Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυμαίνομαι» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυμαίνομαι»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips

Pierre Tetar van Elven

 
Αρχαία ελληνικά: Αναλυτική κλίση ρήματος «λυμαίνομαι»
 
λυμαίνομαι = βλάπτω, καταστρέφω
 
Ενεστώτας
Οριστική
λυμαίνομαι, λυμαίν/λυμαίνει, λυμαίνεται, λυμαινόμεθα, λυμαίνεσθε, λυμαίνονται
Υποτακτική
λυμαίνωμαι, λυμαίν, λυμαίνηται, λυμαινώμεθα, λυμαίνησθε, λυμαίνωνται
Ευκτική
λυμαινοίμην, λυμαίνοιο, λυμαίνοιτο, λυμαινοίμεθα, λυμαίνοισθε, λυμαίνοιντο
Προστακτική
---, λυμαίνου, λυμαινέσθω, ---, λυμαίνεσθε, λυμαινέσθων ή λυμαινέσθωσαν
Απαρέμφατο
λυμαίνεσθαι
Μετοχή
λυμαινόμενος
λυμαινομένη
λυμαινόμενον
 
Παρατατικός
Οριστική
λυμαινόμην, λυμαίνου, λυμαίνετο, λυμαινόμεθα, λυμαίνεσθε, λυμαίνοντο
 
Μέλλοντας (συνηρημένος)
Οριστική
λυμανομαι, λυμαν - λυμανε, λυμανεται, λυμανούμεθα, λυμανεσθε, λυμανονται
Ευκτική
λυμανοίμην, λυμανοο, λυμανοτο, λυμανοίμεθα, λυμανοσθε, λυμανοντο
Απαρέμφατο
λυμανεσθαι
Μετοχή
λυμανούμενος
λυμανουμένη
λυμανούμενον
 
Αόριστος
Οριστική
λυμηνάμην, λυμήνω, λυμήνατο, λυμηνάμεθα, λυμήνασθε, λυμήναντο
Υποτακτική
λυμήνωμαι, λυμήν, λυμήνηται, λυμηνώμεθα, λυμήνησθε, λυμήνωνται
Ευκτική
λυμηναίμην, λυμήναιο, λυμήναιτο, λυμηναίμεθα, λυμήναισθε, λυμήναιντο
Προστακτική
---, λύμηναι, λυμηνάσθω, ---, λυμήνασθε, λυμηνάσθων ή λυμηνάσθωσαν
Απαρέμφατο
λυμήνασθαι
Μετοχή
λυμηνάμενος
λυμηναμένη
λυμηνάμενον
 
Παθητικός Αόριστος
Οριστική
λυμάνθην, λυμάνθης, λυμάνθη, λυμάνθημεν, λυμάνθητε, λυμάνθησαν
Υποτακτική
λυμανθ, λυμανθς, λυμανθ, λυμανθμεν, λυμανθτε, λυμανθσι(ν)
Ευκτική
λυμανθείην, λυμανθείης, λυμανθείη, λυμανθείημεν ή λυμανθεμεν, λυμανθείητε ή λυμανθετε, λυμανθείησαν ή λυμανθεεν
Προστακτική
---, λυμάνθητι, λυμανθήτω, ---, λυμάνθητε, λυμανθέντων ή λυμανθήτωσαν
Απαρέμφατο
λυμανθναι
Μετοχή
λυμανθείς
λυμανθεσα
λυμανθέν
 
Παρακείμενος
Οριστική
λελύμασμαι, λελύμανσαι, λελύμανται, λελυμάσμεθα, λελύμανθε, λελυμασμένοι εσί(ν)
 
Υποτακτική
λελυμασμένος- λελυμασμένη- λελυμασμένον
λελυμασμένος- λελυμασμένη- λελυμασμένον ς
λελυμασμένος- λελυμασμένη- λελυμασμένον
λελυμασμένοι- λελυμασμέναι- λελυμασμένα μεν
λελυμασμένοι- λελυμασμέναι- λελυμασμένα τε
λελυμασμένοι- λελυμασμέναι- λελυμασμένα σι
 
Ευκτική
λελυμασμένος- λελυμασμένη- λελυμασμένον εην
λελυμασμένος- λελυμασμένη- λελυμασμένον εης
λελυμασμένος- λελυμασμένη- λελυμασμένον εη
λελυμασμένοι- λελυμασμέναι- λελυμασμένα εημεν (εμεν)
λελυμασμένοι- λελυμασμέναι- λελυμασμένα εητε (ετε)
λελυμασμένοι- λελυμασμέναι- λελυμασμένα εησαν (εεν)
 
Προστακτική
---, λελύμανσο, λελυμάνθω, --- λελύμανθε, λελυμάνθων ή λελυμάνθωσαν
 
Απαρέμφατο
λελυμάνθαι
 
Μετοχή
λελυμασμένος,
λελυμασμένη,
λελυμασμένον
 
Υπερσυντέλικος
λελυμάσμην, λελύμανσο, λελύμαντο, λελυμάσμεθα, λελύμανθε, λελυμασμένοι σαν

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...