Yulia Litvinova
Κωνσταντίνος Καβάφης «Οὐκ ἔγνως»
Για τες θρησκευτικές μας δοξασίες —
ὁ
κούφος Ἰουλιανός εἶπεν «Ἀνέγνων,
ἔγνων,
κατέγνων».
Τάχατες μᾶς ἐκμηδένισε
με
το «κατέγνων» του, ὁ γελοιωδέστατος.
Τέτοιες ξυπνάδες ὅμως πέρασι δεν ἔχουνε σ’ εμᾶς
τους
Χριστιανούς. «Ἀνέγνως, ἀλλ’ οὐκ ἔγνως∙ εἰ
γαρ ἔγνως,
οὐκ ἄν
κατέγνως» ἀπαντήσαμεν ἀμέσως.
[1928]
Ο Ιουλιανός ο Παραβάτης υπήρξε ο τελευταίος ειδωλολάτρης αυτοκράτορας της ρωμαϊκής αυτοκρατορίας. Από το 355 έως το 360 μ.Χ. μοιραζόταν τη βασιλεία μαζί με τον Κωνστάντιο Β, ενώ από το 361 έως το 363 είχε μόνος του την εξουσία της αυτοκρατορίας. Παρόλο που η βασιλεία του υπήρξε σύντομη έδειξε από την αρχή την πρόθεσή του να επαναφέρει την παγανιστική λατρεία και να υποβιβάσει τη χριστιανική θρησκεία. Η προσπάθειά του βέβαια απέτυχε, μιας και την εποχή εκείνη ο Χριστιανισμός είχε πλέον εδραιωθεί και οι ειδωλολάτρες είχαν μειωθεί σημαντικά.
Ο Ιουλιανός πέρα από τις προσπάθειες επαναφοράς του παγανισμού,
είχε απαγορεύσει στους χριστιανούς δασκάλους να διδάσκουν τα αρχαιοελληνικά κείμενα,
διότι θεωρούσε ότι από τη στιγμή που οι Χριστιανοί δεν πίστευαν στους θεούς των
αρχαίων Ελλήνων, δεν μπορούσαν να κατανοήσουν και πολύ περισσότερο να
μεταφέρουν σωστά τα μηνύματα της αρχαίας ελληνικής γραμματείας.
Ο Καβάφης αντικρίζει, όπως είναι φυσικό, με μεγάλη συμπάθεια τον Ιουλιανό, μιας και ο ποιητής δείχνει συχνά την εκτίμηση που είχε για την ελευθερία που παρείχε η παγανιστική λατρεία, επιλέγει, ωστόσο, να εκφράσει τη συμπάθεια αυτή μ’ έναν εντελώς ιδιαίτερο και εξόχως ειρωνικό τρόπο. Ο Καβάφης υιοθετεί, λοιπόν, την περσόνα ενός χριστιανού ή καλύτερα ενώνει τη φωνή του με αυτή των Χριστιανών και κατηγορεί τον Ιουλιανό, όχι όμως γιατί πράγματι συμφωνεί με αυτές τις κατηγορίες, αλλά για να προβάλει με ιδιαίτερη ενάργεια τη χαιρεκακία και τη μικροπρέπεια που διέκριναν τους τότε Χριστιανούς. Ο Καβάφης φανερώνει, έτσι, με ξέχωρη παραστατικότητα πόσο μακριά από την αντίληψη των Χριστιανών βρίσκονταν οι βλέψεις του Ιουλιανού. Η αδυναμία τους, άλλωστε, να κατανοήσουν την ελευθερία που χαρακτήριζε τη σκέψη του αυτοκράτορα, τους ωθούσε σε αντιδράσεις που φανερώνουν πως μόνο κατ’ όνομα ήταν Χριστιανοί και άνθρωποι με ήθος, αφού η συμπεριφορά τους δεν διακρίνεται καθόλου για τις χριστιανικές εκείνες ποιότητες, που με τόση θέρμη διακηρύσσει η χριστιανική θρησκεία.
Ο Καβάφης αντικρίζει, όπως είναι φυσικό, με μεγάλη συμπάθεια τον Ιουλιανό, μιας και ο ποιητής δείχνει συχνά την εκτίμηση που είχε για την ελευθερία που παρείχε η παγανιστική λατρεία, επιλέγει, ωστόσο, να εκφράσει τη συμπάθεια αυτή μ’ έναν εντελώς ιδιαίτερο και εξόχως ειρωνικό τρόπο. Ο Καβάφης υιοθετεί, λοιπόν, την περσόνα ενός χριστιανού ή καλύτερα ενώνει τη φωνή του με αυτή των Χριστιανών και κατηγορεί τον Ιουλιανό, όχι όμως γιατί πράγματι συμφωνεί με αυτές τις κατηγορίες, αλλά για να προβάλει με ιδιαίτερη ενάργεια τη χαιρεκακία και τη μικροπρέπεια που διέκριναν τους τότε Χριστιανούς. Ο Καβάφης φανερώνει, έτσι, με ξέχωρη παραστατικότητα πόσο μακριά από την αντίληψη των Χριστιανών βρίσκονταν οι βλέψεις του Ιουλιανού. Η αδυναμία τους, άλλωστε, να κατανοήσουν την ελευθερία που χαρακτήριζε τη σκέψη του αυτοκράτορα, τους ωθούσε σε αντιδράσεις που φανερώνουν πως μόνο κατ’ όνομα ήταν Χριστιανοί και άνθρωποι με ήθος, αφού η συμπεριφορά τους δεν διακρίνεται καθόλου για τις χριστιανικές εκείνες ποιότητες, που με τόση θέρμη διακηρύσσει η χριστιανική θρησκεία.
Στο ποιητικό έργο του Καβάφη υπάρχουν 7 ποιήματα που αναφέρονται
στο συγκεκριμένο αυτοκράτορα, με τα οποία ο ποιητής στρέφεται, φαινομενικά,
κατά του Ιουλιανού και μάλιστα με ιδιαίτερη ένταση, μόνο και μόνο, όμως, για να
προβάλει ακόμη πιο έντονα τις ηθικές ελλείψεις και την υποκρισία των Χριστιανών
(Οὐκ ἔγνως, Εἰς τα περίχωρα τῆς Ἀντιοχείας,
Ὁ Ἰουλιανός ἐν Νικομηδεία, Ὁ Ἰουλιανός
και οἱ Ἀντιοχεῖς, Ὁ Ἰουλιανός ὁρῶν ὀλιγωρίαν,
Ὁ Ἰουλιανός ἐν τοῖς Μυστηρίοις, Ἡ
διάσωση του Ἰουλιανού).
Η επιλογή, πάντως, του Καβάφη να υιοθετήσει, έστω και φαινομενικά
την οπτική των Χριστιανών, ίσως έχει την εξήγησή της και στη συνειδητοποίηση
της υπερβολής που χαρακτηρίζει τις πράξεις του αυτοκράτορα. Ο Καβάφης συμφωνεί,
βέβαια, με την επιθυμία του Ιουλιανού να δώσει στο αίτημα της ανεξιθρησκίας τον
πλήρη χαρακτήρα εκείνο, που θα επέτρεπε ακόμη και την ελεύθερη αναβίωση της
θρησκείας των Εθνικών, αντιλαμβάνεται, όμως, πως επί της ουσίας ο Ιουλιανός
επιχειρεί να χτυπήσει μια θρησκεία -το χριστιανισμό- που έχει πια εδραιωθεί για
τα καλά. Αντικρίζει, έτσι, την προσπάθειά του από την οπτική των Χριστιανών για
να υποδηλώσει πως κατανοεί πόσο ανεδαφική θα φάνηκε εκείνα τα χρόνια η
προσπάθεια του Ιουλιανού.
Με το ποίημα «Οὐκ ἔγνως» ο Καβάφης μας μεταφέρει στην
αντιπαράθεση που υπήρχε ανάμεσα στους χριστιανούς και τον αυτοκράτορα Ιουλιανό,
ο οποίος διαφωνούσε τόσο με τη διασκευή που είχαν κάνει οι χριστιανοί σε
κείμενα αρχαίων Ελλήνων συγγραφέων, όσο και με τις απόψεις που επιχειρούσαν να
εκφράσουν. Ο Ιουλιανούς φέρεται να είπε στους χριστιανούς «Διάβασα, κατάλαβα,
καταδίκασα», μόνο και μόνο για να λάβει την απάντηση των χριστιανών: «Διάβασες,
αλλά δεν κατάλαβες, γιατί αν είχες καταλάβει, δε θα μπορούσες να καταδικάσεις».
Η λακωνική διαπίστωση του Ιουλιανού, που έφερνε τους Χριστιανούς αντιμέτωπους
με το γεγονός ότι οι προσεγγίσεις τους δεν εκφράζουν κατ’ ανάγκη όλους τους
ανθρώπους - κάτι το οποίο θα έπρεπε προφανώς να γίνει σεβαστό από εκείνους-
είχε ως αντίδραση μια υπερφίαλη απάντηση, με την οποία οι Χριστιανοί θέλησαν περισσότερο
να αποδείξουν ότι είναι εξίσου ικανοί στη ρητορική σοφιστεία, παρά πως
κατάλαβαν το πνεύμα της αντίρρησης του Ιουλιανού. Οι Χριστιανοί, που τόσο
πάσχισαν τους προηγούμενους αιώνες να κερδίσουν το δικαίωμα στη δική τους γνώμη
και θρησκεία, και που όφειλαν άρα να είναι οι πιο ένθερμοι υποστηρικτές στο
δικαίωμα της διαφορετικής άποψης, καταφεύγουν σε ρητορικά τεχνάσματα για να
μειώσουν τον αυτοκράτορα, και προχωρούν, μάλιστα, ακόμη παραπέρα αποδίδοντάς
του εξευτελιστικούς χαρακτηρισμούς (κούφος, γελοιωδέστατος) και χαρακτηρίζοντας
τα λόγια του «ξυπνάδες».
Ο τρόπος με τον οποίο αντιδρούν οι Χριστιανοί, με το να αγνοούν
δηλαδή την ουσία των λόγων του Ιουλιανού, αλλά και ο μειωτικός τρόπος με τον
οποίο εκφράζονται για εκείνον, λειτουργούν σαφώς εις βάρος τους, αφού
αποκαλύπτουν πως αντί να προασπίζονται τις αξίες της θρησκείας τους, και άρα το
σεβασμό, την ηθικότητα και τη διαλλακτικότητα, έχουν γίνει δογματικοί,
μισαλλόδοξοι και ανεπίτρεπτα μικροπρεπείς στις εκφράσεις τους.
Το δικαίωμα του Ιουλιανού, όπως και κάθε άλλου ανθρώπου, να
διαφωνεί με τις θρησκευτικές τους πεποιθήσεις θα έπρεπε να θεωρείται δεδομένο,
και όχι να αντιμετωπίζεται με ειρωνείες και σοφιστικά τεχνάσματα που αποσκοπούν
στο να αμφισβητήσουν την πνευματική ικανότητα και διαύγεια του συνομιλητή τους.
Η διαφωνία δε σημαίνει αδυναμία κατανόησης, όπως ισχυρίζονται οι Χριστιανοί,
σημαίνει διαφορετικό τρόπο αντίληψης και θέασης των πραγμάτων, κι αυτό οι
Χριστιανοί θα έπρεπε να το αντιλαμβάνονται και να το σέβονται περισσότερο από
οποιονδήποτε άλλο.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου