έχουμε αδικηθεί, θα έχετε αδικηθεί, θα έχουν(ε) αδικηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αδικηθεί, έχεις αδικηθεί, έχει αδικηθεί, έχουμε αδικηθεί, έχετε αδικηθεί, έχουν(ε) αδικηθεί
Υποτακτική
να έχω αδικηθεί, να έχεις αδικηθεί, να έχει αδικηθεί, να έχουμε αδικηθεί, να έχετε αδικηθεί, να έχουν(ε) αδικηθεί
Μετοχή
αδικημένος, αδικημένη, αδικημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αδικηθεί, είχες αδικηθεί, είχε αδικηθεί, είχαμε αδικηθεί, είχατε αδικηθεί, είχαν(ε) αδικηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «αδικώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αδικώ, αδικείς, αδικεί, αδικούμε, αδικείτε, αδικούν (ή αδικούνε)
να αδικώ, να αδικείς, να αδικεί, να αδικούμε, να αδικείτε, να αδικούν (ή να αδικούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αδικείτε
Μετοχή
αδικώντας
Παρατατικός
Οριστική
αδικούσα, αδικούσες, αδικούσε, αδικούσαμε, αδικούσατε, αδικούσαν (ή αδικούσανε)
Αόριστος
Οριστική
αδίκησα, αδίκησες, αδίκησε, αδικήσαμε, αδικήσατε, αδίκησαν
να αδικήσω, να αδικήσεις, να αδικήσει, να αδικήσουμε, να αδικήσετε, να αδικήσουν (ή να αδικήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: αδίκησε – β΄ πληθυντικό: αδικήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικώ, θα αδικείς, θα αδικεί, θα αδικούμε, θα αδικείτε, θα αδικούν (ή θα αδικούνε)
Οριστική
θα αδικήσω, θα αδικήσεις, θα αδικήσει, θα αδικήσουμε, θα αδικήσετε, θα αδικήσουν (ή θα αδικήσουνε)
Οριστική
θα έχω αδικήσει, θα έχεις αδικήσει, θα έχει αδικήσει, θα έχουμε αδικήσει, θα έχετε αδικήσει, θα έχουν(ε) αδικήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αδικήσει, έχεις αδικήσει, έχει αδικήσει, έχουμε αδικήσει, έχετε αδικήσει, έχουν(ε) αδικήσει
να έχω αδικήσει, να έχεις αδικήσει, να έχει αδικήσει, να έχουμε αδικήσει, να έχετε αδικήσει, να έχουν(ε) αδικήσει
Μετοχή
έχοντας αδικήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αδικήσει, είχες αδικήσει, είχε αδικήσει, είχαμε αδικήσει, είχατε αδικήσει, είχαν(ε) αδικήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
αδικούμαι, αδικείσαι, αδικείται, αδικούμαστε, αδικείστε, αδικούνται
να αδικούμαι, να αδικείσαι, να αδικείται, να αδικούμαστε, να αδικείστε, να αδικούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: αδικείστε
Μετοχή
αδικούμενος, αδικούμενη, αδικούμενο
Παρατατικός
Οριστική
αδικούμουν, αδικούσουν, αδικούταν ή αδικούτανε, αδικούμασταν ή αδικούμαστε, αδικούσαστε ή αδικούσασταν, αδικούνταν
Αόριστος
Οριστική
αδικήθηκα, αδικήθηκες, αδικήθηκε, αδικηθήκαμε, αδικηθήκατε, αδικήθηκαν ή αδικηθήκανε
να αδικηθώ, να αδικηθείς, να αδικηθεί, να αδικηθούμε, να αδικηθείτε, να αδικηθούν ή να αδικηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: αδικήσου – β΄ πληθυντικό: αδικηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα αδικούμαι, θα αδικείσαι, θα αδικείται, θα αδικούμαστε, θα αδικείστε, θα αδικούνται
Οριστική
θα αδικηθώ, θα αδικηθείς, θα αδικηθεί, θα αδικηθούμε, θα αδικηθείτε, θα αδικηθούν ή θα αδικηθούνε
Οριστική
θα έχω αδικηθεί, θα έχεις αδικηθεί, θα έχει αδικηθεί, θα έχουμε αδικηθεί, θα έχετε αδικηθεί, θα έχουν(ε) αδικηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω αδικηθεί, έχεις αδικηθεί, έχει αδικηθεί, έχουμε αδικηθεί, έχετε αδικηθεί, έχουν(ε) αδικηθεί
να έχω αδικηθεί, να έχεις αδικηθεί, να έχει αδικηθεί, να έχουμε αδικηθεί, να έχετε αδικηθεί, να έχουν(ε) αδικηθεί
Μετοχή
αδικημένος, αδικημένη, αδικημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα αδικηθεί, είχες αδικηθεί, είχε αδικηθεί, είχαμε αδικηθεί, είχατε αδικηθεί, είχαν(ε) αδικηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου