Διονύσιος Σολωμός
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο κόμης Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονται στη Βενετία, αλλά το όνομα Σολωμός συναντάται για πρώτη φορά σε ένα διάταγμα του Δόγη στο οποίο αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Αρσένιος Σολωμός έφυγε από την Κρήτη μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους και έφτασε στον Μοριά. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός ήταν γιος του κόντε Νικολάου και της Αγγελικής Νίκλη, παραδουλεύτρας στο σπίτι των Σολωμών. Είχε και ένα μικρότερο αδερφό, τον Δημήτριο, ενώ από τον πρώτο γάμο του πατέρα του και από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του είχε και ετεροθαλή αδέρφια. Η κοινωνική θέση του πατέρα του και η οικονομική άνεση που του εξασφάλισε ο γάμος της μητέρας του με τον πατέρα του την παραμονή μόλις του θανάτου του τελευταίου, βοήθησαν τον νεαρό Σολωμό να πάρει μόρφωση αντάξια του ονόματός του. Ως πρώτος δάσκαλός του αναφέρεται ο Ιταλός Don Santo Rossi, ο οποίος, το 1808, συνόδευσε τον μικρό Διονύσιο στην πόλη Κρεμόνα της Ιταλίας, στο Λύκειο της οποίας άρχισε σπουδές σε ηλικία δέκα ετών. Ακολούθως έκαμε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου γνώρισε και σχετίσθηκε με τον Μόντι, περίφημο μεταφραστή του Ομήρου, καθώς και τον Μαντσόνι. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818
χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά πλούσιος σε εμπειρίες, σοφία και ποιητικές ιδέες. Στη Ζάκυνθο δημιούργησε έναν κύκλο φίλων και συνομιλητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιταλοθρεμένοι διανοούμενοι (Τερτσέτης, Μάτεσης, Ταγιαπιέρας, κ.ά.).
Το 1828 ο Σολωμός εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα. Τα πρώτα χρόνια στο νησί είναι από τα πιο ευτυχισμένα και δημιουργικά του ποιητή, ο οποίος, απερίσπαστος, αφοσιώνεται στις δύο μεγάλες αγάπες του, τη μελέτη και την ποιητική δημιουργία. Όπως ο ίδιος σημειώνει σε γράμμα που στέλνει στον πατέρα του ποιητή Μαρκορά: «Είναι γλυκό μέσα στην ησυχία του μικρού δωματίου να καταστρώνει κανείς ό,τι μέσα λέγει η καρδιά». Η ευτυχισμένη και δημιουργική αυτή φάση όμως δεν θα κρατήσει πολύ. Το 1833 θα αρχίσει για τον ποιητή μια οδυνηρή περίοδος, όταν θα εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα με τον Νικόλαο Λεονταράκη, γιο της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της, για τη διεκδίκηση του ονόματος και της περιουσίας του κόντε Σολωμού. Στη διαμάχη αυτή, η οποία θα λήξει το 1838 με δικαίωση του Σολωμού, η μητέρα του πήρε στάση κατά του ποιητή, γεγονός το οποίο θα συγκλονίσει ανεπανόρθωτα την ψυχή του. Το 1857 πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία μόλις 59 ετών και το 1865 το λείψανό του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στη Ζάκυνθο.
Τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες τις έκανε ο Σολωμός στην ιταλική γλώσσα, που ήταν η γλώσσα των σπουδών του. Γρήγορα όμως την εγκατέλειψε για να αναζητήσει στη μητρική του γλώσσα τα εκφραστικά μέσα τα οποία θα υπηρετούσαν τις υψηλές ιδέες του. Ο Χριστόπουλος με τα Λυρικά του, τα ποιήματα του Βηλαρά, τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η συναναστροφή με τον Πολυλά και τον Σπ. Τρικούπη θα είναι οι πρώτοι «δάσκαλοι» του ποιητή, ο οποίος έμελλε να αναδείξει την ελληνική γλώσσα σε αξία ισότιμη της πατρίδας. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» είναι η αποστροφή που συνοψίζει το δημιουργικό του σύμπαν. Το ποιητικό έργο του Σολωμού μπορεί να ενταχθεί σε χρονικές περιόδους οι οποίες σχετίζονται τόσο με το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί όσο και με τη μορφή και τη θεματολογία των ποιημάτων του.
΄Ετσι, μετά τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες στα ιταλικά, αρχίζει η πρώτη ουσιαστικά φάση της ποίησής του, η ζακυνθινή λεγόμενη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τα μικρής έκτασης ποιήματα, Ξανθούλα, Αγνώριστη, Τρελή Μάνα. Η γόνιμη δεκαετία του ποιητή θα ξεκινήσει το 1823 με το πρώτο εκτεταμένο (158 στροφές) ποίημά του, Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το οποίο του χάρισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή, και θα συνεχιστεί με την ωδή Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον, το επίγραμμα των «Ψαρών» (1825), το ποίημα Η Φαρμακωμένη (1826). Στην παραγωγή αυτών των χρόνων ανήκει και το δοκίμιο για τη γλώσσα, Διάλογος (1824), καθώς και το παράξενα γκροτέσκο πεζογράφημα Η γυναίκα της Ζάκυθος. Στην περίοδο της ωριμότητας, η οποία συμπίπτει με τη δημιουργική παραμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, ανήκουν οι μεγάλες συνθέσεις, Ο Κρητικός (1833), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1833-1844) και Ο Πόρφυρας (1849). Πρόκειται για το περίφημο «είδος μικτό αλλά νόμιμο», όπου ο ποιητής —συνειδητά, για ορισμένους μελετητές, από αδυναμία, για άλλους— δημιουργεί ημιτελή σχεδιάσματα, αποδεσμευόμενος από τα κυρίαρχα ανταγωνιστικά ρεύματα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Ο γνήσιος εθνικός δεκαπεντασύλλαβος είναι η ποιητική φόρμα στην οποία επεξεργάζεται πλέον ο ποιητής τα μεγάλα θέματα της ποιητικής του: πατρίδα, ελευθερία, φύση, έρωτας. Στην τελευταία φάση της δημιουργίας του δουλεύει ξανά και ξανά τα μεγάλα έργα του και τέλος επιστρέφει στην ιταλική γλώσσα, για να δώσει λίγα ακόμα σονέτα, επιγράμματα και πεζά σχεδιάσματα.
Η κριτική για το έργο του
«Η σχέση του Σολωμού με την παράδοση είναι πολύπλευρη και δεν περιορίζεται σε μια μόνο φάση της δημιουργίας του. Ο ποιητής διαλέγεται με την ελληνική ποιητική, πνευματική και πολιτισμική παράδοση από την πρώτη ζακυνθινή περίοδο, από τότε που —με τη βοήθεια ή μη του Σπυρίδωνα Τρικούπη— στρέφεται προς τη νεοελληνική ποίηση, έως και την ύστερη φάση της ωριμότητάς του. Αυτό που ποικίλλει είναι το εύρος και το βάθος της επικοινωνίας. […] Κοντολογίς, οι πρώτες προσπάθειες του Σολωμού να γράψει ελληνική ποίηση ξεκινούν μέσα από ένα διάλογο προς την τοπική παράδοση. Ο ποιητής καταφεύγει στις πιο πρόχειρες και εύληπτες πηγές που του προσφέρει το ζακυνθινό περιβάλλον της εποχής […].Στην επόμενη φάση που αντιστοιχεί στη “μεγάλη δημιουργική περίοδο του Σολωμού”, όπως την αποκάλεσε ο Λ. Πολίτης, (1823-1833), ο ποιητής αναπτύσσει ένα πλουσιότερο και πιο ουσιαστικό διάλογο με την παράδοση, που έχει δύο σκέλη. Το ένα αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη επιλογή του Σολωμού, που είναι η θεωρητική υπεράσπιση της ζωντανής γλώσσας του έθνους […]. Το άλλο αφορά την επαναστατική ιδεολογία που ο Σολωμός θεμελιώνει πάνω στην έννοια της ελευθερίας. Το δίδυμο ελευθερία και γλώσσα συνιστά κεντρικό σημείο ιδεολογικής αναφοράς για το πνευματικό κίνημα που θα ονομαστεί αργότερα Επτανησιακή σχολή.»
(Ερ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 11-13)
«Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στο Β΄ Σχεδίασμα ιδιαίτερα, ο Σολωμός επιχειρεί, όπως μαρτυρούν οι Στοχασμοί του ποιητή που ο Πολυλάς μετέφρασε και παρέθεσε ως εισαγωγή του έργου, να πραγματώσει το “υψηλό” της σιλλερικής θεωρίας μέσα από την τραγική σύγκρουση. Το “υψηλό”, κατά Schiller, ορίζεται ως η νίκη της ηθικής θέλησης ενάντια στις φυσικές εναντιότητες. Προϋποθέτει δηλαδή μια κατάσταση διαταραχής, αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στον ηθικό και το φυσικόν άνθρωπο, στην πνευματική και την υλική του φύση, ή αλλιώς στο “λογικό” και την “αισθαντικότητα” […].
Ας δούμε τώρα συνοπτικά τα στοιχεία της θεωρίας που ο Σολωμός συνοψίζει στους Στοχασμούς του Β΄ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Σύμφωνα με τις ιταλικές αυτές σημειώσεις που αποτελούν υποδείξεις του Σολωμού εις εαυτόν, η ιδεαλιστική πρόθεση του έργου είναι να “σωματοποιήσει” την Ιδέα […] καταμερίζοντάς την “εις τόσους χαρακτήρες ανδρών και γυναικών εις τους οποίους να ανταποκρίνονται εμπράκτως τα πάντα”. Παράλληλα, να “σχηματίσει βαθμηδόν ωσάν μίαν αναβάθραν από δυσκολίες”, δηλαδή μια κλιμάκωση τραγικών συγκρούσεων, που θα αρχίζουν από δυνάμεις εξωτερικές και θα κορυφώνονται σε δυνάμεις ηθικές, σύμφωνα με το σιλλερικό ηθικοαισθητικό σύστημα. Υπερβαίνοντας διαδοχικά όλες τις δοκιμασίες, οι ήρωες, φορείς της Ιδέας, πραγματώνουν τη νίκη της ηθικής θέλησης, δηλαδή του πνεύματος, ενάντια στις φυσικές εναντιότητες, δηλαδή τη Μοίρα. Έτσι αποδείχνουν την υπεροχή της ηθικής φύσης του ανθρώπου απέναντι στην υλική, της Ελευθερίας απέναντι στην Ανάγκη, πραγματώνουν δηλαδή το “υψηλό” της σιλλερικής θεωρίας, το οποίο ωθεί την ψυχή “από τον κόσμο των φαινομένων στον Κόσμο των ιδεών, από το υπό όρους στο απόλυτο”.»
(Ερ. Καψωμένος, ό.π., σελ. 38-43)
«Έχουμε ένα πρώτο σχεδίασμα, κάτι σαν δοκιμή περισσότερο, γύρω στα 1830. Το σημαντικότερο είναι το Β΄ σχεδίασμα, στον ίδιο στίχο με τον Κρητικό, που το δουλεύει δέκα και παραπάνω χρόνια, από το 1833 ως το 1844. Τότε και ενώ ήταν αρκετά προχωρημένος στη σύνθεση, άρχισε να το ξαναχύνει σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χωρίς όμως το εξωτερικό στολίδι της ομοιοκαταληξίας, ακόμα και χωρίς την τόσο συνηθισμένη στην ελληνική γλώσσα συνίζηση. Μια στιχουργική δομή αυστηρή, σχεδόν ασκητική, με μια εσωτερική αρμονία αινιγματική ακόμα και σήμερα. Το έργο δεν το ολοκλήρωσε ο Σολωμός. Και το Β΄ και το Γ΄ σχεδίασμα το έχουμε σε μια σειρά από “αποσπάσματα”, έτσι τουλάχιστον τα ονομάζουμε συνήθως. Αλλά η ονομασία είναι απατηλή. Τα μέρη αυτά δεν είναι αποσπασμένα από ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν είναι τυχαία θραύσματα σαν τα αποσπάσματα της Σαπφώς ή του Αρχιλόχου. Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση. Δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σε ένα σύνολο αφηγηματικό ή “επικολυρικό”. Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, προς μια κατάκτηση ενός “καθαρού” λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του.»
(Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 71993, σελ. 148)
«Ανάμεσα στα πιο συχνά θέματα της σολωμικής ποίησης είναι εικόνες που παρουσιάζουν τη φύση ως ένα επίγειο παράδεισο, που εξασφαλίζει τις ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη της ζωής, για την ευδαιμονία και πληρότητα των όντων. Τα θέματα αυτά, σε μια πρώιμη περίοδο, συνδέονται με ορισμένους κοινούς ποιητικούς τόπους, της κλασικιστικής προπάντων παράδοσης. Σταδιακά όμως μορφοποιούνται σε πρωτότυπες _χαρακτηριστικά σολωμικές_ φόρμουλες μεγάλης ευστοχίας, που συμπυκνώνουν, με εκφραστική λιτότητα, νοηματική πληρότητα και αισθητική εντέλεια, βασικά συστατικά της ποιητικής μυθολογίας του Σολωμού […].
Η ιδέα που συνοψίζεται στην έκφραση “η παράδεισο της γης” αναπτύσσεται σε τρεις κυρίως αλληλένδετους σημασιακούς άξονες:
1. Ο πρώτος άξονας αντιστοιχεί σε εικόνες που προβάλλουν το ιλαρό πρόσωπο της φύσης, που καλεί τον άνθρωπο στη χαρά της ζωής. Ένα όραμα ομορφιάς, ισορροπίας, αρμονίας που εμπνέει την πίστη στο αγαθό της ζωής και τη θέληση του ανθρώπου να ζήσει και να χαρεί τον κόσμο και τις ζωικές αξίες. Η χαρακτηριστική φόρμουλα είναι “γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα” (Λάμπρος). 2. Ο δεύτερος άξονας […] απαρτίζεται από εικόνες που εκφράζουν την ευδαιμονία και την πληρότητα των όντων μέσα στη φύση, έναν καθολικό “ευτυχισμό” κατά τη σολωμική έκφραση. Διακρίνουμε δυο ομόλογες θεματικές ενότητες: η μια ζωγραφίζει το μικρόκοσμο της φύσης (το πουλάκι, την πεταλούδα, τη μέλισσα, το σκουληκάκι) σ’ ένα χαρούμενο ζωικό οργασμό που στην ώριμη περίοδο εκφράζεται εναλλακτικά με μια κλασικιστική μυθική εικόνα, το χορό του Απρίλη με τον Έρωτα. Την άλλη ομάδα συνιστούν εικόνες ανθρώπινης ευδαιμονίας, χαράς, μακαριότητας μέσα στην αγκαλιά της φύσης (π.χ. ο νιος κολυμπιστής στον Πόρφυρα: “φύση χαμόγελα άστραψες κι εγίνηκες δική του”). 3. Ο τρίτος άξονας συντίθεται από εικόνες που εμφανίζουν τη φύση ως πηγή πολιτισμικών αξιών […]. Έτσι με την ποιότητα των αξιών της η φύση εξασφαλίζει την ευδαιμονία του ανθρώπου και του εμπνέει την πίστη της ζωής.»
(Ερ. Καψωμένος, Διονύσιος Σολωμός. Ανθολόγιο Θεμάτων της Σολωμικής Ποίησης, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 25-28)
«Ο Σολωμός ξεπερνώντας το διανοητικό σχήμα του Schiller και υπακούοντας στο ποιητικό του αισθητήριο προκρίνει τον πειρασμό της φύσης ως κύρια δοκιμασία, γιατί αντιστοιχεί σε μια σύγκρουση πιο πραγματική και πιο συγκλονιστική για τη νεοελληνική ευαισθησία, αφού αντιπαραθέτει δυο αξίες πρωταρχικές για τη νεοελληνική παράδοση και ιδεολογία, αλλά και για τη σολωμική ανθρωπολογία: το αγαθό της ζωής και την ατομική ανεξαρτησία. Σ’ αυτή λοιπόν την “κατεξοχήν” δοκιμασία το ρόλο του αντίμαχου έχει η φύση και το ρόλο του ήρωα οι πολιορκημένοι […]. Αλλά ο ήρωας θυσιάζει αυτόβουλα τη ζωή ακριβώς για να μην την εξευτελίσει, από σεβασμό στην ακεραιότητα και της ανθρώπινής του υπόστασης. Εδώ έγκειται η επαναστατική δυναμική αυτής της αξιοκρατίας και μαζί η τραγικότητα της δοκιμασίας. Γιατί η σύγκρουση αξιών διατηρεί όλη της τη σφοδρότητα, καθώς ο ήρωας θυσιάζει τη ζωή επειδή ακριβώς την αγαπά και τη σέβεται στο μέγιστο βαθμό. Έτσι ο ήρωας _σε συμφωνία με έναν κλασικό κανόνα της τραγικής τέχνης _ θριαμβεύει ηθικά μέσα από την καταστροφή.»
(Ερ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 59-63)
«Ο “Πειρασμός” των Ελεύθερων Πολιορκημένων δεν είναι στην κυριολεξία ένα “απόσπασμα”, όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αλλά μια αυτόνομη λυρική ενότητα, ένα ολοκληρωμένο ποίημα, με αρχιτεκτονική πληρότητα και εσωτερικό λόγο. Δε βρίσκεται σε άμεση —λογική ή αφηγηματική— συνέχεια ούτε με τα προηγούμενα ούτε με τα επόμενα. Και το ίδιο συμβαίνει με όλα σχεδόν τα “αποσπάσματα” του Γ΄ Σχεδιάσματος. Εκείνο που τα δένει μεταξύ τους είναι ο κοινός θεματογραφικός και λυρικός πυρήνας. Αποτελούν χωριστά στιγμιότυπα του ίδιου δράματος από διάφορες οπτικές (λυρικές και δραματικές) γωνίες. Και απ’ αυτή την άποψη το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων μοιάζει πιο πολύ με τα συνθετικά έργα της νεότερης ποίησης, που αποτελούνται από περισσότερα αυτόνομα ποιήματα γύρω από το ίδιο λυρικό θέμα (λ.χ., το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, το Άξιον Εστί του Ελύτη), παρά με τα επικολυρικά πρότυπα της εποχής του, που ξετυλίγουν οργανικά μια υπόθεση. Ένα ακόμη σημείο όπου ο Σολωμός θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος.»
(Ερ. Καψωμένος, Καλή 'ναι η μαύρη πέτρα σου. Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία, Αθήνα, 32004, σελ. 115-116)
«Το Φεβρουάριο του 1857 ο Σολωμός βρήκε την ανάπαυσή του στους κόλπους του δημιουργού. Όπως ο καλός υπηρέτης, είχε δουλέψει το τάλαντό του και άφηνε πολλαπλάσια απ’ όσα είχε βρει: οι προσπάθειες των προγενεστέρων φαίνονται δοκιμές μπροστά στις επιτεύξεις του. Κι εκεί όπου ο Κάλβος σταμάτησε αυτός μπόρεσε να συνεχίσει και να φθάσει στο σκοπό του. Κληροδότησε την ποίηση στην Ελλάδα, έδωσε στην πατρίδα του τη φωνή που της άξιζε, και σύνθεσε για πρώτη φορά σε ενότητα την ελληνική ποιητική παράδοση. Όμως αξίζει ακόμη να τονιστεί και μια άλλη, γενικότερη —αν γίνεται— προσφορά στην παιδεία μας: η κριτική. Με τον Σολωμό, του Διαλόγου πριν και, ύστερα, των στοχασμών που κατέγραφε ετοιμάζοντας τις ποιητικές του συνθέσεις, έχουμε την άσκηση του κριτικού νου, με αισθητικές προϋποθέσεις, επάνω στα αντικείμενα της τέχνης. Τέλος, θυμίζω τη συμβολή του στον πεζό λόγο, με το Διάλογο, πάλι και με τη Γυναίκα της Ζάκυθος.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1985, σελ. 242)
«Ο Πόρφυρας είναι ένα από τα πιο δύσκολα στην ερμηνεία τους ποιήματα του Σολωμού. Στο κέντρο βρίσκεται η σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης […]. Η ωραιότητα της φύσης είναι το μέσο με το οποίο ο κολυμβητής φτάνει στη μυστικιστική κατάσταση που περιγράφεται στην αρχή του μέρους 7 του ποιήματος. Αλλά ο καρχαρίας —“η άλογη τερατώδης δύναμη”, όπως την ονομάζει ο Σολωμός— είναι και αυτός μέρος της φύσης. Η συνειδητοποίηση του δικού του δεσμού με τη φύση κάνει τον κολυμβητή ικανό να κερδίσει μια πνευματική νίκη εις βάρος της φύσης τη στιγμή ακριβώς που το σώμα του ηττάται από μία από τις δυνάμεις αυτής της φύσης. Η βιαιότητα του καρχαρία δεν υπονοεί ότι ολόκληρη η φύση είναι θηριώδης και βίαιη, αλλά σίγουρα δείχνει ότι η φύση έχει και θετική και αρνητική πλευρά, οπότε ενέχει κινδύνους για την ανθρώπινη ψυχή […] το μήνυμα της ευδαιμονικής φώτισης του κολυμβητή είναι ότι ουσιαστικά αυτός δεν ανήκει στον φυσικό αλλά στον πνευματικό κόσμο.»
(Π. Μάκριτζ, Διονύσιος Σολωμός, μτφρ. Κατ. Αγγελάκη-Ρουκ, Καστανιώτης, Αθήνα, 1995, σελ. 192-193)
Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ Διονύσιος Σολωμός "Ο Κρητικός" 2ο Μέρος
Εργοβιογραφικά στοιχεία
Ο κόμης Διονύσιος Σολωμός γεννήθηκε στη Ζάκυνθο το 1798. Οι ρίζες της οικογένειάς του βρίσκονται στη Βενετία, αλλά το όνομα Σολωμός συναντάται για πρώτη φορά σε ένα διάταγμα του Δόγη στο οποίο αναφέρεται ότι ο Ιωάννης Αρσένιος Σολωμός έφυγε από την Κρήτη μετά την κατάληψη του νησιού από τους Τούρκους και έφτασε στον Μοριά. Ο ποιητής Διονύσιος Σολωμός ήταν γιος του κόντε Νικολάου και της Αγγελικής Νίκλη, παραδουλεύτρας στο σπίτι των Σολωμών. Είχε και ένα μικρότερο αδερφό, τον Δημήτριο, ενώ από τον πρώτο γάμο του πατέρα του και από τον δεύτερο γάμο της μητέρας του είχε και ετεροθαλή αδέρφια. Η κοινωνική θέση του πατέρα του και η οικονομική άνεση που του εξασφάλισε ο γάμος της μητέρας του με τον πατέρα του την παραμονή μόλις του θανάτου του τελευταίου, βοήθησαν τον νεαρό Σολωμό να πάρει μόρφωση αντάξια του ονόματός του. Ως πρώτος δάσκαλός του αναφέρεται ο Ιταλός Don Santo Rossi, ο οποίος, το 1808, συνόδευσε τον μικρό Διονύσιο στην πόλη Κρεμόνα της Ιταλίας, στο Λύκειο της οποίας άρχισε σπουδές σε ηλικία δέκα ετών. Ακολούθως έκαμε νομικές σπουδές στο Πανεπιστήμιο της Παβίας, όπου γνώρισε και σχετίσθηκε με τον Μόντι, περίφημο μεταφραστή του Ομήρου, καθώς και τον Μαντσόνι. Επέστρεψε στη Ζάκυνθο το 1818
χωρίς να ολοκληρώσει τις σπουδές του, αλλά πλούσιος σε εμπειρίες, σοφία και ποιητικές ιδέες. Στη Ζάκυνθο δημιούργησε έναν κύκλο φίλων και συνομιλητών, οι περισσότεροι από τους οποίους ήταν ιταλοθρεμένοι διανοούμενοι (Τερτσέτης, Μάτεσης, Ταγιαπιέρας, κ.ά.).
Το 1828 ο Σολωμός εγκαταλείπει τη Ζάκυνθο και εγκαθίσταται στην Κέρκυρα. Τα πρώτα χρόνια στο νησί είναι από τα πιο ευτυχισμένα και δημιουργικά του ποιητή, ο οποίος, απερίσπαστος, αφοσιώνεται στις δύο μεγάλες αγάπες του, τη μελέτη και την ποιητική δημιουργία. Όπως ο ίδιος σημειώνει σε γράμμα που στέλνει στον πατέρα του ποιητή Μαρκορά: «Είναι γλυκό μέσα στην ησυχία του μικρού δωματίου να καταστρώνει κανείς ό,τι μέσα λέγει η καρδιά». Η ευτυχισμένη και δημιουργική αυτή φάση όμως δεν θα κρατήσει πολύ. Το 1833 θα αρχίσει για τον ποιητή μια οδυνηρή περίοδος, όταν θα εμπλακεί σε δικαστικό αγώνα με τον Νικόλαο Λεονταράκη, γιο της μητέρας του από τον δεύτερο γάμο της, για τη διεκδίκηση του ονόματος και της περιουσίας του κόντε Σολωμού. Στη διαμάχη αυτή, η οποία θα λήξει το 1838 με δικαίωση του Σολωμού, η μητέρα του πήρε στάση κατά του ποιητή, γεγονός το οποίο θα συγκλονίσει ανεπανόρθωτα την ψυχή του. Το 1857 πέθανε από εγκεφαλικό επεισόδιο σε ηλικία μόλις 59 ετών και το 1865 το λείψανό του μεταφέρθηκε και ενταφιάστηκε στη Ζάκυνθο.
Τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες τις έκανε ο Σολωμός στην ιταλική γλώσσα, που ήταν η γλώσσα των σπουδών του. Γρήγορα όμως την εγκατέλειψε για να αναζητήσει στη μητρική του γλώσσα τα εκφραστικά μέσα τα οποία θα υπηρετούσαν τις υψηλές ιδέες του. Ο Χριστόπουλος με τα Λυρικά του, τα ποιήματα του Βηλαρά, τα δημοτικά τραγούδια, ο Ερωτόκριτος του Κορνάρου, η συναναστροφή με τον Πολυλά και τον Σπ. Τρικούπη θα είναι οι πρώτοι «δάσκαλοι» του ποιητή, ο οποίος έμελλε να αναδείξει την ελληνική γλώσσα σε αξία ισότιμη της πατρίδας. «Μήγαρις έχω άλλο στο νου μου πάρεξ ελευθερία και γλώσσα» είναι η αποστροφή που συνοψίζει το δημιουργικό του σύμπαν. Το ποιητικό έργο του Σολωμού μπορεί να ενταχθεί σε χρονικές περιόδους οι οποίες σχετίζονται τόσο με το γλωσσικό όργανο που χρησιμοποιεί όσο και με τη μορφή και τη θεματολογία των ποιημάτων του.
΄Ετσι, μετά τις πρώτες του ποιητικές απόπειρες στα ιταλικά, αρχίζει η πρώτη ουσιαστικά φάση της ποίησής του, η ζακυνθινή λεγόμενη περίοδος, η οποία περιλαμβάνει τα μικρής έκτασης ποιήματα, Ξανθούλα, Αγνώριστη, Τρελή Μάνα. Η γόνιμη δεκαετία του ποιητή θα ξεκινήσει το 1823 με το πρώτο εκτεταμένο (158 στροφές) ποίημά του, Ο Ύμνος εις την Ελευθερίαν, το οποίο του χάρισε τον τίτλο του εθνικού ποιητή, και θα συνεχιστεί με την ωδή Εις τον θάνατον του Λορδ Μπάιρον, το επίγραμμα των «Ψαρών» (1825), το ποίημα Η Φαρμακωμένη (1826). Στην παραγωγή αυτών των χρόνων ανήκει και το δοκίμιο για τη γλώσσα, Διάλογος (1824), καθώς και το παράξενα γκροτέσκο πεζογράφημα Η γυναίκα της Ζάκυθος. Στην περίοδο της ωριμότητας, η οποία συμπίπτει με τη δημιουργική παραμονή του ποιητή στην Κέρκυρα, ανήκουν οι μεγάλες συνθέσεις, Ο Κρητικός (1833), Οι Ελεύθεροι Πολιορκημένοι (1833-1844) και Ο Πόρφυρας (1849). Πρόκειται για το περίφημο «είδος μικτό αλλά νόμιμο», όπου ο ποιητής —συνειδητά, για ορισμένους μελετητές, από αδυναμία, για άλλους— δημιουργεί ημιτελή σχεδιάσματα, αποδεσμευόμενος από τα κυρίαρχα ανταγωνιστικά ρεύματα του κλασικισμού και του ρομαντισμού. Ο γνήσιος εθνικός δεκαπεντασύλλαβος είναι η ποιητική φόρμα στην οποία επεξεργάζεται πλέον ο ποιητής τα μεγάλα θέματα της ποιητικής του: πατρίδα, ελευθερία, φύση, έρωτας. Στην τελευταία φάση της δημιουργίας του δουλεύει ξανά και ξανά τα μεγάλα έργα του και τέλος επιστρέφει στην ιταλική γλώσσα, για να δώσει λίγα ακόμα σονέτα, επιγράμματα και πεζά σχεδιάσματα.
Η κριτική για το έργο του
«Η σχέση του Σολωμού με την παράδοση είναι πολύπλευρη και δεν περιορίζεται σε μια μόνο φάση της δημιουργίας του. Ο ποιητής διαλέγεται με την ελληνική ποιητική, πνευματική και πολιτισμική παράδοση από την πρώτη ζακυνθινή περίοδο, από τότε που —με τη βοήθεια ή μη του Σπυρίδωνα Τρικούπη— στρέφεται προς τη νεοελληνική ποίηση, έως και την ύστερη φάση της ωριμότητάς του. Αυτό που ποικίλλει είναι το εύρος και το βάθος της επικοινωνίας. […] Κοντολογίς, οι πρώτες προσπάθειες του Σολωμού να γράψει ελληνική ποίηση ξεκινούν μέσα από ένα διάλογο προς την τοπική παράδοση. Ο ποιητής καταφεύγει στις πιο πρόχειρες και εύληπτες πηγές που του προσφέρει το ζακυνθινό περιβάλλον της εποχής […].Στην επόμενη φάση που αντιστοιχεί στη “μεγάλη δημιουργική περίοδο του Σολωμού”, όπως την αποκάλεσε ο Λ. Πολίτης, (1823-1833), ο ποιητής αναπτύσσει ένα πλουσιότερο και πιο ουσιαστικό διάλογο με την παράδοση, που έχει δύο σκέλη. Το ένα αντιπροσωπεύει μια θεμελιώδη επιλογή του Σολωμού, που είναι η θεωρητική υπεράσπιση της ζωντανής γλώσσας του έθνους […]. Το άλλο αφορά την επαναστατική ιδεολογία που ο Σολωμός θεμελιώνει πάνω στην έννοια της ελευθερίας. Το δίδυμο ελευθερία και γλώσσα συνιστά κεντρικό σημείο ιδεολογικής αναφοράς για το πνευματικό κίνημα που θα ονομαστεί αργότερα Επτανησιακή σχολή.»
(Ερ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 11-13)
«Στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, στο Β΄ Σχεδίασμα ιδιαίτερα, ο Σολωμός επιχειρεί, όπως μαρτυρούν οι Στοχασμοί του ποιητή που ο Πολυλάς μετέφρασε και παρέθεσε ως εισαγωγή του έργου, να πραγματώσει το “υψηλό” της σιλλερικής θεωρίας μέσα από την τραγική σύγκρουση. Το “υψηλό”, κατά Schiller, ορίζεται ως η νίκη της ηθικής θέλησης ενάντια στις φυσικές εναντιότητες. Προϋποθέτει δηλαδή μια κατάσταση διαταραχής, αντιπαράθεσης και σύγκρουσης ανάμεσα στον ηθικό και το φυσικόν άνθρωπο, στην πνευματική και την υλική του φύση, ή αλλιώς στο “λογικό” και την “αισθαντικότητα” […].
Ας δούμε τώρα συνοπτικά τα στοιχεία της θεωρίας που ο Σολωμός συνοψίζει στους Στοχασμούς του Β΄ Σχεδιάσματος των Ελεύθερων Πολιορκημένων. Σύμφωνα με τις ιταλικές αυτές σημειώσεις που αποτελούν υποδείξεις του Σολωμού εις εαυτόν, η ιδεαλιστική πρόθεση του έργου είναι να “σωματοποιήσει” την Ιδέα […] καταμερίζοντάς την “εις τόσους χαρακτήρες ανδρών και γυναικών εις τους οποίους να ανταποκρίνονται εμπράκτως τα πάντα”. Παράλληλα, να “σχηματίσει βαθμηδόν ωσάν μίαν αναβάθραν από δυσκολίες”, δηλαδή μια κλιμάκωση τραγικών συγκρούσεων, που θα αρχίζουν από δυνάμεις εξωτερικές και θα κορυφώνονται σε δυνάμεις ηθικές, σύμφωνα με το σιλλερικό ηθικοαισθητικό σύστημα. Υπερβαίνοντας διαδοχικά όλες τις δοκιμασίες, οι ήρωες, φορείς της Ιδέας, πραγματώνουν τη νίκη της ηθικής θέλησης, δηλαδή του πνεύματος, ενάντια στις φυσικές εναντιότητες, δηλαδή τη Μοίρα. Έτσι αποδείχνουν την υπεροχή της ηθικής φύσης του ανθρώπου απέναντι στην υλική, της Ελευθερίας απέναντι στην Ανάγκη, πραγματώνουν δηλαδή το “υψηλό” της σιλλερικής θεωρίας, το οποίο ωθεί την ψυχή “από τον κόσμο των φαινομένων στον Κόσμο των ιδεών, από το υπό όρους στο απόλυτο”.»
(Ερ. Καψωμένος, ό.π., σελ. 38-43)
«Έχουμε ένα πρώτο σχεδίασμα, κάτι σαν δοκιμή περισσότερο, γύρω στα 1830. Το σημαντικότερο είναι το Β΄ σχεδίασμα, στον ίδιο στίχο με τον Κρητικό, που το δουλεύει δέκα και παραπάνω χρόνια, από το 1833 ως το 1844. Τότε και ενώ ήταν αρκετά προχωρημένος στη σύνθεση, άρχισε να το ξαναχύνει σε άλλη στιχουργική μορφή, σε δεκαπεντασύλλαβους πάλι, χωρίς όμως το εξωτερικό στολίδι της ομοιοκαταληξίας, ακόμα και χωρίς την τόσο συνηθισμένη στην ελληνική γλώσσα συνίζηση. Μια στιχουργική δομή αυστηρή, σχεδόν ασκητική, με μια εσωτερική αρμονία αινιγματική ακόμα και σήμερα. Το έργο δεν το ολοκλήρωσε ο Σολωμός. Και το Β΄ και το Γ΄ σχεδίασμα το έχουμε σε μια σειρά από “αποσπάσματα”, έτσι τουλάχιστον τα ονομάζουμε συνήθως. Αλλά η ονομασία είναι απατηλή. Τα μέρη αυτά δεν είναι αποσπασμένα από ένα ολοκληρωμένο σύνολο, δεν είναι τυχαία θραύσματα σαν τα αποσπάσματα της Σαπφώς ή του Αρχιλόχου. Ο Σολωμός δεν προχώρησε ποτέ στην ολοκλήρωση. Δεν θέλησε ή δεν ενδιαφέρθηκε να εντάξει τα λυρικά αυτά κομμάτια σε ένα σύνολο αφηγηματικό ή “επικολυρικό”. Έμεινε στην καθαρή λυρική έκφραση, αδιαφορώντας για τη μη λυρική συνδετική ουσία, προχωρώντας έτσι, θα μπορούσαμε να πούμε, προς μια κατάκτηση ενός “καθαρού” λυρικού χώρου, πολύ πιο πριν από την εποχή του.»
(Λ. Πολίτης, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Μ.Ι.Ε.Τ., Αθήνα, 71993, σελ. 148)
«Ανάμεσα στα πιο συχνά θέματα της σολωμικής ποίησης είναι εικόνες που παρουσιάζουν τη φύση ως ένα επίγειο παράδεισο, που εξασφαλίζει τις ιδεώδεις συνθήκες για την ανάπτυξη της ζωής, για την ευδαιμονία και πληρότητα των όντων. Τα θέματα αυτά, σε μια πρώιμη περίοδο, συνδέονται με ορισμένους κοινούς ποιητικούς τόπους, της κλασικιστικής προπάντων παράδοσης. Σταδιακά όμως μορφοποιούνται σε πρωτότυπες _χαρακτηριστικά σολωμικές_ φόρμουλες μεγάλης ευστοχίας, που συμπυκνώνουν, με εκφραστική λιτότητα, νοηματική πληρότητα και αισθητική εντέλεια, βασικά συστατικά της ποιητικής μυθολογίας του Σολωμού […].
Η ιδέα που συνοψίζεται στην έκφραση “η παράδεισο της γης” αναπτύσσεται σε τρεις κυρίως αλληλένδετους σημασιακούς άξονες:
1. Ο πρώτος άξονας αντιστοιχεί σε εικόνες που προβάλλουν το ιλαρό πρόσωπο της φύσης, που καλεί τον άνθρωπο στη χαρά της ζωής. Ένα όραμα ομορφιάς, ισορροπίας, αρμονίας που εμπνέει την πίστη στο αγαθό της ζωής και τη θέληση του ανθρώπου να ζήσει και να χαρεί τον κόσμο και τις ζωικές αξίες. Η χαρακτηριστική φόρμουλα είναι “γλυκιά η ζωή και ο θάνατος μαυρίλα” (Λάμπρος). 2. Ο δεύτερος άξονας […] απαρτίζεται από εικόνες που εκφράζουν την ευδαιμονία και την πληρότητα των όντων μέσα στη φύση, έναν καθολικό “ευτυχισμό” κατά τη σολωμική έκφραση. Διακρίνουμε δυο ομόλογες θεματικές ενότητες: η μια ζωγραφίζει το μικρόκοσμο της φύσης (το πουλάκι, την πεταλούδα, τη μέλισσα, το σκουληκάκι) σ’ ένα χαρούμενο ζωικό οργασμό που στην ώριμη περίοδο εκφράζεται εναλλακτικά με μια κλασικιστική μυθική εικόνα, το χορό του Απρίλη με τον Έρωτα. Την άλλη ομάδα συνιστούν εικόνες ανθρώπινης ευδαιμονίας, χαράς, μακαριότητας μέσα στην αγκαλιά της φύσης (π.χ. ο νιος κολυμπιστής στον Πόρφυρα: “φύση χαμόγελα άστραψες κι εγίνηκες δική του”). 3. Ο τρίτος άξονας συντίθεται από εικόνες που εμφανίζουν τη φύση ως πηγή πολιτισμικών αξιών […]. Έτσι με την ποιότητα των αξιών της η φύση εξασφαλίζει την ευδαιμονία του ανθρώπου και του εμπνέει την πίστη της ζωής.»
(Ερ. Καψωμένος, Διονύσιος Σολωμός. Ανθολόγιο Θεμάτων της Σολωμικής Ποίησης, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 25-28)
«Ο Σολωμός ξεπερνώντας το διανοητικό σχήμα του Schiller και υπακούοντας στο ποιητικό του αισθητήριο προκρίνει τον πειρασμό της φύσης ως κύρια δοκιμασία, γιατί αντιστοιχεί σε μια σύγκρουση πιο πραγματική και πιο συγκλονιστική για τη νεοελληνική ευαισθησία, αφού αντιπαραθέτει δυο αξίες πρωταρχικές για τη νεοελληνική παράδοση και ιδεολογία, αλλά και για τη σολωμική ανθρωπολογία: το αγαθό της ζωής και την ατομική ανεξαρτησία. Σ’ αυτή λοιπόν την “κατεξοχήν” δοκιμασία το ρόλο του αντίμαχου έχει η φύση και το ρόλο του ήρωα οι πολιορκημένοι […]. Αλλά ο ήρωας θυσιάζει αυτόβουλα τη ζωή ακριβώς για να μην την εξευτελίσει, από σεβασμό στην ακεραιότητα και της ανθρώπινής του υπόστασης. Εδώ έγκειται η επαναστατική δυναμική αυτής της αξιοκρατίας και μαζί η τραγικότητα της δοκιμασίας. Γιατί η σύγκρουση αξιών διατηρεί όλη της τη σφοδρότητα, καθώς ο ήρωας θυσιάζει τη ζωή επειδή ακριβώς την αγαπά και τη σέβεται στο μέγιστο βαθμό. Έτσι ο ήρωας _σε συμφωνία με έναν κλασικό κανόνα της τραγικής τέχνης _ θριαμβεύει ηθικά μέσα από την καταστροφή.»
(Ερ. Καψωμένος, Ο Σολωμός και η Ελληνική Πολιτισμική Παράδοση, Βουλή των Ελλήνων, Αθήνα, 1998, σελ. 59-63)
«Ο “Πειρασμός” των Ελεύθερων Πολιορκημένων δεν είναι στην κυριολεξία ένα “απόσπασμα”, όπως καθιερώθηκε να λέγεται, αλλά μια αυτόνομη λυρική ενότητα, ένα ολοκληρωμένο ποίημα, με αρχιτεκτονική πληρότητα και εσωτερικό λόγο. Δε βρίσκεται σε άμεση —λογική ή αφηγηματική— συνέχεια ούτε με τα προηγούμενα ούτε με τα επόμενα. Και το ίδιο συμβαίνει με όλα σχεδόν τα “αποσπάσματα” του Γ΄ Σχεδιάσματος. Εκείνο που τα δένει μεταξύ τους είναι ο κοινός θεματογραφικός και λυρικός πυρήνας. Αποτελούν χωριστά στιγμιότυπα του ίδιου δράματος από διάφορες οπτικές (λυρικές και δραματικές) γωνίες. Και απ’ αυτή την άποψη το Γ΄ Σχεδίασμα των Ελεύθερων Πολιορκημένων μοιάζει πιο πολύ με τα συνθετικά έργα της νεότερης ποίησης, που αποτελούνται από περισσότερα αυτόνομα ποιήματα γύρω από το ίδιο λυρικό θέμα (λ.χ., το Μυθιστόρημα του Σεφέρη, το Άξιον Εστί του Ελύτη), παρά με τα επικολυρικά πρότυπα της εποχής του, που ξετυλίγουν οργανικά μια υπόθεση. Ένα ακόμη σημείο όπου ο Σολωμός θα μπορούσε να θεωρηθεί πρόδρομος.»
(Ερ. Καψωμένος, Καλή 'ναι η μαύρη πέτρα σου. Ερμηνευτικά κλειδιά στο Σολωμό, Εστία, Αθήνα, 32004, σελ. 115-116)
«Το Φεβρουάριο του 1857 ο Σολωμός βρήκε την ανάπαυσή του στους κόλπους του δημιουργού. Όπως ο καλός υπηρέτης, είχε δουλέψει το τάλαντό του και άφηνε πολλαπλάσια απ’ όσα είχε βρει: οι προσπάθειες των προγενεστέρων φαίνονται δοκιμές μπροστά στις επιτεύξεις του. Κι εκεί όπου ο Κάλβος σταμάτησε αυτός μπόρεσε να συνεχίσει και να φθάσει στο σκοπό του. Κληροδότησε την ποίηση στην Ελλάδα, έδωσε στην πατρίδα του τη φωνή που της άξιζε, και σύνθεσε για πρώτη φορά σε ενότητα την ελληνική ποιητική παράδοση. Όμως αξίζει ακόμη να τονιστεί και μια άλλη, γενικότερη —αν γίνεται— προσφορά στην παιδεία μας: η κριτική. Με τον Σολωμό, του Διαλόγου πριν και, ύστερα, των στοχασμών που κατέγραφε ετοιμάζοντας τις ποιητικές του συνθέσεις, έχουμε την άσκηση του κριτικού νου, με αισθητικές προϋποθέσεις, επάνω στα αντικείμενα της τέχνης. Τέλος, θυμίζω τη συμβολή του στον πεζό λόγο, με το Διάλογο, πάλι και με τη Γυναίκα της Ζάκυθος.»
(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, Αθήνα, 1985, σελ. 242)
«Ο Πόρφυρας είναι ένα από τα πιο δύσκολα στην ερμηνεία τους ποιήματα του Σολωμού. Στο κέντρο βρίσκεται η σχέση μεταξύ ανθρώπου και φύσης […]. Η ωραιότητα της φύσης είναι το μέσο με το οποίο ο κολυμβητής φτάνει στη μυστικιστική κατάσταση που περιγράφεται στην αρχή του μέρους 7 του ποιήματος. Αλλά ο καρχαρίας —“η άλογη τερατώδης δύναμη”, όπως την ονομάζει ο Σολωμός— είναι και αυτός μέρος της φύσης. Η συνειδητοποίηση του δικού του δεσμού με τη φύση κάνει τον κολυμβητή ικανό να κερδίσει μια πνευματική νίκη εις βάρος της φύσης τη στιγμή ακριβώς που το σώμα του ηττάται από μία από τις δυνάμεις αυτής της φύσης. Η βιαιότητα του καρχαρία δεν υπονοεί ότι ολόκληρη η φύση είναι θηριώδης και βίαιη, αλλά σίγουρα δείχνει ότι η φύση έχει και θετική και αρνητική πλευρά, οπότε ενέχει κινδύνους για την ανθρώπινη ψυχή […] το μήνυμα της ευδαιμονικής φώτισης του κολυμβητή είναι ότι ουσιαστικά αυτός δεν ανήκει στον φυσικό αλλά στον πνευματικό κόσμο.»
(Π. Μάκριτζ, Διονύσιος Σολωμός, μτφρ. Κατ. Αγγελάκη-Ρουκ, Καστανιώτης, Αθήνα, 1995, σελ. 192-193)
Δείτε επίσης:
Ερωτήσεις ΚΕΕ Διονύσιος Σολωμός "Ο Κρητικός" 2ο Μέρος
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου