Aaron
Spong
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «δράττομαι»
- Το -α- του ρήματος είναι βραχύ.
Οριστική
δράττομαι, δράττῃ ή δράττει, δράττεται, δραττόμεθα, δράττεσθε, δράττονται
δράττωμαι, δράττῃ, δράττηται, δραττώμεθα, δράττησθε, δράττωνται
δραττοίμην, δράττοιο, δράττοιτο, δραττοίμεθα, δράττοισθε, δράττοιντο
Προστακτική
---, δράττου, δραττέσθω, ---, δράττεσθε, δραττέσθων ή δραττέσθωσαν
Απαρέμφατο
δράττεσθαι
Μετοχή
δραττόμενος
δραττομένη
δραττόμενον
Παρατατικός
Οριστική
ἐδραττόμην, ἐδράττου, ἐδράττετο, ἐδραττόμεθα, ἐδράττεσθε, ἐδράττοντο
Μέλλοντας
Οριστική
δράξομαι, δράξῃ ή δράξει, δράξεται, δραξόμεθα, δράξεσθε, δράξονται
δραξοίμην, δράξοιο, δράξοιτο, δραξοίμεθα, δράξοισθε, δράξοιντο
Απαρέμφατο
δράξεσθαι
Μετοχή
δραξόμενος
δραξομένη
δραξόμενον
Αόριστος
Οριστική
ἐδραξάμην, ἐδράξω, ἐδράξατο, ἐδραξάμεθα, ἐδράξασθε, ἐδράξαντο
δράξωμαι, δράξῃ, δράξηται, δραξώμεθα, δράξησθε, δράξωνται
δραξαίμην, δράξαιο, δράξαιτο, δραξαίμεθα, δράξαισθε, δράξαιντο
Προστακτική
---, δράξαι, δραξάσθω, ---, δράξασθε, δραξάσθων
Απαρέμφατο
δράξασθαι
Μετοχή
δραξάμενος
δραξαμένη
δραξάμενον
Παρακείμενος
Οριστική
δέδραγμαι, δέδραξαι, δέδρακται, δεδράγμεθα, δέδραχθε, δεδραγμένοι εἰσί(ν)
δεδραγμένος- δεδραγμένη- δεδραγμένον ὦ
δεδραγμένος- δεδραγμένη- δεδραγμένον ᾖς
δεδραγμένοι- δεδραγμέναι- δεδραγμένα ὦμεν
δεδραγμένος- δεδραγμένη- δεδραγμένον εἴην
---, δέδραξο, δεδράχθω, --- δέδραχθε, δεδράχθων ή δεδράχθωσαν
δεδράχθαι
Μετοχή
δεδραγμένος,
δεδραγμένη,
δεδραγμένον
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου