Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιρρίπτω» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιρρίπτω»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Antoine Dominique Magaud

 
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιρρίπτω»
 
(επιρρίπτω: καταλογίζω σε κάποιον κάτι)
 
Ενεργητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιρρίπτω, επιρρίπτεις, επιρρίπτει, επιρρίπτουμε, επιρρίπτετε, επιρρίπτουν ή επιρρίπτουνε
Υποτακτική
να επιρρίπτω, να επιρρίπτεις, να επιρρίπτει, να επιρρίπτουμε, να επιρρίπτετε, να επιρρίπτουν ή να επιρρίπτουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: επίρριπτε – β΄ πληθυντικό: επιρρίπτετε 
Μετοχή
επιρρίπτοντας
 
Παρατατικός
Οριστική
επέρριπτα, επέρριπτες, επέρριπτε, επιρρίπταμε, επιρρίπτατε, επέρριπταν ή επιρρίπτανε
Η χρονική αύξηση του ρήματος διατηρείται, όταν τονίζεται.
 
Αόριστος
Οριστική
επέρριψα, επέρριψες, επέρριψε, επιρρίψαμε, επιρρίψατε, επέρριψαν ή επιρρίψανε
Υποτακτική
να επιρρίψω, να επιρρίψεις, να επιρρίψει, να επιρρίψουμε, να επιρρίψετε, να επιρρίψουν ή να επιρρίψουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: επίρριψε – β΄ πληθυντικό: επιρρίψτε 
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίπτω, θα επιρρίπτεις, θα επιρρίπτει, θα επιρρίπτουμε, θα επιρρίπτετε, θα επιρρίπτουν ή θα επιρρίπτουνε
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίψω, θα επιρρίψεις, θα επιρρίψει, θα επιρρίψουμε, θα επιρρίψετε, θα επιρρίψουν ή θα επιρρίψουνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιρρίψει, θα έχεις επιρρίψει, θα έχει επιρρίψει, θα έχουμε επιρρίψει, θα έχετε επιρρίψει, θα έχουν(ε) επιρρίψει
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιρρίψει, έχεις επιρρίψει, έχει επιρρίψει, έχουμε επιρρίψει, έχετε επιρρίψει, έχουν(ε) επιρρίψει
Υποτακτική
να έχω επιρρίψει, να έχεις επιρρίψει, να έχει επιρρίψει, να έχουμε επιρρίψει, να έχετε επιρρίψει, να έχουν(ε) επιρρίψει
Μετοχή
έχοντας επιρρίψει
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιρρίψει, είχες επιρρίψει, είχε επιρρίψει, είχαμε επιρρίψει, είχατε επιρρίψει, είχαν(ε) επιρρίψει
 
Παθητική φωνή
 
Ενεστώτας
Οριστική
επιρρίπτομαι, επιρρίπτεσαι, επιρρίπτεται, επιρριπτόμαστε, επιρρίπτεστε, επιρρίπτονται
Υποτακτική
να επιρρίπτομαι, να επιρρίπτεσαι, να επιρρίπτεται, να επιρριπτόμαστε, να επιρρίπτεστε, να επιρρίπτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιρρίπτεστε
Μετοχή
επιρριπτόμενος, επιρριπτόμενη, επιρριπτόμενο  
 
Παρατατικός
Οριστική
επιρριπτόμουν, επιρριπτόσουν, επιρριπτόταν, επιρριπτόμαστε, επιρριπτόσαστε, επιρρίπτονταν
(& επιρριπτόμουνα, επιρριπτόσουνα, επιρριπτότανε, επιρριπτόμασταν, επιρριπτόσασταν, επιρριπτόντουσαν)
 
Αόριστος
Οριστική
επιρρίφθηκα, επιρρίφθηκες, επιρρίφθηκε, επιρριφθήκαμε, επιρριφθήκατε, επιρρίφθηκαν ή επιρριφθήκανε
Υποτακτική
να επιρριφθώ, να επιρριφθείς, να επιρριφθεί, να επιρριφθούμε, να επιρριφθείτε, να επιρριφθούν ή να επιρριφθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιρριφθείτε
 
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίπτομαι, θα επιρρίπτεσαι, θα επιρρίπτεται, θα επιρριπτόμαστε, θα επιρρίπτεστε, θα επιρρίπτονται
 
Συνοπτικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρριφθώ, θα επιρριφθείς, θα επιρριφθεί, θα επιρριφθούμε, θα επιρριφθείτε, θα επιρριφθούν ή θα επιρριφθούνε
 
Συντελεσμένος Μέλλοντας
Οριστική
θα έχω επιρριφθεί, θα έχεις επιρριφθεί, θα έχει επιρριφθεί, θα έχουμε επιρριφθεί, θα έχετε επιρριφθεί, θα έχουν(ε) επιρριφθεί
 
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιρριφθεί, έχεις επιρριφθεί, έχει επιρριφθεί, έχουμε επιρριφθεί, έχετε επιρριφθεί, έχουν(ε) επιρριφθεί
Υποτακτική
να έχω επιρριφθεί, να έχεις επιρριφθεί, να έχει επιρριφθεί, να έχουμε επιρριφθεί, να έχετε επιρριφθεί, να έχουν(ε) επιρριφθεί
Μετοχή
---
 
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιρριφθεί, είχες επιρριφθεί, είχε επιρριφθεί, είχαμε επιρριφθεί, είχατε επιρριφθεί, είχαν(ε) επιρριφθεί

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...