Μίλτος Σαχτούρης "Χριστούγεννα 1948" παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Μίλτος Σαχτούρης "Χριστούγεννα 1948" παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Hiroko Sakai

Παράλληλο κείμενο για το «Ποίηση 1948» του Εγγονόπουλου

Μίλτος Σαχτούρης «Χριστούγεννα 1948»


Η ποίηση του Μίλτου Σαχτούρη μας δίνεται με ελλειπτικούς στίχους, που δημιουργούν εικόνες τρομακτικές, επώδυνες, κάποτε ασυνάρτητες, μα πάντοτε τόσο έντονες που κατορθώνουν να μεταδώσουν με εξαιρετική ενάργεια του κλίμα φόβου και οδύνης που επικρατούσε στα χρόνια του εμφυλίου πολέμου. Ο ποιητής δε θέλει ή δε μπορεί να μας διηγηθεί με τους στίχους του μια πλήρη ιστορία, προτιμά να μας δίνει θρυμματισμένο το σύνολο, αφήνοντας τον αναγνώστη να επιχειρήσει μόνος του μια επανασύνδεση των επιμέρους κομματιών, καταλήγοντας έτσι σε μια διαφορετική κάθε φορά ιστορία, που είτε αντανακλά είτε όχι τη σκέψη του ποιητή, παραμένει πάντως στα πλαίσια ενός εφιαλτικού σκηνικού κι αυτό είναι αρκετό για τον ποιητή.
Κινούμενος σε χρόνια φρίκης, επιχειρεί να μεταδώσει με τους στίχους του κάτι από αυτόν τον παραλογισμό που έφερε τους Έλληνες να αιματοκυλιστούν μεταξύ τους, προβαίνοντας σε πράξεις αλόγιστης βίας κι ανείπωτης σκληρότητας. Ακόμη κι αν ο Σαχτούρης επιχειρούσε να μας δώσει τις εικόνες που αντίκρισε στην πληρότητά τους, με ειρμό και συνέχεια, ίσως να μην κατόρθωνε να μας μεταφέρει ακέραιο το αίσθημα παραλογισμού που έπνεε εκείνα τα δύσκολα χρόνια. Επιλέγει τον κατακερματισμό της εικόνας, προτιμά την αινιγματική διατύπωση που δύσκολα φτάνει σε μια σαφή ολότητα, ώστε να έρθει έστω και για λίγο ο αναγνώστης του αντιμέτωπος με όσα έζησε ο ποιητής: παντού σκοτωμένοι άνθρωποι, αίμα, φρίκη και απάνθρωπη σκληρότητα, χωρίς εξηγήσεις και χωρίς λόγο. Πώς θα μπορούσε να μεταφέρει καλύτερα στους στίχους του αυτό το αίσθημα πλήρους αδυναμίας να κατανοήσει γιατί συμβαίνουν όλα αυτά, γιατί παντού οι άνθρωποι έχουν αποκτηνωθεί και γιατί παντού ρέει άφθονο το αίμα των συμπατριωτών του;
Ένα από τα πλέον χαρακτηριστικά ποιήματα του Σαχτούρη, όπου η εικόνα μας δίνεται με σύντομες φράσεις ή απλές λέξεις, που δύσκολα συνδέονται μεταξύ τους κι ακόμη πιο δύσκολα φτάνει κανείς στην ανασύνθεση της συνολικής εικόνας, είναι το «Χριστούγεννα 1948». Το μόνο βέβαιο είναι το κλίμα αποτροπιασμού που αποπνέουν οι στίχοι αυτοί κι ίσως είναι αρκετό να μένει κανείς σ’ αυτή το αίσθημα φρίκης που μεταδίδει τόσο αποτελεσματικά ο ποιητής. Ίσως πάλι μια απόπειρα σύνδεσης της θρυμματισμένης εικόνας να μην είναι εντελώς άτοπη, με την προϋπόθεση πάντοτε ότι είναι απλώς μια απόπειρα και πως κάθε νέα απόπειρα οδηγεί αναγκαστικά σε μια διαφορετική ανασύνθεση της ιστορίας εκείνων των Χριστουγέννων.


Σημαία
ακόμη...


Η σημαία ως το κατεξοχήν σύμβολο πολεμικής δραστηριότητας, στέκει ακόμη, υποδηλώνοντας ότι ο «πόλεμος» ή έστω η αδελφοκτόνος μανία, συνεχίζει ακάθεκτη. Είναι Χριστούγεννα του 1948 κι ο πόλεμος συνεχίζεται αδιάκοπος και μάλιστα καθώς φτάνει στην κορύφωσή του, μαίνεται σκληρότερος από ποτέ.

τα δόκανα στημένα στους δρόμους
τα μαγικά σύρματα
τα σταυρωτά....


Η πόλη είναι ακόμη χωρισμένη με οδοφράγματα, η επικοινωνία μεταξύ των δύο πλευρών μοιάζει αδύνατη, καθώς ανάμεσά τους βρίσκονται στημένα εμπόδια, παγίδες και τίποτα δε μοιάζει ικανό να φέρει τη σωτήρια μεσολάβηση. Με την εικόνα αυτή ο ποιητής μας μεταδίδει την αίσθηση ότι όλοι οι μαχητές βρίσκονται στις θέσεις τους και πως μια ακόμη σύγκρουση δεν μπορεί να απέχει πολύ.

και τα σπίρτα καμένα...


Με το στίχο αυτό, παρόλο που δε μας ξεκαθαρίζει για ποιο σκοπό χρησιμοποιήθηκαν τα σπίρτα, πάντως μας δημιουργεί την αίσθηση ότι οι πολεμιστές έχουν μείνει για ώρα σε θέση μάχης και κατά την αναμονή έχουν κάψει όλα τους τα σπίρτα, ίσως για να ανάψουν τα τσιγάρα τους. Σε κάθε περίπτωση ο στίχος υποδηλώνει πολύωρη αναμονή.

και πέφτει η οβίδα στη φάτνη
του μικρού Χριστού
το αίμα το αίμα το αίμα...


Κι αμέσως μετά την εικόνα της πόλης που βρίσκεται σε εμπόλεμη κατάσταση με τους μαχητές να βρίσκονται σε κατάσταση αναμονής, μια οβίδα καταλήγει μέσα στη φάτνη του μικρού Χριστού. Το σύμβολο των Χριστουγέννων, το σύμβολο της ειρήνης και της ελπίδας, πέφτει θύμα μιας πράξης πολέμου. Με την εικόνα αυτή έρχεται με απόλυτο τρόπο η διάψευση κάθε ελπίδας και η επιβεβαίωση ότι αυτός ο πόλεμος είναι ανελέητος και χωρίς να δείχνει σημάδια μείωσης της έντασής του. Ακόμη και το ύψιστο σύμβολο αγάπης αποτελεί στόχο των πολεμιστών ή ίσως το σύμβολο της αγάπης αποτελεί το βασικό στόχο, σ’ έναν πόλεμο μέχρι τελικής πτώσεως όπου δε σέβεται απολύτως τίποτε και οι αντίπαλου ενδέχεται να είναι αδέρφια ή πατέρας και γιος.
Η οβίδα πέφτει και το αίμα έρχεται να γεμίσει τα πάντα. Το αίμα απλώνεται παντού και μαζί του ο θάνατος κυριαρχεί. Σ’ αυτόν τον πόλεμο που δεν έχει απλώς σκοπό τη νίκη, έχει κυρίως σκοπό να σκοτώσει. Ο εμφύλιος πέρα από την αντιπαλότητα για τη διεκδίκηση της εξουσίας, υπήρξε ένας πόλεμος μίσους, όπου κάθε είδους προσωπική διαφορά και αντιδικία ήρθε στο φως κι οι άνθρωποι βρήκαν την ευκαιρία να εκδικηθούν ο ένας τον άλλο, σε προσωπικό επίπεδο και για λόγους που δεν είχαν ιδεολογικό περιεχόμενο. Για λόγους που οδηγούσαν σε μία μόνο επιδίωξη, στο να σκοτώσουν.

εφιαλτικές γυναίκες
με τρυφερά κέρινα
χέρια
απεγνωσμένα χαϊδεύουν...


Στα πλαίσια της εικόνας που μας έχει δώσει προηγουμένως με τη φάτνη, ο ποιητής συνδυάζει στοιχεία από τη φάτνη, τις κέρινες μορφές με πραγματικά πρόσωπα, δημιουργώντας γυναίκες που έχουν κέρινα χέρια, σα να είναι μέρος του διακόσμου της φάτνης.
Τα κέρινα χέρια, μια εικόνα που τόσο μαγνητίζει τη φαντασία του αναγνώστη, δίνουν την εντύπωση ότι ακυρώνουν την προσπάθεια του χαδιού. Πώς μπορεί ένα κέρινο, ένα άψυχο χέρι να μεταδώσει συναίσθημα με το χάδι του, πώς μπορεί μια γυναίκα με άψυχα χέρια να μεταδώσει τρυφερότητα με το άγγιγμά της;
Οι γυναίκες αυτές είναι άλλωστε εφιαλτικές και πέρα από την εξ ορισμού μάταιης προσπάθειάς τους να χαϊδέψουν:

βόσκουν
στην παγωνιά
καταραμένα πρόβατα...


Οι εφιαλτικές γυναίκες συνδυάζονται κι εδώ με την εικόνα τη φάτνης, όπου ακινητοποιημένες μέσα στο κρύο στέκουν πλάι στα πρόβατα της φάτνης, αλλά σε συμβολικό επίπεδο, μπορούν να είναι οι γυναίκες – μανάδες που βόσκουν, τρέφουν, μεγαλώνουν, διαπαιδαγωγούν, καταραμένα πρόβατα, καταραμένα παιδιά, ίσα για να εμπλακούν σ’ έναν αδυσώπητο πόλεμο. Εφιαλτικές γυναίκες, που δεν έχουν την ικανότητα να μεταδώσουν πλέον συναίσθημα με τα χέρια τους και να ζεστάνουν την καρδιά όσων δέχονται το άγγιγμά τους, καταλήγουν να τρέφουν καταραμένα παιδιά, που χωρίς συναίσθημα βγαίνουν για να σκοτώσουν.
Κι είναι εφιαλτικές αυτές οι γυναίκες γιατί παρά την προσπάθειά τους να μεταδώσουν τρυφερότητα, το συνειδητοποιούν ότι αδυνατούν, κι είναι εφιαλτικές γιατί τα παιδιά τους έτυχε να είναι οι καταραμένοι αυτοί στρατιώτες ενός πολέμου που έχει γεμίσει τα πάντα με αίμα, άδικα χαμένο αίμα, αίμα αδελφών και πατεράδων.

με το σταυρό
στα χέρια
και το τουφέκι της πρωτοχρονιάς...


Το μπλέξιμο των εννοιών λειτουργεί εξαιρετικά εδώ, μεταδίδοντας την παρανόηση των επιδιώξεων, την παράλογη μετουσίωση των αγαθών προθέσεων σε πράξεις φονικές. Ο σταυρός της πρωτοχρονιάς και το τουφέκι, διαπλέκονται και οι άνθρωποι συμμετέχουν τυφλωμένοι σ’ αυτόν τον πόλεμο, αλλοιώνοντας τις αντιλήψεις του και φτάνοντας να δικαιώνουν έναν μάταιο πόλεμο, σκοτώνοντας για σκοπούς που δε θα έπρεπε να αρκούν για να οπλίσουν το χέρι τους, ακυρώνοντας κάθε έννοια ηθικότητας και αμαυρώνοντας κάθε έννοια καλού. Είναι μοναδικός ο τρόπος με τον οποίο ο ποιητής μεταδίδει τη σύγχυση που επικρατούσε στη σκέψη των περισσότερων ανθρώπων, που είχαν καταλήξει να πολεμούν μέχρι θανάτου, χωρίς ίσως να μπορούν να εξηγήσουν γιατί τους έχει τυφλώσει το μίσος, γιατί φτάνουν στα άκρα και πώς θα μπορούσαν να εξηγήσουν την εμπλοκή τους σ’ έναν πόλεμο που αποφασίστηκε ερήμην τους κι εκείνοι συμμετείχαν σ’ αυτόν με την ελπίδα ότι ο Θεός θα τους προστατέψει, από τον αδερφό τους και θα τους δώσει δύναμη, να σκοτώσουν τον... αδερφό τους.

το τόπι
ο σιδερόδρομος της λησμονιάς
το τόπι του θανάτου.


Ένας πόλεμος που καταλήγει παρά τις προθέσεις των συμμετεχόντων να γίνει το παιχνίδι του θανάτου, καθώς ανεξάρτητα από τις επιδιώξεις τους, εκείνο που χωρίς αμφιβολία κατάφεραν να προκαλέσουν ήταν πληθώρα θανάτων. Έγιναν το μέσο επιβολής του θανάτου, έγιναν το παιχνίδι του θανάτου, οδηγώντας στη λήθη ο ένας τον άλλο, οδηγώντας στο θάνατο ο ένας τον άλλο. Μια εμφύλια διαμάχη, χωρίς αξίες που να δικαιολογούν τη μανία που επικράτησε, χωρίς σκοπό που να δικαιώνει τόσους θανάτους. Μια εμφύλια διαμάχη που κατέληξε να γίνει ένα παιχνίδι με κερδισμένο το θάνατο και τους ανθρώπους να οδηγούνται σ’ ένα ταξίδι λησμονιάς, κατά εκατοντάδες, νεκροί, χωρίς μνήμες, χωρίς να έχουν κι ίδιοι κατανοήσει γιατί ακριβώς έχασαν τη ζωής τους. Κι η μόνη εξήγηση που μπορεί να σταθεί ήταν πως τελικά έγιναν απλώς τα παιχνίδια του θανάτου.

2 σχόλια:

Ανώνυμος είπε...

Πολύ διαφωτιστικό υλικό για την κατανόηση του ποιήματος.Πώς θα μπορούσαμε να απαντήσουμε στην παρακάτω ερώτηση;

"Τόσο ο Μ. Σαχτούρης και ο Ν. Εγγονόπουλος βιώνουν κοινές εμπειρίες κατα τον εμφύλιο σπαραγμό. Πώς μετουσιώνονται αυτές οι εμπειρίες σε ποίηση;"

Κωνσταντίνος Μάντης είπε...

Ίσως σε δυσκολεύει η διατύπωση της ερώτησης, αλλά η απάντηση είναι σχετικά απλή. Αυτό που ζητείται είναι να δείξετε πώς οι κοινές εμπειρίες των δύο ποιητών εκφράζονται στα ποιήματά τους. Ελλειπτικότητα στη διατύπωση, κατακερματισμένοι στίχοι, έλλειψη σημείων στίξης, εικόνες φρίκης (κυρίως στον Σαχτούρη), κυριαρχία συναισθημάτων πόνου και απόγνωσης, στοιχείο που ωθεί τον Εγγονόπουλο σε μια διάθεση παραίτησης από τη σύνθεση ποιημάτων.
Μπορείς, δηλαδή, να εντοπίσεις τα κοινά στοιχεία στη μορφή των ποιημάτων, καθώς και στα συναισθήματα που επιχειρούν να μεταδώσουν με τους στίχους τους.

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...