Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»
«Παράλληλα με το μεταφυσικό κακό, την πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, υπάρχει στην πεζογραφία του [Παπαδιαμάντη] και το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία...». Μπορείτε να επισημάνετε τα θέματα αυτά στο διήγημα Όνειρο στο κύμα;
Ο νεαρός ήρωας του διηγήματος αναφερόμενος στην παρούσα κατάστασή του, αποκαλύπτει το μίσος που αισθάνεται για τον εργοδότη του: «Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην. Καὶ εἶμαι περιωρισμένος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἰονεὶ αὐλικοῦ.». Ο γνωστός δικηγόρος διαθέτει δύναμη και χρήματα, ενώ ο φτωχός υπάλληλός του είναι αναγκασμένος να τον υπακούει και να τον κολακεύει σαν να είναι αυλικός του.
Η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στο δικηγόρο – εργοδότη και τον υπάλληλό του, καθορίζει όχι μόνο τη διαφορά εισοδημάτων, αλλά και τους πολλαπλούς περιορισμούς που καθιστούν τη ζωή του νεαρού ήρωα ανυπόφορη. «Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ οὔτε νὰ δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον, παρομοίως κ᾿ ἐγὼ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε νὰ πράξω τίποτε περισσότερον πὰρ ὅσον μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.» Καταπιεσμένος και αδύναμος να αντιδράσει ο ήρωας, υπομένει την κατάσταση που του έχει επιβληθεί αισθανόμενος μίσος για τον εργοδότη του και πίκρα για την πορεία που πήρε η ζωή του. Η κοινωνική αδικία είναι προφανής στην αναφορά αυτή του Παπαδιαμάντη, αλλά και ως ένα βαθμό δεδομένη υπό την έννοια ότι διαχρονικά στην ιστορία υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, με πολλά χρήματα και μεγάλη δύναμη. Άλλωστε, ακόμη και στη Σκιάθο, που τόσο έντονα αναπολεί ο νεαρός ήρωας, οι κάτοικοι του νησιού γνώριζαν καλά τι σήμαινε φτώχεια και αδικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Κυρ Μόσχου, ο οποίος έχοντας δημιουργήσει μεγάλη περιουσία με επιχειρήσεις και ταξίδια, θεωρούνταν πλέον ένας μικρός άρχοντας στο νησί και είχε φτιάξει το μικρό του βασίλειο στο νησί: «Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καὶ ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε μερικοὺς πτωχοὺς γείτονας νὰ τοῦ πωλήσουν τοὺς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτὼ ἢ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τὰ περιετείχισεν ὅλα ὁμοῦ, καὶ ἀπετέλεσεν ἓν μέγα διὰ τὸν τόπον μας κτῆμα, μὲ πολλῶν ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διὰ νὰ κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἢ ὅσα ἤξιζε τὸ κτῆμα· ἀλλὰ δὲν τὸν ἔμελλε δι᾿ αὐτὰ τὸν κὺρ Μόσχον θέλοντα νὰ ἔχῃ χωριστὸν οἰονεὶ βασίλειον δι᾿ ἐαυτὸν καὶ διὰ τὴν ἀνεψιάν του.» Ο Παπαδιαμάντης είναι ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της κοινωνίας και αντιλαμβάνεται την ένταση που δημιουργεί στους φτωχούς ανθρώπους η τόσο καταφανής διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και τους έχοντες. Ο ήρωας του διηγήματος για παράδειγμα, όπως και οι αγροφύλακες του νησιού, αναγκάζονται να κλέβουν φρούτα από τα χωράφια: «Μόνους ἀντιζήλους εἰς τὴν νομὴν καὶ τὴν κάρπωσιν ταύτην εἶχα τοὺς μισθωτούς της δημαρχίας, τοὺς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τὰ περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νὰ ἐκλέγουν αὐτοὶ τὰς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοὶ πράγματι δὲν μοῦ ἤθελαν τὸ καλόν μου. Ἦσαν τρομεροὶ ἀνταγωνισταὶ δι᾿ ἐμέ.», τη στιγμή που ο Κυρ Μόσχος είχε αρκετά χρήματα για να περιτειχίσει μια τεράστια έκταση. Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει τις αδικίες αυτές σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει, με το δικό του τρόπο, τους αναγνώστες του, έχοντας όμως σαφή επίγνωση ότι η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει. Γι’ αυτό άλλωστε η καταγγελία του διατυπώνεται έμμεσα, με το να παρουσιάζει απλώς την παγιωμένη κοινωνική διάκριση των ανθρώπων, είτε αυτοί ζουν στην πόλη είτε στην επαρχία.
«Παράλληλα με το μεταφυσικό κακό, την πάλη με την αμαρτία και τους πειρασμούς, υπάρχει στην πεζογραφία του [Παπαδιαμάντη] και το κοινωνικό κακό, η κοινωνική αδικία...». Μπορείτε να επισημάνετε τα θέματα αυτά στο διήγημα Όνειρο στο κύμα;
Ο νεαρός ήρωας του διηγήματος αναφερόμενος στην παρούσα κατάστασή του, αποκαλύπτει το μίσος που αισθάνεται για τον εργοδότη του: «Σήμερον ἐξακολουθῶ νὰ ἐργάζωμαι ὡς βοηθὸς ἀκόμη εἰς τὸ γραφεῖον ἐπιφανοῦς τινὸς δικηγόρου καὶ πολιτευτοῦ ἐν Ἀθήναις, τὸν ὁποῖον μισῶ, ἀγνοῶ ἐκ ποίας σκοτεινῆς ἀφορμῆς, ἀλλὰ πιθανῶς ἐπειδὴ τὸν ἔχω ὡς προστάτην καὶ εὐεργέτην. Καὶ εἶμαι περιωρισμένος καὶ ἀνεπιτήδειος, οὐδὲ δύναμαι νὰ ὠφεληθῶ ἀπὸ τὴν θέσιν τὴν ὁποίαν κατέχω πλησίον τοῦ δικηγόρου μου, θέσιν οἰονεὶ αὐλικοῦ.». Ο γνωστός δικηγόρος διαθέτει δύναμη και χρήματα, ενώ ο φτωχός υπάλληλός του είναι αναγκασμένος να τον υπακούει και να τον κολακεύει σαν να είναι αυλικός του.
Η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στο δικηγόρο – εργοδότη και τον υπάλληλό του, καθορίζει όχι μόνο τη διαφορά εισοδημάτων, αλλά και τους πολλαπλούς περιορισμούς που καθιστούν τη ζωή του νεαρού ήρωα ανυπόφορη. «Καθὼς ὁ σκύλος, ὁ δεμένος μὲ πολὺ σχοινίον εἰς τὴν αὐλὴν τοῦ αὐθέντου του, δὲν ἠμπορεῖ νὰ γαυγίζῃ οὔτε νὰ δαγκάσῃ ἔξω ἀπὸ τὴν ἀκτῖνα καὶ τὸ τόξον τὰ ὁποῖα διαγράφει τὸ κοντὸν σχοινίον, παρομοίως κ᾿ ἐγὼ δὲν δύναμαι οὔτε νὰ εἴπω, οὔτε νὰ πράξω τίποτε περισσότερον πὰρ ὅσον μου ἐπιτρέπει ἡ στενὴ δικαιοδοσία, τὴν ὁποίαν ἔχω εἰς τὸ γραφεῖον τοῦ προϊσταμένου μου.» Καταπιεσμένος και αδύναμος να αντιδράσει ο ήρωας, υπομένει την κατάσταση που του έχει επιβληθεί αισθανόμενος μίσος για τον εργοδότη του και πίκρα για την πορεία που πήρε η ζωή του. Η κοινωνική αδικία είναι προφανής στην αναφορά αυτή του Παπαδιαμάντη, αλλά και ως ένα βαθμό δεδομένη υπό την έννοια ότι διαχρονικά στην ιστορία υπήρχαν και θα συνεχίσουν να υπάρχουν άνθρωποι που βρίσκονται σε πλεονεκτική θέση, με πολλά χρήματα και μεγάλη δύναμη. Άλλωστε, ακόμη και στη Σκιάθο, που τόσο έντονα αναπολεί ο νεαρός ήρωας, οι κάτοικοι του νησιού γνώριζαν καλά τι σήμαινε φτώχεια και αδικία. Χαρακτηριστικό παράδειγμα αποτελεί η ιστορία του Κυρ Μόσχου, ο οποίος έχοντας δημιουργήσει μεγάλη περιουσία με επιχειρήσεις και ταξίδια, θεωρούνταν πλέον ένας μικρός άρχοντας στο νησί και είχε φτιάξει το μικρό του βασίλειο στο νησί: «Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ἀποκτήσει περιουσίαν εἰς ἐπιχειρήσεις καὶ ταξίδια. Ἔχων ἐκτεταμένον κτῆμα εἰς τὴν θέσιν ἐκείνην, ἔπεισε μερικοὺς πτωχοὺς γείτονας νὰ τοῦ πωλήσουν τοὺς ἀγρούς των, ἠγόρασεν οὕτως ὀκτὼ ἢ δέκα συνεχόμενα χωράφια, τὰ περιετείχισεν ὅλα ὁμοῦ, καὶ ἀπετέλεσεν ἓν μέγα διὰ τὸν τόπον μας κτῆμα, μὲ πολλῶν ἑκατοντάδων στρεμμάτων ἔκτασιν. Ὁ περίβολος διὰ νὰ κτισθῇ ἐστοίχισε πολλά, ἴσως περισσότερα ἢ ὅσα ἤξιζε τὸ κτῆμα· ἀλλὰ δὲν τὸν ἔμελλε δι᾿ αὐτὰ τὸν κὺρ Μόσχον θέλοντα νὰ ἔχῃ χωριστὸν οἰονεὶ βασίλειον δι᾿ ἐαυτὸν καὶ διὰ τὴν ἀνεψιάν του.» Ο Παπαδιαμάντης είναι ευαίσθητος δέκτης των μηνυμάτων της κοινωνίας και αντιλαμβάνεται την ένταση που δημιουργεί στους φτωχούς ανθρώπους η τόσο καταφανής διαφορά ανάμεσα σε αυτούς και τους έχοντες. Ο ήρωας του διηγήματος για παράδειγμα, όπως και οι αγροφύλακες του νησιού, αναγκάζονται να κλέβουν φρούτα από τα χωράφια: «Μόνους ἀντιζήλους εἰς τὴν νομὴν καὶ τὴν κάρπωσιν ταύτην εἶχα τοὺς μισθωτούς της δημαρχίας, τοὺς ἀγροφύλακας, οἱ ὁποῖοι ἐπὶ τῇ προφάσει, ὅτι ἐφύλαγαν τὰ περιβόλια τοῦ κόσμου, ἐννοοῦσαν νὰ ἐκλέγουν αὐτοὶ τὰς καλυτέρας ὀπώρας. Αὐτοὶ πράγματι δὲν μοῦ ἤθελαν τὸ καλόν μου. Ἦσαν τρομεροὶ ἀνταγωνισταὶ δι᾿ ἐμέ.», τη στιγμή που ο Κυρ Μόσχος είχε αρκετά χρήματα για να περιτειχίσει μια τεράστια έκταση. Ο Παπαδιαμάντης καταγράφει τις αδικίες αυτές σε μια προσπάθεια να ευαισθητοποιήσει, με το δικό του τρόπο, τους αναγνώστες του, έχοντας όμως σαφή επίγνωση ότι η κατάσταση αυτή δεν πρόκειται να αλλάξει. Γι’ αυτό άλλωστε η καταγγελία του διατυπώνεται έμμεσα, με το να παρουσιάζει απλώς την παγιωμένη κοινωνική διάκριση των ανθρώπων, είτε αυτοί ζουν στην πόλη είτε στην επαρχία.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου