Hanne Lore Koehler
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο Κύμα»
Πώς περιγράφεται η Μοσχούλα και με ποιους εκφραστικούς τρόπους προβάλλεται η ομορφιά της;
Ὁ κὺρ Μόσχος εἶχεν ὡς συντροφιὰν τὸ τσιμποῦκι του, τὸ κομβολόγι του, τὸ σκαλιστήρι του καὶ τὴν ἀνεψιάν του τὴν Μοσχούλαν. Ἡ παιδίσκη θὰ ἦτον ὡς δυὸ ἔτη νεωτέρα ἐμοῦ. Μικρὴ ἐπήδα ἀπὸ βράχον εἰς βράχον, ἔτρεχεν ἀπὸ κολπίσκον εἰς κολπίσκον, κάτω εἰς τὸν αἰγιαλόν, ἔβγαζε κοχύλια κ᾿ ἐκυνηγοῦσε τὰ καβούρια. Ἦτον θερμόαιμος καὶ ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ. Ἦτον ὡραία μελαχροινή, κ᾿ ἐνθύμιζε τὴν νύμφην τοῦ Ἄσματος τὴν ἡλιοκαυμένην, τὴν ὁποίαν οἱ υἱοὶ τῆς μητρός της εἶχαν βάλει νὰ φυλάῃ τ᾿ ἀμπέλια· «Ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή· ὀφθαλμοί σου περιστεραί...». Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν ὑπὸ τὴν τραχηλιάν της, ἦτον ἀπείρως λευκότερος ἀπὸ τὸν χρώτα τοῦ προσώπου της. Ἦτον ὠχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα καὶ μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα, τὴν μικρόσωμον καὶ λεπτοφυῆ, μὲ κατάστιλπνον τρίχωμα, τὴν ὁποία ἐγὼ εἶχα ὀνομάσει Μοσχούλαν.
Ο νεαρός αφηγητής αναφέρει ότι η Μοσχούλα ήταν μελαχρινή, γεγονός που του θυμίζει τη μαυρισμένη από τον ήλιο ηρωίδα από το Άσμα των Ασμάτων, από το οποίο αντλεί και το σύντομο στίχο: ἰδοὺ εἶ καλή, ἡ πλησίον μου, ἰδοὺ εἶ καλή, ὀφθαλμοί σου περιστεραί. (Πόσο όμορφη είσαι, αγαπημένη μου, πόσο όμορφη είσαι, τα μάτια σου σαν περιστέρια…)
Το Άσμα των Ασμάτων είναι ένα ιδιαιτέρως ερωτικό κείμενο το οποίο συμπεριλήφθηκε στην Παλαιά Διαθήκη, καθώς οι αλληγορικές του προεκτάσεις έχουν θρησκευτικό χαρακτήρα. Από την εισαγωγή του Άσματος ο συγγραφέας αντλεί τα στοιχεία για την «ηλιοκαυμένη» ηρωίδα: «μέλαινά εἰμι ἐγὼ καὶ καλή, θυγατέρες ῾Ιερουσαλήμ, ὡς σκηνώματα Κηδάρ, ὡς δέρρεις Σαλωμών. μὴ βλέψητέ με ὅτι ἐγώ εἰμι μεμελανωμένη, ὅτι παρέβλεψέ με ὁ ἥλιος· υἱοὶ μητρός μου ἐμαχέσαντο ἐν ἐμοί, ἔθεντό με φυλάκισσαν ἐν ἀμπελῶσιν· ἀμπελῶνα ἐμὸν οὐκ ἐφύλαξα.» (Είμαι μελαχρινή και όμορφη, κόρες της Ιερουσαλήμ, σαν τις σκηνές του Κηδάρ, σαν τα υφάσματα του Σολόμωντα. Μη με κοιτάτε που είμαι μαυρισμένη, γιατί με είδε άσχημα ο ήλιος. Οι γιοι της μητέρας μου με μάλωσαν και μ’ έβαλαν να φυλάω τα αμπέλια, μα δε φύλαξα το δικό μου αμπέλι.)
Η Μοσχούλα ήταν δεκαέξι χρονών και όταν ήταν μικρή της άρεσε να τρέχει και να πηδά από βράχο σε βράχο και από κολπίσκο σε κολπίσκο, μαζεύοντας κοχύλια και καβούρια. Όπως ήταν ζωηρή, είχε τη συνήθεια να τρέχει έξω στον ήλιο κι είχε μαυρίσει, αλλά ο λαιμός της που προστατεύεται από τα ρούχα ήταν κατά πολύ λευκότερος από το πρόσωπό της, έτσι τουλάχιστον όπως διακρινόταν κάτω από το ύφασμα του ρούχου της. Η Μοσχούλα φαινόταν στον ήρωα – αφηγητή παράλληλα ωχρή (το υποκίτρινο χρώμα που έχουν οι άνθρωποι όταν είναι άρρωστοι ή πολύ τρομαγμένοι) και ρόδινη (χρώμα ροζ, τριανταφυλλί), αντίθεση που εξηγείται από την αίσθηση που είχε ο ήρωας ότι το πρόσωπό της έλαμπε (ἦτον χρυσαυγίζουσα), είχε δηλαδή τη λάμψη και το χρώμα που αποκτά ο ουρανός την ώρα που ανατέλλει ο ήλιος. Η κοπέλα, επιπλέον, έμοιαζε -σύμφωνα με τον ήρωα- με μια μικρόσωμη, λεπτοκαμωμένη κατσίκα που είχε γυαλιστερό τρίχωμα και την οποία ο ήρωας είχε ονομάσει για το λόγο αυτό Μοσχούλα.
Για να παρουσιάσει την ομορφιά της Μοσχούλας ο αφηγητής, μας παραπέμπει αφενός στο Άσμα των Ασμάτων, παρομοιάζοντας τη Μοσχούλα με την ηρωίδα του Άσματος και αφετέρου χρησιμοποιεί αρκετά επίθετα αλλά και σχήματα λόγου. Η Μοσχούλα ήταν: ὡραία μελαχροινή, επίσης ὠχρά, ροδίνη και χρυσαυγίζουσα. Ήταν θερμόαιμος (μεταφορά) και ἀνήσυχος ὡς πτηνὸν τοῦ αἰγιαλοῦ (παρομοίωση). Ὁ λαιμός της, καθὼς ἔφεγγε καὶ ὑπέφωσκεν: (μεταφορική χρήση των ρημάτων). «μοῦ ἐφαίνετο νὰ ὁμοιάζῃ μὲ τὴν μικρὴν στέρφαν αἶγα»: Ο αφηγητής συσχετίζει την κοπέλα με την κατσίκα χρησιμοποιώντας μια ακόμη παρομοίωση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου