Abraham Solomon
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατηγορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατηγορώ, κατηγορείς, κατηγορεί, κατηγορούμε, κατηγορείτε, κατηγορούν (ή κατηγορούνε)
Υποτακτική
να κατηγορώ, να κατηγορείς, να κατηγορεί, να κατηγορούμε, να κατηγορείτε, να κατηγορούν (ή να κατηγορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατηγορείτε
Μετοχή
κατηγορώντας
Παρατατικός
Οριστική
κατηγορούσα, κατηγορούσες, κατηγορούσε, κατηγορούσαμε, κατηγορούσατε, κατηγορούσαν (ή κατηγορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
κατηγόρησα, κατηγόρησες, κατηγόρησε, κατηγορήσαμε, κατηγορήσατε, κατηγόρησαν
Υποτακτική
να κατηγορήσω, να κατηγορήσεις, να κατηγορήσει, να κατηγορήσουμε, να κατηγορήσετε, να κατηγορήσουν (ή να κατηγορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατηγόρησε – β΄ πληθυντικό: κατηγορήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορώ, θα κατηγορείς, θα κατηγορεί, θα κατηγορούμε, θα κατηγορείτε, θα κατηγορούν (ή θα κατηγορούνε)
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορήσω, θα κατηγορήσεις, θα κατηγορήσει, θα κατηγορήσουμε, θα κατηγορήσετε, θα κατηγορήσουν (ή θα κατηγορήσουνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατηγορήσει, θα έχεις κατηγορήσει, θα έχει κατηγορήσει, θα έχουμε κατηγορήσει, θα έχετε κατηγορήσει, θα έχουν(ε) κατηγορήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατηγορήσει, έχεις κατηγορήσει, έχει κατηγορήσει, έχουμε κατηγορήσει, έχετε κατηγορήσει, έχουν(ε) κατηγορήσει
Υποτακτική
να έχω κατηγορήσει, να έχεις κατηγορήσει, να έχει κατηγορήσει, να έχουμε κατηγορήσει, να έχετε κατηγορήσει, να έχουν(ε) κατηγορήσει
Μετοχή
έχοντας κατηγορήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατηγορήσει, είχες κατηγορήσει, είχε κατηγορήσει, είχαμε κατηγορήσει, είχατε κατηγορήσει, είχαν(ε) κατηγορήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατηγορούμαι, κατηγορείσαι, κατηγορείται, κατηγορούμαστε, κατηγορείστε, κατηγορούνται
Υποτακτική
να κατηγορούμαι, να κατηγορείσαι, να κατηγορείται, να κατηγορούμαστε, να κατηγορείστε, να κατηγορούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατηγορείστε
Μετοχή
κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγορούμενο
Παρατατικός
Οριστική
κατηγορούμουν, κατηγορούσουν, κατηγορούταν, κατηγορούμασταν ή κατηγορούμαστε, κατηγορούσαστε, κατηγορούνταν
Αόριστος
Οριστική
κατηγορήθηκα, κατηγορήθηκες, κατηγορήθηκε, κατηγορηθήκαμε, κατηγορηθήκατε, κατηγορήθηκαν ή κατηγορηθήκανε
Υποτακτική
να κατηγορηθώ, να κατηγορηθείς, να κατηγορηθεί, να κατηγορηθούμε, να κατηγορηθείτε, να κατηγορηθούν ή να κατηγορηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: κατηγορήσου – β΄ πληθυντικό: κατηγορηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορούμαι, θα κατηγορείσαι, θα κατηγορείται, θα κατηγορούμαστε, θα κατηγορείστε, θα κατηγορούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορηθώ, θα κατηγορηθείς, θα κατηγορηθεί, θα κατηγορηθούμε, θα κατηγορηθείτε, θα κατηγορηθούν ή θα κατηγορηθούνε
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω κατηγορηθεί, θα έχεις κατηγορηθεί, θα έχει κατηγορηθεί, θα έχουμε κατηγορηθεί, θα έχετε κατηγορηθεί, θα έχουν(ε) κατηγορηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατηγορηθεί, έχεις κατηγορηθεί, έχει κατηγορηθεί, έχουμε κατηγορηθεί, έχετε κατηγορηθεί, έχουν(ε) κατηγορηθεί
Υποτακτική
να έχω κατηγορηθεί, να έχεις κατηγορηθεί, να έχει κατηγορηθεί, να έχουμε κατηγορηθεί, να έχετε κατηγορηθεί, να έχουν(ε) κατηγορηθεί
Μετοχή
κατηγορημένος, κατηγορημένη, κατηγορημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατηγορηθεί, είχες κατηγορηθεί, είχε κατηγορηθεί, είχαμε κατηγορηθεί, είχατε κατηγορηθεί, είχαν(ε) κατηγορηθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «κατηγορώ»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατηγορώ, κατηγορείς, κατηγορεί, κατηγορούμε, κατηγορείτε, κατηγορούν (ή κατηγορούνε)
να κατηγορώ, να κατηγορείς, να κατηγορεί, να κατηγορούμε, να κατηγορείτε, να κατηγορούν (ή να κατηγορούνε)
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατηγορείτε
Μετοχή
κατηγορώντας
Παρατατικός
Οριστική
κατηγορούσα, κατηγορούσες, κατηγορούσε, κατηγορούσαμε, κατηγορούσατε, κατηγορούσαν (ή κατηγορούσανε)
Αόριστος
Οριστική
κατηγόρησα, κατηγόρησες, κατηγόρησε, κατηγορήσαμε, κατηγορήσατε, κατηγόρησαν
να κατηγορήσω, να κατηγορήσεις, να κατηγορήσει, να κατηγορήσουμε, να κατηγορήσετε, να κατηγορήσουν (ή να κατηγορήσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: κατηγόρησε – β΄ πληθυντικό: κατηγορήστε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορώ, θα κατηγορείς, θα κατηγορεί, θα κατηγορούμε, θα κατηγορείτε, θα κατηγορούν (ή θα κατηγορούνε)
Οριστική
θα κατηγορήσω, θα κατηγορήσεις, θα κατηγορήσει, θα κατηγορήσουμε, θα κατηγορήσετε, θα κατηγορήσουν (ή θα κατηγορήσουνε)
Οριστική
θα έχω κατηγορήσει, θα έχεις κατηγορήσει, θα έχει κατηγορήσει, θα έχουμε κατηγορήσει, θα έχετε κατηγορήσει, θα έχουν(ε) κατηγορήσει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατηγορήσει, έχεις κατηγορήσει, έχει κατηγορήσει, έχουμε κατηγορήσει, έχετε κατηγορήσει, έχουν(ε) κατηγορήσει
να έχω κατηγορήσει, να έχεις κατηγορήσει, να έχει κατηγορήσει, να έχουμε κατηγορήσει, να έχετε κατηγορήσει, να έχουν(ε) κατηγορήσει
Μετοχή
έχοντας κατηγορήσει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατηγορήσει, είχες κατηγορήσει, είχε κατηγορήσει, είχαμε κατηγορήσει, είχατε κατηγορήσει, είχαν(ε) κατηγορήσει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
κατηγορούμαι, κατηγορείσαι, κατηγορείται, κατηγορούμαστε, κατηγορείστε, κατηγορούνται
να κατηγορούμαι, να κατηγορείσαι, να κατηγορείται, να κατηγορούμαστε, να κατηγορείστε, να κατηγορούνται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: κατηγορείστε
Μετοχή
κατηγορούμενος, κατηγορούμενη, κατηγορούμενο
Παρατατικός
Οριστική
κατηγορούμουν, κατηγορούσουν, κατηγορούταν, κατηγορούμασταν ή κατηγορούμαστε, κατηγορούσαστε, κατηγορούνταν
Αόριστος
Οριστική
κατηγορήθηκα, κατηγορήθηκες, κατηγορήθηκε, κατηγορηθήκαμε, κατηγορηθήκατε, κατηγορήθηκαν ή κατηγορηθήκανε
να κατηγορηθώ, να κατηγορηθείς, να κατηγορηθεί, να κατηγορηθούμε, να κατηγορηθείτε, να κατηγορηθούν ή να κατηγορηθούνε
Προστακτική
β΄ ενικού: κατηγορήσου – β΄ πληθυντικό: κατηγορηθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορούμαι, θα κατηγορείσαι, θα κατηγορείται, θα κατηγορούμαστε, θα κατηγορείστε, θα κατηγορούνται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα κατηγορηθώ, θα κατηγορηθείς, θα κατηγορηθεί, θα κατηγορηθούμε, θα κατηγορηθείτε, θα κατηγορηθούν ή θα κατηγορηθούνε
Οριστική
θα έχω κατηγορηθεί, θα έχεις κατηγορηθεί, θα έχει κατηγορηθεί, θα έχουμε κατηγορηθεί, θα έχετε κατηγορηθεί, θα έχουν(ε) κατηγορηθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω κατηγορηθεί, έχεις κατηγορηθεί, έχει κατηγορηθεί, έχουμε κατηγορηθεί, έχετε κατηγορηθεί, έχουν(ε) κατηγορηθεί
να έχω κατηγορηθεί, να έχεις κατηγορηθεί, να έχει κατηγορηθεί, να έχουμε κατηγορηθεί, να έχετε κατηγορηθεί, να έχουν(ε) κατηγορηθεί
Μετοχή
κατηγορημένος, κατηγορημένη, κατηγορημένο
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα κατηγορηθεί, είχες κατηγορηθεί, είχε κατηγορηθεί, είχαμε κατηγορηθεί, είχατε κατηγορηθεί, είχαν(ε) κατηγορηθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου