Antoine
Dominique Magaud
Νέα ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «επιρρίπτω»
Ενεργητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επιρρίπτω, επιρρίπτεις, επιρρίπτει, επιρρίπτουμε, επιρρίπτετε, επιρρίπτουν ή επιρρίπτουνε
να επιρρίπτω, να επιρρίπτεις, να επιρρίπτει, να επιρρίπτουμε, να επιρρίπτετε, να επιρρίπτουν ή να επιρρίπτουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: επίρριπτε – β΄ πληθυντικό: επιρρίπτετε
Μετοχή
επιρρίπτοντας
Παρατατικός
Οριστική
επέρριπτα, επέρριπτες, επέρριπτε, επιρρίπταμε, επιρρίπτατε, επέρριπταν ή επιρρίπτανε
Αόριστος
Οριστική
επέρριψα, επέρριψες, επέρριψε, επιρρίψαμε, επιρρίψατε, επέρριψαν ή επιρρίψανε
να επιρρίψω, να επιρρίψεις, να επιρρίψει, να επιρρίψουμε, να επιρρίψετε, να επιρρίψουν ή να επιρρίψουνε
Προστακτική
β΄ ενικό: επίρριψε – β΄ πληθυντικό: επιρρίψτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίπτω, θα επιρρίπτεις, θα επιρρίπτει, θα επιρρίπτουμε, θα επιρρίπτετε, θα επιρρίπτουν ή θα επιρρίπτουνε
Οριστική
θα επιρρίψω, θα επιρρίψεις, θα επιρρίψει, θα επιρρίψουμε, θα επιρρίψετε, θα επιρρίψουν ή θα επιρρίψουνε
Οριστική
θα έχω επιρρίψει, θα έχεις επιρρίψει, θα έχει επιρρίψει, θα έχουμε επιρρίψει, θα έχετε επιρρίψει, θα έχουν(ε) επιρρίψει
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιρρίψει, έχεις επιρρίψει, έχει επιρρίψει, έχουμε επιρρίψει, έχετε επιρρίψει, έχουν(ε) επιρρίψει
να έχω επιρρίψει, να έχεις επιρρίψει, να έχει επιρρίψει, να έχουμε επιρρίψει, να έχετε επιρρίψει, να έχουν(ε) επιρρίψει
Μετοχή
έχοντας επιρρίψει
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιρρίψει, είχες επιρρίψει, είχε επιρρίψει, είχαμε επιρρίψει, είχατε επιρρίψει, είχαν(ε) επιρρίψει
Παθητική φωνή
Ενεστώτας
Οριστική
επιρρίπτομαι, επιρρίπτεσαι, επιρρίπτεται, επιρριπτόμαστε, επιρρίπτεστε, επιρρίπτονται
να επιρρίπτομαι, να επιρρίπτεσαι, να επιρρίπτεται, να επιρριπτόμαστε, να επιρρίπτεστε, να επιρρίπτονται
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιρρίπτεστε
Μετοχή
επιρριπτόμενος, επιρριπτόμενη, επιρριπτόμενο
Παρατατικός
Οριστική
επιρριπτόμουν, επιρριπτόσουν, επιρριπτόταν, επιρριπτόμαστε, επιρριπτόσαστε, επιρρίπτονταν
Αόριστος
Οριστική
επιρρίφθηκα, επιρρίφθηκες, επιρρίφθηκε, επιρριφθήκαμε, επιρριφθήκατε, επιρρίφθηκαν ή επιρριφθήκανε
να επιρριφθώ, να επιρριφθείς, να επιρριφθεί, να επιρριφθούμε, να επιρριφθείτε, να επιρριφθούν ή να επιρριφθούνε
Προστακτική
β΄ πληθυντικό: επιρριφθείτε
Εξακολουθητικός Μέλλοντας
Οριστική
θα επιρρίπτομαι, θα επιρρίπτεσαι, θα επιρρίπτεται, θα επιρριπτόμαστε, θα επιρρίπτεστε, θα επιρρίπτονται
Οριστική
θα επιρριφθώ, θα επιρριφθείς, θα επιρριφθεί, θα επιρριφθούμε, θα επιρριφθείτε, θα επιρριφθούν ή θα επιρριφθούνε
Οριστική
θα έχω επιρριφθεί, θα έχεις επιρριφθεί, θα έχει επιρριφθεί, θα έχουμε επιρριφθεί, θα έχετε επιρριφθεί, θα έχουν(ε) επιρριφθεί
Παρακείμενος
Οριστική
έχω επιρριφθεί, έχεις επιρριφθεί, έχει επιρριφθεί, έχουμε επιρριφθεί, έχετε επιρριφθεί, έχουν(ε) επιρριφθεί
να έχω επιρριφθεί, να έχεις επιρριφθεί, να έχει επιρριφθεί, να έχουμε επιρριφθεί, να έχετε επιρριφθεί, να έχουν(ε) επιρριφθεί
Μετοχή
---
Υπερσυντέλικος
Οριστική
είχα επιρριφθεί, είχες επιρριφθεί, είχε επιρριφθεί, είχαμε επιρριφθεί, είχατε επιρριφθεί, είχαν(ε) επιρριφθεί
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου