Κωνσταντίνος Καβάφης «Ο αυτοκράτωρ
Κόνων»
Α πατριάρχη αγαθέ, α πατριάρχη ενάρετε
μη βαυκαλίζεσαι που είναι αδύνατον
καθαίρεσις να γίνει των αγίων εικόνων,
αφού δεν φάνηκεν ακόμη ο αυτοκράτωρ Κόνων.
Α πατριάρχη δυστυχή μη βαυκαλίζεσαι∙
ο απαίσιος Λέων, να, μπήκε στην αίθουσά σου
και τ’ όνομά του τώρα θα σου πει.
Κ. Π. Καβάφη, Ατελή Ποιήματα 1918-1932. Εκδόσεις Ίκαρος
Ο πατριάρχης Γερμανός Α΄ (715-730 μ.Χ.) βρίσκεται σε κατάσταση πλάνης σε σχέση με τα σχέδια του αυτοκράτορα Λέοντος Γ΄ (717-741 μ.Χ.), καθώς βασίζεται σε μια παλαιότερη προφητεία, σύμφωνα με την οποία η Ορθοδοξία θα ερχόταν αντιμέτωπη με κρίσιμο κίνδυνο στα χρόνια του αυτοκράτορα Κόνωνος. Θεωρεί, δηλαδή, πως ο επικείμενος κίνδυνος απέχει ακόμη αρκετά, εφόσον ο αυτοκράτορας ονομάζεται Λέων, και, άρα, πως ο ίδιος δεν θα χρειαστεί να δώσει μάχη για την πίστη του και για την ελευθερία της θρησκείας του. Η πραγματικότητα, όμως, είναι εντελώς διαφορετική, διότι το βαφτιστικό όνομα του Λέοντος είναι Κόνων, και πρόκειται, επομένως, για το πρόσωπο εκείνο που θα επιβάλει ακραίες απαγορεύσεις στον τρόπο που τελούν τη θρησκευτική τους λατρεία οι ορθόδοξοι χριστιανοί. Η άγνοια αυτή του πατριάρχη που τον οδηγεί σε επικίνδυνο εφησυχασμό λειτουργεί ως το βασικό μήνυμα του ποιήματος, καθώς συχνά οι άνθρωποι τείνουν να εθελοτυφλούν απέναντι στο πόσο κοντά βρίσκονται στην ανάγκη να αγωνιστούν για τα δικαιώματά τους, όπως είναι εν προκειμένω το δικαίωμα στην ελεύθερη εκδήλωση της θρησκευτικής πίστης και λατρείας.
Ο Λέων ο Γ΄ ετοιμάζεται να επιβάλει -έστω και δια της βίας- στους ορθόδοξους τις ανεικονικές του αντιλήψεις, οι οποίες αντλούνται από τη μουσουλμανική θρησκεία, επιδιώκοντας τη δραστική αλλοίωση μιας καίριας πτυχής στον τρόπο εκδήλωσης της χριστιανικής πίστης. Ο πατριάρχης, ωστόσο, επιλέγει -εν μέρει- εκούσια να καθησυχάσει την ανησυχία του για τις προθέσεις του αυτοκράτορα, τη στιγμή ακριβώς που θα έπρεπε να προετοιμάζεται για τον σημαντικότερο αγώνα της ζωής του.
«Α πατριάρχη αγαθέ, α πατριάρχη ενάρετε»
Οι προσφωνήσεις και η αποστροφή στον πατριάρχη καθιστούν εμφανή την πρόθεση του ποιητή να δημιουργήσει ένα διαλογικό κλίμα, ενισχύοντας αφενός τη θεατρικότητα του ποιήματος και αξιοποιώντας αφετέρου την τραγική ειρωνεία που προκύπτει λόγω της άγνοιας του κεντρικού προσώπου. Ο ποιητής υιοθετεί, πάντως, αμιγώς θετική στάση απέναντι στον πατριάρχη Γερμανό, τον οποίο θεωρεί ενάρετο, και κατ’ επέκταση πρόθυμο να δώσει τον αναγκαίο αγώνα για την πίστη του. Αποδίδει, ως εκ τούτου, την άγνοιά του ή το δισταγμό του να αποδεχτεί την πραγματικότητα, κυρίως στην αγαθότητα που τον διακρίνει λόγω της οποίας αρνείται να αναγνωρίσει πως ο νέος αυτοκράτορας διακατέχεται από τόσο δόλιο πνεύμα.
«μη βαυκαλίζεσαι που είναι αδύνατον
καθαίρεσις να γίνει των αγίων εικόνων,
αφού δεν φάνηκεν ακόμη ο αυτοκράτωρ Κόνων.»
Ο ποιητής, απευθυνόμενος στον πατριάρχη, τον συμβουλεύει -σε χρόνο ενεστώτα, για να διασφαλιστεί η διαχρονικότητα του μηνύματος και η ζωντάνια του διαλόγου- να μην εξαπατά τον εαυτό του και να μην εφησυχάζει, βασιζόμενος σε μια προφητεία, πως ο κίνδυνος για τη θρησκεία του δεν είναι υπαρκτός και άμεσα επικείμενος. Η καθαίρεση των εικόνων, που είχε ήδη αναγγελθεί από τον Λέοντα, δεν έθεσε σε πλήρη επαγρύπνηση τον πατριάρχη Γερμανό, με τη σκέψη πως δεν πληρούται η βασική προϋπόθεση της προφητείας, ότι αυτός που θα απαγορεύσει τις εικόνες ονομάζεται Κόνων. Ο πατριάρχης, έτσι, αν και λαμβάνει το μήνυμα, δεν ανησυχεί, διότι θεωρεί καλόπιστα πως δεν έχει έρθει η ώρα εκπλήρωσης του φοβερού αυτού γεγονότος. Η προφητεία, ωστόσο, εκπληρώνεται εκείνη ακριβώς την εποχή, στα χρόνια του πατριάρχη Γερμανού, έστω κι αν εκείνος αγνοεί ακόμη το πραγματικό όνομα του Λέοντος και το άμεσο του κινδύνου.
Η προειδοποίηση προς τον πατριάρχη Γερμανό επέχει, ωστόσο, χαρακτήρα μιας γενικότερης υπενθύμισης προς κάθε αναγνώστη σχετικά με τον βαθμό επαγρύπνησης που οφείλουν να τηρούν οι άνθρωποι απέναντι σε όσα απειλούν την ταυτότητά τους, τον εαυτό τους, την ελευθερία, όπως και τη θρησκευτική τους πίστη. Ο εφησυχασμός συνιστά πάγιο πρόβλημα, εφόσον οι άνθρωποι προτιμούν να παραβλέπουν τις ενδείξεις ή και τις πρώτες εκδηλώσεις ενός επικείμενου προβλήματος, προκειμένου να αποφύγουν την ενεργό δράση που απαιτείται για την προάσπιση όσων είναι πολύτιμα για εκείνους. Χρειάζεται, εντούτοις, να γίνει αντιληπτό πως οι αγώνες για καθετί που έχει αξία και συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα δεν μπορούν να αναβάλλονται διαρκώς μήτε να μην αναλαμβάνονται ποτέ. Όσο, άλλωστε, κι αν θέλουν οι άνθρωποι να εθελοτυφλούν και να επιλέγουν την αδράνεια, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν θα εκδηλωθούν κάποια στιγμή με τρόπο σαφή και αδιάψευστο, εξωθώντας τους τελικά στην αναγκαία δράση.
«Α πατριάρχη δυστυχή μη βαυκαλίζεσαι∙
ο απαίσιος Λέων, να, μπήκε στην αίθουσά σου
και τ’ όνομά του τώρα θα σου πει.»
Ο ποιητής μέμφεται εμμέσως τον πατριάρχη για τη δυσκολία του να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει. Παρά τις διακηρύξεις του Λέοντος, ο Γερμανός «γαντζώνεται» από την προφητεία για τον αυτοκράτορα «Κόνωνα» και επιμένει να πιστεύει πως ο κίνδυνος για την ορθοδοξία δεν είναι άμεσος. Η αλήθεια, ωστόσο, θα του αποκαλυφθεί πολύ σύντομα, καθώς, όπως παραστατικά το καταγράφει ο ποιητής,
«ο απαίσιος Λέων, να, μπήκε στην αίθουσά σου». Η στιγμή που ο πατριάρχης θα μάθει το βαφτιστικό όνομα του Λέοντος απέχει ελάχιστα («τ’ όνομά του τώρα θα σου πει»). Έτσι, κατά τρόπο αναπόφευκτο, ο πατριάρχης θα αντιληφθεί πως όσα θεωρούσε ότι θα συμβούν στο μέλλον, συμβαίνουν τώρα, και πως δεν υπάρχει πια χρόνος για δισταγμούς ή για κούφιες ελπίδες. Ο πατριάρχης είναι υποχρεωμένος να υψώσει το ανάστημά του, για να προστατεύσει την ορθοδοξία, χωρίς να έχει πια κανένα περιθώριο αναβολής.
Η διάψευση της πεποίθησης του πατριάρχη πως ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος συνιστά καίριο μέρος του μηνύματος που επιδιώκει να μεταδώσει ο ποιητής. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι επιλέγουν να αγνοούν τις ενδείξεις για την ύπαρξη ενός σημαντικού κινδύνου, δεν μπορούν να σταματήσουν την έλευσή του. Η μη αποδοχή των ενδείξεων δεν ματαιώνει τον κίνδυνο -ό,τι κι αν αφορά ο κίνδυνος αυτός-, καθυστερεί απλώς την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, ο ποιητής επιχειρεί να επισημάνει στους αναγνώστες πως είναι μάταιο το να εθελοτυφλούν μπροστά στα σημάδια μιας επερχόμενης απειλής. Η απειλή θα πραγματωθεί είτε το θέλουν είτε όχι, γι’ αυτό και οφείλουν να δρουν εγκαίρως και χωρίς ανούσια χρονοτριβή, όσο κι αν τους φοβίζει η αναγκαιότητα της δράσης. Μια απειλή, για παράδειγμα, εις βάρος της ελευθερίας τους, δεν μπορεί να αποσοβηθεί με ήπιες ενέργειες, κι αυτό σίγουρα γεμίζει τρόμο την ψυχή των ανθρώπων. Η προάσπιση, ωστόσο, της ελευθερίας τους είναι απολύτως αναγκαία, όποιο κι αν είναι το τίμημα για την ευόδωσή της.
Από τα σχόλια της Renata Lavagnini:
Τα πρόσωπα του ποιήματος είναι ο εικονομάχος
αυτοκράτορας Λέων Γ΄ (717-741) και ο πατριάρχης Γερμανός (715-730). Ο Παπαρρηγόπουλος
αναφέρει ότι τα εικονοκλαστικά φρονήματα του αυτοκράτορα εκδηλώθηκαν για πρώτη
φορά το 726∙ το 728, ο Λέων δημοσίευσε το γνωστό διάταγμα που απαγόρευε τη
λατρεία των εικόνων, και λίγο αργότερα (730), επειδή ο πατριάρχης αρνήθηκε να
θέσει σε ισχύ το διάταγμα, τον απομάκρυνε από τον πατριαρχικό θρόνο. Στο τέλος
του κεφαλαίου που αφιερώνει στον Λέοντα, ο Παπαρρηγόπουλος παρατηρεί ότι μια
συνολική αξιολόγηση της προσωπικότητάς του καθίσταται δύσκολη από τη σπανιότητα
και την αβεβαιότητα των πληροφοριών, και ως παράδειγμα των δυσκολιών που
συναντά ο ιστορικός παραθέτει ένα ανέκδοτο (όχι αξιόπιστο κατά τον
Παπαρρηγόπουλο), σχετικό με το θέμα του πραγματικού ονόματος του αυτοκράτορα,
σύμφωνα με την αφήγηση του βυζαντινού χρονογράφου Θεοφάνη: «Πλήν τούτου ὁ Θεοφάνης ἰδού πῶς ἱστορεῖ τον τρόπον, καθ’ ὅν ἐγνώσθη κατά πρῶτον το ἀρχικόν ἐκεῖνο τοῦ Λέοντος ὄνομα. Ὅτε ὁ βασιλεύς, καλέσας τον πατριάρχην
Γερμανόν, ἐπεχείρησε,
λέγει, να μεταπείσῃ
αὐτόν ὡς προς το ζήτημα τῶν εἰκόνων, ὁ ἀρχιερεύς ἀπεκρίθη∙ “την μέν καθαίρεσιν τῶν ἁγίων και σεπτῶν εἰκόνων ἀκούομεν ἔσεσθαι, ἀλλ’ οὐχί ἐπί τῆς σῆς βασιλείας∙ τούτου δε ἐπαναγκάσαντος εἰπεῖν ἐπί τίνος βασιλείας; ἔφη ἐπί Κόνωνος. Ὁ δε ἔφη∙ το βαπτιστικόν μου ὄνομα ἐν ἀληθεία Κόνων ἐστί. Ὁ δε πατριαρχης ἔφη: μη γένοιτο, Δέσποτα, δια τῆς σῆς βασιλείας το κακόν τοῦτο τελεσθῆναι”». Ο Καβάφης εμπνεύστηκε από τον
Παπαρρηγόπουλο, αλλά σχετικά με τα πρόσωπα του αυτοκράτορα και του πατριάρχη
φαίνεται να συμμερίζεται τη στάση του εικονόφιλου βυζαντινού χρονογράφου, που
χαρακτηρίζει τον πρώτο ως «δυσσεβῆ», «παράνομον», «τύραννον» και τον
δεύτερο ως «ἁγιώτατον»,
«μακάριον», «θεσπέσιον» κτλ., ενώ ο Παπαρρηγόπουλος σχολιάζει λιγότερο ευνοϊκά
την αντίσταση του πατριάρχη και εξαίρει τη νομοθετική και αναμορφωτική δράση
του Λέοντα. Ο ποιητής όμως μεταχειρίζεται εδώ με ασυνήθιστη ελευθερία τις πηγές
του, όχι μόνο στην επιλογή των επιθέτων, αλλά και στη δραματική σκηνοθεσία του
επεισοδίου, και στη χρήση του ρητορικού σχήματος της αποστροφής.
Πληροφορίες για τη δράση του Λέοντος Γ΄ από την Ιστορία του Α. Βασίλιεφ:
Ο Λέων αφιέρωσε τα πρώτα εννέα χρόνια της
βασιλείας του στην απόκρουση των εξωτερικών εχθρών και στην εδραίωσή του στον
θρόνο, χωρίς να λάβει κανένα μέτρο σχετικό με τις εικόνες. Η όλη εκκλησιαστική
δράση του Αυτοκράτορα, την περίοδο αυτή, εκδηλώθηκε με την εντολή που έδωσε να βαπτιστούν
οι Ιουδαίοι και οι οπαδοί της ανατολικής αίρεσης των Μοντανιστών.
Μόνο τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του, δηλαδή το 726 -σύμφωνα με τον χρονογράφο Θεοφάνη- ο αυτοκράτορας «άρχισε να ομιλεί για την καταστροφή των αγίων και τιμημένων εικόνων». Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ιστορικούς πιστεύουν ότι το πρώτο διάταγμα εναντίον των εικόνων δημοσιεύτηκε το 725 ή το 726. Αμέσως μετά τη δημοσίευση του διατάγματος ο Λέων διέταξε την καταστροφή του αγάλματος του Χριστού, που ήταν τοποθετημένο πάνω από την πύλη της Χαλκής, όπως ονομαζόταν η μεγαλοπρεπής είσοδος του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια στάση, στην οποία συμμετείχαν περισσότερο οι γυναίκες. Ο εξουσιοδοτημένος, από τον αυτοκράτορα, για την καταστροφή υπάλληλος δολοφονήθηκε, αλλά τον φόνο του ακολούθησε η εκ μέρους του Λέοντος σκληρή τιμωρία των υπερασπιστών του αγάλματος. Τα θύματα αυτά υπήρξαν οι πρώτοι μάρτυρες της λατρείας των εικόνων.
Η εχθρική στάση του Λέοντος εναντίον των Εικονολατρών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός και ο Πάπας της Ρώμης Γρηγόριος Β΄ αντιστάθηκαν σθεναρά στην τακτική του αυτοκράτορα, ενώ στην Ελλάδα ξέσπασε επανάσταση προς υπεράσπιση των εικόνων. Αν και η επανάσταση αυτή κατεστάλη γρήγορα από τον στρατό του Λέοντος, η έντονη αντίδραση του λαού έκανε αδύνατη την περαιτέρω επιβολή αποτελεσματικών μέτρων.
Τελικά, το 730, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε ένα είδος Συνόδου, όπου εκδόθηκε ένα άλλο διάταγμα εναντίον των εικόνων. Ο Γερμανός, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα αυτό, εκθρονίστηκε και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο κτήμα του, όπου και έμεινε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Τον πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ο Αναστάσιος, ο οποίος το υπέγραψε πρόθυμα. Έτσι, το διάταγμα εναντίον των εικόνων δεν εκδόθηκε πια μόνο εκ μέρους του αυτοκράτορα, αλλά και εξ ονόματος της Εκκλησίας, δεδομένου ότι έφερε την υπογραφή του Πατριάρχη. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ χρήσιμο για τον Λέοντα.
καθαίρεσις να γίνει των αγίων εικόνων,
αφού δεν φάνηκεν ακόμη ο αυτοκράτωρ Κόνων.»
Ο ποιητής, απευθυνόμενος στον πατριάρχη, τον συμβουλεύει -σε χρόνο ενεστώτα, για να διασφαλιστεί η διαχρονικότητα του μηνύματος και η ζωντάνια του διαλόγου- να μην εξαπατά τον εαυτό του και να μην εφησυχάζει, βασιζόμενος σε μια προφητεία, πως ο κίνδυνος για τη θρησκεία του δεν είναι υπαρκτός και άμεσα επικείμενος. Η καθαίρεση των εικόνων, που είχε ήδη αναγγελθεί από τον Λέοντα, δεν έθεσε σε πλήρη επαγρύπνηση τον πατριάρχη Γερμανό, με τη σκέψη πως δεν πληρούται η βασική προϋπόθεση της προφητείας, ότι αυτός που θα απαγορεύσει τις εικόνες ονομάζεται Κόνων. Ο πατριάρχης, έτσι, αν και λαμβάνει το μήνυμα, δεν ανησυχεί, διότι θεωρεί καλόπιστα πως δεν έχει έρθει η ώρα εκπλήρωσης του φοβερού αυτού γεγονότος. Η προφητεία, ωστόσο, εκπληρώνεται εκείνη ακριβώς την εποχή, στα χρόνια του πατριάρχη Γερμανού, έστω κι αν εκείνος αγνοεί ακόμη το πραγματικό όνομα του Λέοντος και το άμεσο του κινδύνου.
Η προειδοποίηση προς τον πατριάρχη Γερμανό επέχει, ωστόσο, χαρακτήρα μιας γενικότερης υπενθύμισης προς κάθε αναγνώστη σχετικά με τον βαθμό επαγρύπνησης που οφείλουν να τηρούν οι άνθρωποι απέναντι σε όσα απειλούν την ταυτότητά τους, τον εαυτό τους, την ελευθερία, όπως και τη θρησκευτική τους πίστη. Ο εφησυχασμός συνιστά πάγιο πρόβλημα, εφόσον οι άνθρωποι προτιμούν να παραβλέπουν τις ενδείξεις ή και τις πρώτες εκδηλώσεις ενός επικείμενου προβλήματος, προκειμένου να αποφύγουν την ενεργό δράση που απαιτείται για την προάσπιση όσων είναι πολύτιμα για εκείνους. Χρειάζεται, εντούτοις, να γίνει αντιληπτό πως οι αγώνες για καθετί που έχει αξία και συνιστά θεμελιώδες δικαίωμα δεν μπορούν να αναβάλλονται διαρκώς μήτε να μην αναλαμβάνονται ποτέ. Όσο, άλλωστε, κι αν θέλουν οι άνθρωποι να εθελοτυφλούν και να επιλέγουν την αδράνεια, οι κίνδυνοι που ελλοχεύουν θα εκδηλωθούν κάποια στιγμή με τρόπο σαφή και αδιάψευστο, εξωθώντας τους τελικά στην αναγκαία δράση.
«Α πατριάρχη δυστυχή μη βαυκαλίζεσαι∙
ο απαίσιος Λέων, να, μπήκε στην αίθουσά σου
και τ’ όνομά του τώρα θα σου πει.»
Ο ποιητής μέμφεται εμμέσως τον πατριάρχη για τη δυσκολία του να αποδεχτεί την πραγματικότητα ως έχει. Παρά τις διακηρύξεις του Λέοντος, ο Γερμανός «γαντζώνεται» από την προφητεία για τον αυτοκράτορα «Κόνωνα» και επιμένει να πιστεύει πως ο κίνδυνος για την ορθοδοξία δεν είναι άμεσος. Η αλήθεια, ωστόσο, θα του αποκαλυφθεί πολύ σύντομα, καθώς, όπως παραστατικά το καταγράφει ο ποιητής,
«ο απαίσιος Λέων, να, μπήκε στην αίθουσά σου». Η στιγμή που ο πατριάρχης θα μάθει το βαφτιστικό όνομα του Λέοντος απέχει ελάχιστα («τ’ όνομά του τώρα θα σου πει»). Έτσι, κατά τρόπο αναπόφευκτο, ο πατριάρχης θα αντιληφθεί πως όσα θεωρούσε ότι θα συμβούν στο μέλλον, συμβαίνουν τώρα, και πως δεν υπάρχει πια χρόνος για δισταγμούς ή για κούφιες ελπίδες. Ο πατριάρχης είναι υποχρεωμένος να υψώσει το ανάστημά του, για να προστατεύσει την ορθοδοξία, χωρίς να έχει πια κανένα περιθώριο αναβολής.
Η διάψευση της πεποίθησης του πατριάρχη πως ο κίνδυνος δεν είναι άμεσος συνιστά καίριο μέρος του μηνύματος που επιδιώκει να μεταδώσει ο ποιητής. Ακόμη κι αν οι άνθρωποι επιλέγουν να αγνοούν τις ενδείξεις για την ύπαρξη ενός σημαντικού κινδύνου, δεν μπορούν να σταματήσουν την έλευσή του. Η μη αποδοχή των ενδείξεων δεν ματαιώνει τον κίνδυνο -ό,τι κι αν αφορά ο κίνδυνος αυτός-, καθυστερεί απλώς την αναπόφευκτη συνειδητοποίηση της πραγματικότητας. Υπ’ αυτή την έννοια, ο ποιητής επιχειρεί να επισημάνει στους αναγνώστες πως είναι μάταιο το να εθελοτυφλούν μπροστά στα σημάδια μιας επερχόμενης απειλής. Η απειλή θα πραγματωθεί είτε το θέλουν είτε όχι, γι’ αυτό και οφείλουν να δρουν εγκαίρως και χωρίς ανούσια χρονοτριβή, όσο κι αν τους φοβίζει η αναγκαιότητα της δράσης. Μια απειλή, για παράδειγμα, εις βάρος της ελευθερίας τους, δεν μπορεί να αποσοβηθεί με ήπιες ενέργειες, κι αυτό σίγουρα γεμίζει τρόμο την ψυχή των ανθρώπων. Η προάσπιση, ωστόσο, της ελευθερίας τους είναι απολύτως αναγκαία, όποιο κι αν είναι το τίμημα για την ευόδωσή της.
Από τα σχόλια της Renata Lavagnini:
Πληροφορίες για τη δράση του Λέοντος Γ΄ από την Ιστορία του Α. Βασίλιεφ:
Μόνο τον δέκατο χρόνο της βασιλείας του, δηλαδή το 726 -σύμφωνα με τον χρονογράφο Θεοφάνη- ο αυτοκράτορας «άρχισε να ομιλεί για την καταστροφή των αγίων και τιμημένων εικόνων». Οι περισσότεροι από τους σύγχρονους ιστορικούς πιστεύουν ότι το πρώτο διάταγμα εναντίον των εικόνων δημοσιεύτηκε το 725 ή το 726. Αμέσως μετά τη δημοσίευση του διατάγματος ο Λέων διέταξε την καταστροφή του αγάλματος του Χριστού, που ήταν τοποθετημένο πάνω από την πύλη της Χαλκής, όπως ονομαζόταν η μεγαλοπρεπής είσοδος του αυτοκρατορικού ανακτόρου. Το γεγονός αυτό προκάλεσε μια στάση, στην οποία συμμετείχαν περισσότερο οι γυναίκες. Ο εξουσιοδοτημένος, από τον αυτοκράτορα, για την καταστροφή υπάλληλος δολοφονήθηκε, αλλά τον φόνο του ακολούθησε η εκ μέρους του Λέοντος σκληρή τιμωρία των υπερασπιστών του αγάλματος. Τα θύματα αυτά υπήρξαν οι πρώτοι μάρτυρες της λατρείας των εικόνων.
Η εχθρική στάση του Λέοντος εναντίον των Εικονολατρών προκάλεσε έντονες αντιδράσεις. Ο Πατριάρχης Κωνσταντινουπόλεως Γερμανός και ο Πάπας της Ρώμης Γρηγόριος Β΄ αντιστάθηκαν σθεναρά στην τακτική του αυτοκράτορα, ενώ στην Ελλάδα ξέσπασε επανάσταση προς υπεράσπιση των εικόνων. Αν και η επανάσταση αυτή κατεστάλη γρήγορα από τον στρατό του Λέοντος, η έντονη αντίδραση του λαού έκανε αδύνατη την περαιτέρω επιβολή αποτελεσματικών μέτρων.
Τελικά, το 730, ο αυτοκράτορας συγκάλεσε ένα είδος Συνόδου, όπου εκδόθηκε ένα άλλο διάταγμα εναντίον των εικόνων. Ο Γερμανός, ο οποίος αρνήθηκε να υπογράψει το διάταγμα αυτό, εκθρονίστηκε και υποχρεώθηκε να αποσυρθεί στο κτήμα του, όπου και έμεινε τον υπόλοιπο χρόνο της ζωής του. Τον πατριαρχικό θρόνο κατέλαβε ο Αναστάσιος, ο οποίος το υπέγραψε πρόθυμα. Έτσι, το διάταγμα εναντίον των εικόνων δεν εκδόθηκε πια μόνο εκ μέρους του αυτοκράτορα, αλλά και εξ ονόματος της Εκκλησίας, δεδομένου ότι έφερε την υπογραφή του Πατριάρχη. Το γεγονός αυτό υπήρξε πολύ χρήσιμο για τον Λέοντα.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου