Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ελαττώνω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ελαττώνω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Melanie Viola
 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «ελαττώνω»
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ελαττώνω, ελαττώνεις, ελαττώνει, ελαττώνουμε, ελαττώνετε, ελαττώνουν (ή ελαττώνουνε)
Υποτακτική
να ελαττώνω, να ελαττώνεις, να ελαττώνει, να ελαττώνουμε, να ελαττώνετε, να ελαττώνουν (ή να ελαττώνουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ελάττωνε – β΄ πληθυντικό: ελαττώνετε
Μετοχή
ελαττώνοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
ελάττωνα, ελάττωνες, ελάττωνε, ελαττώναμε, ελαττώνατε, ελάττωναν ή ελαττώνανε
 
Αόριστος
Οριστική
ελάττωσα, ελάττωσες, ελάττωσε, ελαττώσαμε, ελαττώσατε, ελάττωσαν ή ελαττώσανε
Υποτακτική
να ελαττώσω, να ελαττώσεις, να ελαττώσει, να ελαττώσουμε, να ελαττώσετε, να ελαττώσουν (ή να ελαττώσουνε)
Προστακτική
β΄ ενικό: ελάττωσε – β΄ πληθυντικό: ελαττώστε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ελαττώνω, θα ελαττώνεις, θα ελαττώνει, θα ελαττώνουμε, θα ελαττώνετε, θα ελαττώνουν (ή θα ελαττώνουνε)
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ελαττώσω, θα ελαττώσεις, θα ελαττώσει, θα ελαττώσουμε, θα ελαττώσετε, θα ελαττώσουν (ή θα ελαττώσουνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ελαττώσει, θα έχεις ελαττώσει, θα έχει ελαττώσει, θα έχουμε ελαττώσει, θα έχετε ελαττώσει, θα έχουν(ε) ελαττώσει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ελαττώσει, έχεις ελαττώσει, έχει ελαττώσει, έχουμε ελαττώσει, έχετε ελαττώσει, έχουν(ε) ελαττώσει
Υποτακτική
να έχω ελαττώσει, να έχεις ελαττώσει, να έχει ελαττώσει, να έχουμε ελαττώσει, να έχετε ελαττώσει, να έχουν(ε) ελαττώσει
Μετοχή
έχοντας ελαττώσει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ελαττώσει, είχες ελαττώσει, είχε ελαττώσει, είχαμε ελαττώσει, είχατε ελαττώσει, είχαν(ε) ελαττώσει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
ελαττώνομαι, ελαττώνεσαι, ελαττώνεται, ελαττωνόμαστε, ελαττώνεστε, ελαττώνονται
Υποτακτική
να ελαττώνομαι, να ελαττώνεσαι, να ελαττώνεται, να ελαττωνόμαστε, να ελαττώνεστε, να ελαττώνονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: ελαττώνεστε
Μετοχή
---
 
Παρατατικός
Οριστική
ελαττωνόμουν, ελαττωνόσουν, ελαττωνόταν, ελαττωνόμαστε, ελαττωνόσαστε, ελαττώνονταν
(& ελαττωνόμουνα, ελαττωνόσουνα, ελαττωνότανε, ελαττωνόμασταν, ελαττωνόσασταν, ελαττωνόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
ελαττώθηκα, ελαττώθηκες, ελαττώθηκε, ελαττωθήκαμε, ελαττωθήκατε, ελαττώθηκαν (ή ελαττωθήκανε)
Υποτακτική
να ελαττωθώ, να ελαττωθείς, να ελαττωθεί, να ελαττωθούμε, να ελαττωθείτε, να ελαττωθούν (ή να ελαττωθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: ελαττώσου - β΄ πληθυντικό: ελαττωθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ελαττώνομαι, θα ελαττώνεσαι, θα ελαττώνεται, θα ελαττωνόμαστε, θα ελαττώνεστε, θα ελαττώνονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα ελαττωθώ, θα ελαττωθείς, θα ελαττωθεί, θα ελαττωθούμε, θα ελαττωθείτε, θα ελαττωθούν (ή θα ελαττωθούνε)
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω ελαττωθεί, θα έχεις ελαττωθεί, θα έχει ελαττωθεί, θα έχουμε ελαττωθεί, θα έχετε ελαττωθεί, θα έχουν(ε) ελαττωθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω ελαττωθεί, έχεις ελαττωθεί, έχει ελαττωθεί, έχουμε ελαττωθεί, έχετε ελαττωθεί,  έχουν(ε) ελαττωθεί
Υποτακτική
να έχω ελαττωθεί, να έχεις ελαττωθεί, να έχει ελαττωθεί, να έχουμε ελαττωθεί, να έχετε ελαττωθεί, να έχουν(ε) ελαττωθεί
Μετοχή
ελαττωμένος, ελαττωμένη, ελαττωμένο
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα ελαττωθεί, είχες ελαττωθεί, είχε ελαττωθεί, είχαμε ελαττωθεί, είχατε ελαττωθεί, είχαν(ε) ελαττωθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...