Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζηλεύω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζηλεύω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
CSA Images
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ζηλεύω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζηλεύω, ζηλεύεις, ζηλεύει, ζηλεύουμε, ζηλεύετε, ζηλεύουν (ή ζηλεύουνε)
Υποτακτική
να ζηλεύω, να ζηλεύεις, να ζηλεύει, να ζηλεύουμε, να ζηλεύετε, να ζηλεύουν (ή να ζηλεύουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζήλευε – β΄ πληθυντικό: ζηλεύετε
Μετοχή
ζηλεύοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ζήλευα, ζήλευες, ζήλευε, ζηλεύαμε, ζηλεύατε, ζήλευαν ή ζηλεύανε
 
Αόριστος
Οριστική
ζήλεψα, ζήλεψες, ζήλεψε, ζηλέψαμε, ζηλέψατε, ζήλεψαν ή ζηλέψανε
Υποτακτική
να ζηλέψω, να ζηλέψεις, να ζηλέψει, να ζηλέψουμε, να ζηλέψετε, να ζηλέψουν (ή να ζηλέψουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ζήλεψε – β΄ πληθυντικό: ζηλέψτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζηλεύω, θα ζηλεύεις, θα ζηλεύει, θα ζηλεύουμε, θα ζηλεύετε, θα ζηλεύουν (ή θα ζηλεύουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζηλέψω, θα ζηλέψεις, θα ζηλέψει, θα ζηλέψουμε, θα ζηλέψετε, θα ζηλέψουν (ή θα ζηλέψουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζηλέψει, θα έχεις ζηλέψει, θα έχει ζηλέψει, θα έχουμε ζηλέψει, θα έχετε ζηλέψει, θα έχουν(ε) ζηλέψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζηλέψει, έχεις ζηλέψει, έχει ζηλέψει, έχουμε ζηλέψει, έχετε ζηλέψει, έχουν(ε) ζηλέψει
Υποτακτική
να έχω ζηλέψει, να έχεις ζηλέψει, να έχει ζηλέψει, να έχουμε ζηλέψει, να έχετε ζηλέψει, να έχουν(ε) ζηλέψει
Μετοχή
έχοντας ζηλέψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζηλέψει, είχες ζηλέψει, είχε ζηλέψει, είχαμε ζηλέψει, είχατε ζηλέψει, είχαν(ε) ζηλέψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ζηλεύομαι, ζηλεύεσαι, ζηλεύεται, ζηλευόμαστε, ζηλεύεστε, ζηλεύονται
Υποτακτική
να ζηλεύομαι, να ζηλεύεσαι, να ζηλεύεται, να ζηλευόμαστε, να ζηλεύεστε, να ζηλεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ζηλεύεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ζηλευόμουν, ζηλευόσουν, ζηλευόταν, ζηλευόμαστε, ζηλευόσαστε, ζηλεύονταν
(& ζηλευόμουνα, ζηλευόσουνα, ζηλευότανε, ζηλευόμασταν, ζηλευόσασταν, ζηλευόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ζηλεύτηκα, ζηλεύτηκες, ζηλεύτηκε, ζηλευτήκαμε, ζηλευτήκατε, ζηλεύτηκαν ή ζηλευτήκανε
Υποτακτική
να ζηλευτώ, να ζηλευτείς, να ζηλευτεί, να ζηλευτούμε, να ζηλευτείτε, να ζηλευτούν (ή να ζηλευτούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ζηλέψου – β΄ πληθυντικό: ζηλευτείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζηλεύομαι, θα ζηλεύεσαι, θα ζηλεύεται, θα ζηλευόμαστε, θα ζηλεύεστε, θα ζηλεύονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ζηλευτώ, θα ζηλευτείς, θα ζηλευτεί, θα ζηλευτούμε, θα ζηλευτείτε, θα ζηλευτούν (ή θα ζηλευτούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ζηλευτεί, θα έχεις ζηλευτεί, θα έχει ζηλευτεί, θα έχουμε ζηλευτεί, θα έχετε ζηλευτεί, θα έχουν(ε) ζηλευτεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ζηλευτεί, έχεις ζηλευτεί, έχει ζηλευτεί, έχουμε ζηλευτεί, έχετε ζηλευτεί, έχουν(ε) ζηλευτεί
Υποτακτική
να έχω ζηλευτεί, να έχεις ζηλευτεί, να έχει ζηλευτεί, να έχουμε ζηλευτεί, να έχετε ζηλευτεί, να έχουν(ε) ζηλευτεί
Μετοχή
ζηλεμένος, ζηλεμένη, ζηλεμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ζηλευτεί, είχες ζηλευτεί, είχε ζηλευτεί, είχαμε ζηλευτεί, είχατε ζηλευτεί, είχαν(ε) ζηλευτεί
 
Σημείωση: Το ρήμα ζηλεύω σχηματίζει τους συνοπτικούς (αοριστικούς) τύπους της ενεργητικής φωνής με τα επιθήματα -έψω, -εψα: ζηλέψω, ζήλεψα (όχι *ζηλεύσω, *ζήλευσα).
 
Πηγή σημειώσεων: Γ. Μπαμπινιώτη, Λεξικό των δυσκολιών και των λαθών στη χρήση της ελληνικής, Κέντρο Λεξικολογίας.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...