Avery Tillmon
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποπτεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
υποπτεύομαι, υποπτεύεσαι, υποπτεύεται, υποπτευόμαστε, υποπτεύεστε, υποπτεύονται
Υποτακτική
να υποπτεύομαι, να υποπτεύεσαι, να υποπτεύεται, να υποπτευόμαστε, να υποπτεύεστε, να υποπτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποπτεύεστε
Μετοχή
υποπτευόμενος, υποπτευόμενη, υποπτευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υποπτευόμουν, υποπτευόσουν, υποπτευόταν, υποπτευόμαστε, υποπτευόσαστε, υποπτεύονταν
(& υποπτευόμουνα, υποπτευόσουνα, υποπτευότανε,
υποπτευόμασταν, υποπτευόσασταν, υποπτευόντουσαν)
Αόριστος
Οριστική
υποπτεύτηκα, υποπτεύτηκες, υποπτεύτηκε, υποπτευτήκαμε, υποπτευτήκατε, υποπτεύτηκαν ή υποπτευτήκανε
& υποπτεύθηκα, υποπτεύθηκες,
υποπτεύθηκε, υποπτευθήκαμε, υποπτευθήκατε, υποπτεύθηκαν ή υποπτευθήκανε
Υποτακτική
να υποπτευτώ, να υποπτευτείς, να υποπτευτεί, να υποπτευτούμε, να υποπτευτείτε, να υποπτευτούν (ή να υποπτευτούνε)
& να υποπτευθώ, να υποπτευθείς, να υποπτευθεί, να υποπτευθούμε, να υποπτευθείτε, να υποπτευθούν (ή να υποπτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υποπτεύσου – β΄ πληθυντικό: υποπτευτείτε / υποπτευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποπτεύομαι, θα υποπτεύεσαι, θα υποπτεύεται, θα υποπτευόμαστε, θα υποπτεύεστε, θα υποπτεύονται
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποπτευτώ, θα υποπτευτείς, θα υποπτευτεί, θα υποπτευτούμε, θα υποπτευτείτε, θα υποπτευτούν (ή θα υποπτευτούνε)
& θα υποπτευθώ, θα υποπτευθείς, θα
υποπτευθεί, θα υποπτευθούμε, θα υποπτευθείτε, θα υποπτευθούν (ή θα
υποπτευθούνε)
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω υποπτευτεί, θα έχεις υποπτευτεί, θα έχει υποπτευτεί, θα έχουμε υποπτευτεί, θα έχετε υποπτευτεί, θα έχουν(ε) υποπτευτεί
& θα
έχω υποπτευθεί, θα έχεις υποπτευθεί, θα έχει υποπτευθεί, θα έχουμε υποπτευθεί,
θα έχετε υποπτευθεί, θα έχουν(ε) υποπτευθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποπτευτεί, έχεις υποπτευτεί, έχει υποπτευτεί, έχουμε υποπτευτεί, έχετε υποπτευτεί, έχουν(ε) υποπτευτεί
& έχω υποπτευθεί, έχεις υποπτευθεί,
έχει υποπτευθεί, έχουμε υποπτευθεί, έχετε υποπτευθεί, έχουν(ε) υποπτευθεί
Υποτακτική
να έχω υποπτευτεί, να έχεις υποπτευτεί, να έχει υποπτευτεί, να έχουμε υποπτευτεί, να έχετε υποπτευτεί, να έχουν(ε) υποπτευτεί
& να έχω υποπτευθεί, να έχεις υποπτευθεί, να έχει υποπτευθεί, να έχουμε υποπτευθεί, να έχετε υποπτευθεί, να έχουν(ε) υποπτευθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα υποπτευτεί, είχες υποπτευτεί, είχε υποπτευτεί, είχαμε υποπτευτεί, είχατε υποπτευτεί, είχαν(ε) υποπτευτεί
& είχα υποπτευθεί, είχες υποπτευθεί,
είχε υποπτευθεί, είχαμε υποπτευθεί, είχατε υποπτευθεί, είχαν(ε) υποπτευθεί
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «υποπτεύομαι»
Ενεστώτας
Οριστική
υποπτεύομαι, υποπτεύεσαι, υποπτεύεται, υποπτευόμαστε, υποπτεύεστε, υποπτεύονται
να υποπτεύομαι, να υποπτεύεσαι, να υποπτεύεται, να υποπτευόμαστε, να υποπτεύεστε, να υποπτεύονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: υποπτεύεστε
Μετοχή
υποπτευόμενος, υποπτευόμενη, υποπτευόμενο
Παρατατικός
Οριστική
υποπτευόμουν, υποπτευόσουν, υποπτευόταν, υποπτευόμαστε, υποπτευόσαστε, υποπτεύονταν
Αόριστος
Οριστική
υποπτεύτηκα, υποπτεύτηκες, υποπτεύτηκε, υποπτευτήκαμε, υποπτευτήκατε, υποπτεύτηκαν ή υποπτευτήκανε
Υποτακτική
να υποπτευτώ, να υποπτευτείς, να υποπτευτεί, να υποπτευτούμε, να υποπτευτείτε, να υποπτευτούν (ή να υποπτευτούνε)
& να υποπτευθώ, να υποπτευθείς, να υποπτευθεί, να υποπτευθούμε, να υποπτευθείτε, να υποπτευθούν (ή να υποπτευθούνε)
Προστακτική
β΄ ενικού: υποπτεύσου – β΄ πληθυντικό: υποπτευτείτε / υποπτευθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα υποπτεύομαι, θα υποπτεύεσαι, θα υποπτεύεται, θα υποπτευόμαστε, θα υποπτεύεστε, θα υποπτεύονται
Οριστική
θα υποπτευτώ, θα υποπτευτείς, θα υποπτευτεί, θα υποπτευτούμε, θα υποπτευτείτε, θα υποπτευτούν (ή θα υποπτευτούνε)
Οριστική
θα έχω υποπτευτεί, θα έχεις υποπτευτεί, θα έχει υποπτευτεί, θα έχουμε υποπτευτεί, θα έχετε υποπτευτεί, θα έχουν(ε) υποπτευτεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω υποπτευτεί, έχεις υποπτευτεί, έχει υποπτευτεί, έχουμε υποπτευτεί, έχετε υποπτευτεί, έχουν(ε) υποπτευτεί
Υποτακτική
να έχω υποπτευτεί, να έχεις υποπτευτεί, να έχει υποπτευτεί, να έχουμε υποπτευτεί, να έχετε υποπτευτεί, να έχουν(ε) υποπτευτεί
& να έχω υποπτευθεί, να έχεις υποπτευθεί, να έχει υποπτευθεί, να έχουμε υποπτευθεί, να έχετε υποπτευθεί, να έχουν(ε) υποπτευθεί
Μετοχή
---
Οριστική
είχα υποπτευτεί, είχες υποπτευτεί, είχε υποπτευτεί, είχαμε υποπτευτεί, είχατε υποπτευτεί, είχαν(ε) υποπτευτεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου