Βιτσέντζος Κορνάρος | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Βιτσέντζος Κορνάρος

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
J W Baker

Βιτσέντζος Κορνάρος

Εργοβιογραφικά


Ο Βιτσέντζος Κορνάρος, γιος του Ιάκωβου Κορνάρου και της Ζαμπέτας Ντεμέτζο, γεννήθηκε το 1533 στο χωριό Τραπεζόντα Σητείας και εγκαταστάθηκε το 1590 στον Χάνδακα ή Κάστρο (το σημερινό Ηράκλειο). Παντρεύτηκε τη Μαριέτα Τζεν (ή Ζένο) και απέκτησε δύο κόρες. Η οικογένειά του, όπως φαίνεται και από τα ονόματά τους, πρέπει να ήταν βενετικής καταγωγής, καθολικοί ελληνόφωνοι άρχοντες. Ο ίδιος υπήρξε μέλος του Συμβουλίου των Ευγενών στον Χάνδακα και αξιωματούχος (Signor di notte, Provveditor alla Sanita κ.λπ.). Πέθανε το 1613 ή 1614 και ενταφιάστηκε στο μοναστήρι του Αγίου Φραγκίσκου.
Έγραψε το θεατρικό έργο Η Θυσία του Αβραάμ (διασκευή του έργου Ισαάκ του Λουίτζι Γκρότο) που τυπώθηκε ανώνυμα το 1696-1697 (ένα χειρόγραφό του είναι χρονολογημένο το 1635), και ανάμεσα στα έτη 1600- 1610 το έμμετρο μυθιστόρημα Ερωτόκριτος, το οποίο, αφού κυκλοφόρησε σε χειρόγραφα όλο τον 17ο αιώνα, εκδόθηκε για πρώτη φορά το 1713 στη Βενετία (τυπογραφία Αντωνίου Βόρτολι). Ο Ερωτόκριτος αποτελείται από 10.052 δεκαπεντασύλλαβους ζευγαρωτά ομοιοκατάληκτους στίχους, γραμμένους σε πλούσια γλώσσα, και άσκησε μεγάλη επίδραση στην εποχή του και στους Έλληνες ποιητές (Σολωμό, Παλαμά, Σικελιανό, Σεφέρη κ.ά.). Πρότυπό του θεωρήθηκε το πεζό Ρομάντσο του Παρίση και της Βιέννας του Pierre de la Cyprede (έργο γραμμένο στα γαλλικά το 1432 και μεταφρασμένο πολλές φορές στα ιταλικά, από όπου προφανώς το προσέγγισε ο Κορνάρος), το οποίο επί δύο αιώνες είχε γνωρίσει μεγάλη επιτυχία. Πάντως η έλλειψη επαρκών βιογραφικών στοιχείων για τον ποιητή του Ερωτόκριτου ευθύνεται για μια φιλολογική διχογνωμία σχετικά με τη χρονολόγηση. Κατά τον Στ. Ξανθουδίδη, ο οποίος εξέδωσε το έργο το 1915, ο Βιτσέντζος Κορνάρος έζησε στο Ηράκλειο τον 17ο αιώνα και έγραψε το ποίημα ανάμεσα στα έτη 1626 και 1645, όταν άρχισε η πολιορκία του Χάνδακα από τους Τούρκους.

Η κριτική για το έργο του
«Η βασιλοπούλα Αρετούσα αγάπησε ένα από τα αρχοντόπουλα της αυλής του πατέρα της, τον Ερωτόκριτο. Η ανισότητα όμως της τάξης των δύο ερωτευμένων εμποδίζει τον γάμο τους και ο Ερωτόκριτος φεύγει εξόριστος. Ύστερα, χωρίς να φανερωθεί ποιος είναι, σώζει με την παλληκαριά του τη χώρα του από τους εχθρούς, ακολουθεί η αναγνώριση και ο γάμος των δύο ερωτευμένων. Ο μύθος στις γενικές γραμμές του καθώς και σε πολλά επεισόδια είναι δανεισμένος από ένα δυτικό έργο, Paris et Vienne. Ο Κορνάρος εγνώρισε πάντως το γαλλικό πρωτότυπο σε μια από τις πολλές ιταλικές του μεταφράσεις. επίσης φαίνεται να εγνώρισε και ιταλική διασκευή του από τον Orvietano. Εδώ όμως έχουμε όλα τα υλικά για να εξακριβώσουμε τι εσήμαινε για τον Έλληνα ποιητή η χρησιμοποίηση ενός ξένου έργου. [...] Από την άποψη της εκμετάλλευσης του θέματος, ο Κορνάρος ξεπερνάει το πεζολογικό πρότυπό του, μπάζοντας στις λεπτομέρειες μια θερμή λυρική πνοή, διανθίζοντάς τις με ποιητικές εικόνες και παρομοιώσεις. [...] Από την άποψη του λόγου, έχουμε μια θαυμαστά ώριμη ποιητική γλώσσα, πλούσια, πλαστική μαζί και μελωδική. Από την άποψη του στίχου έναν αψεγάδιαστα δουλεμένο δεκαπεντασύλλαβο, που παρακολουθεί με ίση επιτυχία την καμπύλη του ελληνικού λαϊκού στοχασμού και του ελληνικού λαϊκού στίχου. Η ρίμα, αν εξαιρέσουμε κάποιες συζητήσιμες περιπτώσεις, δεν στέκει κι αυτή χαμηλότερα. Μια υψηλή και ισόρροπη μαζί φαντασία βρίσκεται στην αφετηρία της ποίησης αυτής. Φαντασία δημιουργική σε ό,τι αγγίζει την μορφολογία και τα εξωτερικά χαρακτηριστικά του ποιήματος, ισχυρά αναπλαστική σε ό,τι αφορά στο περιεχόμενο. Τι έμεινε από το αρχικό έργο; Ένα σχήμα. Από μια μυθιστορία της σειράς ο Έλληνας ποιητής έκανε ένα αριστούργημα.»

(Κ. Θ. Δημαράς, Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας, Ίκαρος, 61975, σελ. 81-83)

«Η ιστορική τοποθέτηση της πλοκής, με τους χαρακτηριστικούς αναχρονισμούς της, έδωσε αφορμή στους φιλολόγους να σχολιάσουν δυσμενώς τη μόρφωση του ποιητή. Φαινόταν περίεργο το ότι στο έργο υπάρχουν συγχρόνως από τη μια μεριά η Αθήνα και το βασίλειο της Μακεδονίας, και από την άλλη το Βυζάντιο, οι Βλάχοι και οι Καραμανίτες. Φαινόταν περίεργο το ότι, ενώ η δράση τοποθετείται από τον ποιητή σαφώς στην αρχαιότητα, δεν μνημονεύονται θεοί ή πρόσωπα της εποχής αυτής. Παραξένευε ακόμη το ότι ο Κορνάρος μιλεί για μεσαιωνικά κονταροκτυπήματα στην εποχή των Ελλήνων, καθώς και το ότι αποσιωπά τους Τούρκους, τους Ρωμιούς και τους Βενετούς, ενώ αναφέρει τη Φραγκιά, τη λατινική Δύση. [...] Στην πραγματικότητα οι τολμηροί αναχρονισμοί του Κορνάρου έγιναν με τη θέλησή του και σύμφωνα με ορισμένο σχέδιο που αποσκοπούσε στον απαρτισμό ενός ιδανικού ποιητικού κόσμου, συστηματικά υπερχρονικού, τοποθετημένου στην ελληνική Ανατολή. Ο κόσμος αυτός θα ήταν αντίστοιχος προς τον κόσμο των παραδόσεων της δυτικής Ευρώπης, που ο ποιητής τον είχε γνωρίσει κυρίως στο έργο του μεγάλου δασκάλου του, του Ιταλού επικού Ariosto. Για τον απαρτισμό του μυθικού αυτού περιβάλλοντος ο Κορνάρος επέλεξε και σύνθεσε πράγματα από διαφορετικές ιστορικές περιόδους. Αρκετοί υπαινιγμοί στοιχείων της αρχαίας μυθολογίας [...], η τοποθέτηση στα προ Χριστού χρόνια, τα αρχαία ή αρχαιοφανή ονόματα των προσώπων, η έξαρση της Αθήνας ως “θρόνου της αρετής και ποταμού της σοφίας”, δείχνουν ότι ο ποιητής δεν ήταν απληροφόρητος για την αρχαιότητα ούτε απαλλαγμένος από την αρχαιολατρική τάση της εποχής του. Ο Κορνάρος πέτυχε όμως αριστοτεχνικά την αφομοίωση του λόγιου αυτού στοιχείου μέσα στο ζωντανό νεοελληνικό χαρακτήρα του έργου του.»

(Στ. Αλεξίου, Ερωτόκριτος, Ερμής, Αθήνα, 1985, σελ. κα΄-κβ΄)

«Ο Ερωτόκριτος είναι ένα πολύ μακρύ ποίημα. Έχει δέκα χιλιάδες πενήντα δύο στίχους. Και όμως είναι ποίημα χωρίς ρητορεία. Κάποτε, πραγματικά τραβάει του μάκρους. Αλλά το μάκρος δεν οφείλεται στην επισώρευση λέξεων ή φράσεων χωρίς περιεχόμενο, που είναι μονάχα θόρυβος, μήτε στις ρηματικές υπερβασίες του αντικειμένου που έχει να εκφράσει ο ποιητής. Οφείλεται στις επαναλήψεις που, καθώς νομίζω, αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει. Λέω αισθάνεται τον εαυτό του υποχρεωμένο να κάνει, γιατί έχω την εντύπωση ότι αυτές οι επαναλήψεις γίνουνται “κατ’ απαίτησιν του κοινού”. Είναι με κάποιον τρόπο “μπιζαρίσματα”. Στο κονταροχτύπημα λ.χ. παρουσιάζει δεκατέσσερεις αρχοντόπουλους που χτυπιούνται. Και το κονταροχτύπημα του καθενός με τον αντίπαλό του περιγράφεται πάντα με την ίδια φροντίδα της λεπτομέρειας. Αν οι αρχοντόπουλοι ήταν οι μισοί, δε θα πάθαινε τίποτε το ποίημα. Το ίδιο μπορεί να πει κανείς για τους διαλόγους της Αρετούσας με τη νένα Φροσύνη. Το ίδιο και για άλλα. Όλα αυτά θα ήταν καλύτερα να περιοριστούν. Τέτοιες κρίσεις είναι αυτονόητες για τον σημερινό αναγνώστη, που διαβάζει γρήγορα ένα βιβλίο κι ύστερα το πετά. Αλλά για τους πρώτους αναγνώστες, το διάβασμα ή το άκουσμα ενός ποιήματος σαν τον Ερωτόκριτο ήτανε μια γοητεία. Και η γοητεία αρέσκεται στην επανάληψη. Είναι η ίδια φύση με τη μαγική επωδό. Μια γοητεία που έπρεπε να κρατήσει πολλές βραδυές, ίσως τις βραδυές ενός ολόκληρου χειμώνα. Όταν τέλειωνε το ποίημα, το ξανάπαιρναν από την αρχή. Στο τέλος το μάθαιναν απέξω. Η επανάληψη, κοιταγμένη από αυτή την πλευρά, μοιάζει να είναι μέσα στη φύση των πραγμάτων. Ήτανε μέσα στην ψυχή του ακροατή ή του αναγνώστη, που την περίμεναν προτού μιλήσει ο ποιητής. Και ο ποιητής την εποχή εκείνη δεν ήταν, όπως οι σημερινοί, χωρισμένος από το κοινό του, ήτανε σύμφωνος με τους άλλους ανθρώπους.
Ο ποιητής του Ερωτόκριτου ξέρει να αφηγηθεί και, όταν χρειάζεται, ξέρει να ξεδιπλώσει τη δύναμη του πάθους. Αλλά ο χαρακτήρας του είναι να μιλά “με γνώση και με τρόπο”. Δεν έχει συμπάθεια για τα “μεγάλα φτερουγίσματα”, όπως συνηθίσαμε να λέμε από την εποχή του ρομαντισμού: Απ’ ό,τι κάλλη έχει άνθρωπος, τα λόγια 'χουν τη χάρη να κάνουσι κάθε καρδιά παρηγοριά να πάρει, κι οπού κατέχει να μιλεί με γνώση και με τρόπο, κάνει να κλαίσιν και γελού τα μάτια των ανθρώπω. (Α 887-90)
Όταν δε χρειάζεται να ξεσπάσει, προτιμά να βηματίζει, και ο βηματισμός του αυτός, όπως κάθε βηματισμός, είναι ένας τρόπος αλυσιδωτός, ο ένας κρίκος βαστιέται από τον άλλον και τον επαναλαμβάνει. Γι’ αυτό, φαντάζομαι, παρατηρούμε ένα είδος εμπειρισμό στην πρόοδο του ποιήματος. Δεν εννοώ με τούτο πως ο ποιητής γίνεται κάποτε πεζός. Υπάρχει ένας ποιητικός βηματισμός, ένας ίσος και χαμηλός τόνος που είναι από τα πιο χαριτωμένα πράγματα που μας προσφέρει η ποίηση. Είναι αυτό που θα λέγαμε στη μουσική το ρετσιτατίβο.»

(Γ. Σεφέρης, «Ερωτόκριτος», Δοκιμές Α΄, Ίκαρος, 51984, σελ. 284-286)

«Στην Κρήτη έγινε κατά τη γνώμη μου ό,τι και σ’ άλλες λογοτεχνίες της Ευρώπης στα χρόνια της Αναγέννησης. Και οι Ισπανοί λογοτέχνες λ.χ. της εποχής αυτής, μολονότι δέχονταν κι αυτοί την επίδραση των κλασικών και της ιταλικής Αναγέννησης, κατάφεραν να μη διακόψουν τους δεσμούς των με τους προηγούμενους, τους μεσαιωνικούς αιώνες, και μπόρεσαν να διατηρήσουν έτσι, στα λογοτεχνικά τους έργα, και τα αισθήματα και τις ιδέες του δικού τους μεσαίωνα. [...] Η αναχώνευση των δανεισμένων από άλλα έργα στοιχείων γίνεται με τέτοιο τρόπο από τον Κορνάρο που ο Ερωτόκρι-τος ως προς ορισμένα χαρακτηριστικά του να τοποθετείται στη γενική ατμόσφαιρα των υστεροβυζαντινών μυθιστορημάτων και των άλλων ποιητικών έργων της ίδιας περίπου εποχής.»

(Ε. Κριαράς, «Ο λαϊκότροπος χαρακτήρας της κρητικής λογοτεχνίας», Κρητικά Χρονικά, τ. 7, 1953, σελ. 298 κ.εξ.18)

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...