Germaine Fine Art
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υιοθετώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υιοθετώ, υιοθετείς, υιοθετεί, υιοθετούμε, υιοθετείτε, υιοθετούν (ή υιοθετούνε)
Υποτακτική
να υιοθετώ, να υιοθετείς, να υιοθετεί, να υιοθετούμε, να υιοθετείτε, να υιοθετούν (ή να υιοθετούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υιοθετείτε
Μετοχή
υιοθετώντας
Παρατατικός
Οριστική
υιοθετούσα, υιοθετούσες, υιοθετούσε, υιοθετούσαμε, υιοθετούσατε, υιοθετούσαν (ή υιοθετούσανε)
Αόριστος
Οριστική
υιοθέτησα, υιοθέτησες, υιοθέτησε, υιοθετήσαμε, υιοθετήσατε, υιοθέτησαν
Υποτακτική
να υιοθετήσω, να υιοθετήσεις, να υιοθετήσει, να υιοθετήσουμε, να υιοθετήσετε, να υιοθετήσουν (ή να υιοθετήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υιοθέτησε β΄ πληθυντικό: υιοθετήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υιοθετώ, θα υιοθετείς, θα υιοθετεί, θα υιοθετούμε, θα υιοθετείτε, θα υιοθετούν (ή θα υιοθετούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υιοθετήσω, θα υιοθετήσεις, θα υιοθετήσει, θα υιοθετήσουμε, θα υιοθετήσετε, θα υιοθετήσουν (ή θα υιοθετήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υιοθετήσει, θα έχεις υιοθετήσει, θα έχει υιοθετήσει, θα έχουμε υιοθετήσει, θα έχετε υιοθετήσει, θα έχουν(ε) υιοθετήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υιοθετήσει, έχεις υιοθετήσει, έχει υιοθετήσει, έχουμε υιοθετήσει, έχετε υιοθετήσει, έχουν(ε) υιοθετήσει
Υποτακτική
να έχω υιοθετήσει, να έχεις υιοθετήσει, να έχει υιοθετήσει, να έχουμε υιοθετήσει, να έχετε υιοθετήσει, να έχουν(ε) υιοθετήσει
Μετοχή
έχοντας υιοθετήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υιοθετήσει, είχες υιοθετήσει, είχε υιοθετήσει, είχαμε υιοθετήσει, είχατε υιοθετήσει, είχαν(ε) υιοθετήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υιοθετούμαι, υιοθετείσαι, υιοθετείται, υιοθετούμαστε, υιοθετείστε, υιοθετούνται
Υποτακτική
να υιοθετούμαι, να υιοθετείσαι, να υιοθετείται, να υιοθετούμαστε, να υιοθετείστε, να υιοθετούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υιοθετείστε
Μετοχή
υιοθετούμενος, υιοθετούμενη, υιοθετούμενο
Παρατατικός
Οριστική
υιοθετούμουν, υιοθετούσουν, υιοθετούταν ή υιοθετούτανε, υιοθετούμασταν ή υιοθετούμαστε, υιοθετούσαστε, υιοθετούνταν
Αόριστος
Οριστική
υιοθετήθηκα, υιοθετήθηκες, υιοθετήθηκε, υιοθετηθήκαμε, υιοθετηθήκατε, υιοθετήθηκαν ή υιοθετηθήκανε
Υποτακτική
να υιοθετηθώ, να υιοθετηθείς, να υιοθετηθεί, να υιοθετηθούμε, να υιοθετηθείτε, να υιοθετηθούν ή να υιοθετηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: υιοθετήσου β΄ πληθυντικό: υιοθετηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υιοθετούμαι, θα υιοθετείσαι, θα υιοθετείται, θα υιοθετούμαστε, θα υιοθετείστε, θα υιοθετούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υιοθετηθώ, θα υιοθετηθείς, θα υιοθετηθεί, θα υιοθετηθούμε, θα υιοθετηθείτε, θα υιοθετηθούν ή θα υιοθετηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υιοθετηθεί, θα έχεις υιοθετηθεί, θα έχει υιοθετηθεί, θα έχουμε υιοθετηθεί, θα έχετε υιοθετηθεί, θα έχουν(ε) υιοθετηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υιοθετηθεί, έχεις υιοθετηθεί, έχει υιοθετηθεί, έχουμε υιοθετηθεί, έχετε υιοθετηθεί, έχουν(ε) υιοθετηθεί
Υποτακτική
να έχω υιοθετηθεί, να έχεις υιοθετηθεί, να έχει υιοθετηθεί, να έχουμε υιοθετηθεί, να έχετε υιοθετηθεί, να έχουν(ε) υιοθετηθεί
Μετοχή
υιοθετημένος, υιοθετημένη, υιοθετημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υιοθετηθεί, είχες υιοθετηθεί, είχε υιοθετηθεί, είχαμε υιοθετηθεί, είχατε υιοθετηθεί, είχαν(ε) υιοθετηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υιοθετώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
υιοθετώ, υιοθετείς, υιοθετεί, υιοθετούμε, υιοθετείτε, υιοθετούν (ή υιοθετούνε)
να υιοθετώ, να υιοθετείς, να υιοθετεί, να υιοθετούμε, να υιοθετείτε, να υιοθετούν (ή να υιοθετούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υιοθετείτε
Μετοχή
υιοθετώντας
Παρατατικός
Οριστική
υιοθετούσα, υιοθετούσες, υιοθετούσε, υιοθετούσαμε, υιοθετούσατε, υιοθετούσαν (ή υιοθετούσανε)
Αόριστος
Οριστική
υιοθέτησα, υιοθέτησες, υιοθέτησε, υιοθετήσαμε, υιοθετήσατε, υιοθέτησαν
να υιοθετήσω, να υιοθετήσεις, να υιοθετήσει, να υιοθετήσουμε, να υιοθετήσετε, να υιοθετήσουν (ή να υιοθετήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: υιοθέτησε β΄ πληθυντικό: υιοθετήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υιοθετώ, θα υιοθετείς, θα υιοθετεί, θα υιοθετούμε, θα υιοθετείτε, θα υιοθετούν (ή θα υιοθετούνε)
Οριστική
θα υιοθετήσω, θα υιοθετήσεις, θα υιοθετήσει, θα υιοθετήσουμε, θα υιοθετήσετε, θα υιοθετήσουν (ή θα υιοθετήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υιοθετήσει, θα έχεις υιοθετήσει, θα έχει υιοθετήσει, θα έχουμε υιοθετήσει, θα έχετε υιοθετήσει, θα έχουν(ε) υιοθετήσει
Οριστική
έχω υιοθετήσει, έχεις υιοθετήσει, έχει υιοθετήσει, έχουμε υιοθετήσει, έχετε υιοθετήσει, έχουν(ε) υιοθετήσει
να έχω υιοθετήσει, να έχεις υιοθετήσει, να έχει υιοθετήσει, να έχουμε υιοθετήσει, να έχετε υιοθετήσει, να έχουν(ε) υιοθετήσει
Μετοχή
έχοντας υιοθετήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υιοθετήσει, είχες υιοθετήσει, είχε υιοθετήσει, είχαμε υιοθετήσει, είχατε υιοθετήσει, είχαν(ε) υιοθετήσει
Ενεστώτας
Οριστική
υιοθετούμαι, υιοθετείσαι, υιοθετείται, υιοθετούμαστε, υιοθετείστε, υιοθετούνται
να υιοθετούμαι, να υιοθετείσαι, να υιοθετείται, να υιοθετούμαστε, να υιοθετείστε, να υιοθετούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υιοθετείστε
Μετοχή
υιοθετούμενος, υιοθετούμενη, υιοθετούμενο
Παρατατικός
Οριστική
υιοθετούμουν, υιοθετούσουν, υιοθετούταν ή υιοθετούτανε, υιοθετούμασταν ή υιοθετούμαστε, υιοθετούσαστε, υιοθετούνταν
Αόριστος
Οριστική
υιοθετήθηκα, υιοθετήθηκες, υιοθετήθηκε, υιοθετηθήκαμε, υιοθετηθήκατε, υιοθετήθηκαν ή υιοθετηθήκανε
να υιοθετηθώ, να υιοθετηθείς, να υιοθετηθεί, να υιοθετηθούμε, να υιοθετηθείτε, να υιοθετηθούν ή να υιοθετηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: υιοθετήσου β΄ πληθυντικό: υιοθετηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υιοθετούμαι, θα υιοθετείσαι, θα υιοθετείται, θα υιοθετούμαστε, θα υιοθετείστε, θα υιοθετούνται
Οριστική
θα υιοθετηθώ, θα υιοθετηθείς, θα υιοθετηθεί, θα υιοθετηθούμε, θα υιοθετηθείτε, θα υιοθετηθούν ή θα υιοθετηθούνε
Οριστική
θα έχω υιοθετηθεί, θα έχεις υιοθετηθεί, θα έχει υιοθετηθεί, θα έχουμε υιοθετηθεί, θα έχετε υιοθετηθεί, θα έχουν(ε) υιοθετηθεί
Οριστική
έχω υιοθετηθεί, έχεις υιοθετηθεί, έχει υιοθετηθεί, έχουμε υιοθετηθεί, έχετε υιοθετηθεί, έχουν(ε) υιοθετηθεί
να έχω υιοθετηθεί, να έχεις υιοθετηθεί, να έχει υιοθετηθεί, να έχουμε υιοθετηθεί, να έχετε υιοθετηθεί, να έχουν(ε) υιοθετηθεί
Μετοχή
υιοθετημένος, υιοθετημένη, υιοθετημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υιοθετηθεί, είχες υιοθετηθεί, είχε υιοθετηθεί, είχαμε υιοθετηθεί, είχατε υιοθετηθεί, είχαν(ε) υιοθετηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου