Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»
Να βρείτε μερικά από τα εκφραστικά μέσα / τρόπους του κειμένου που επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε τη γραφή του συγγραφέα ευαίσθητη, αλλά όχι μελοδραματική.
Ο Ιωάννου παρά το γεγονός ότι έχει ζήσει σε πολύ τραγικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας κι έχει βιώσει πολλές τραυματικές εμπειρίες, δεν αφήνει ποτέ το συναισθηματισμό του να ξεπέσει σε μελοδραματισμό. Ο συγγραφέας αυτός γνωρίζει καλά τι σημαίνει πόνος, εντούτοις διατηρεί πάντοτε την αποστασιοποίησή εκείνη που του επιτρέπει να μιλά ακόμη και για τις πιο προσωπικές του πληγές, χωρίς να χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Αποστασιοποίηση, χιούμορ και σαφής επίγνωση πως η ζωή κρύβει πολλή δυστυχία, είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν στον Ιωάννου να μην αφήνεται έρμαιο των συναισθημάτων του.
Γι’ αυτό και στο πεζογράφημα που, πέρα από τις επιμέρους θεματικές, ουσιαστικά αποτελεί την καταγραφή της μοναξιάς που βιώνει ο συγγραφέας, δε βρίσκουμε συναισθηματικές εξάρσεις, έστω κι αν πρόκειται για μια κατάσταση που πραγματικά πληγώνει το συγγραφέα. Παρά την κυριαρχία του θέματος των προσφύγων, η αληθινή διάσταση του πεζογραφήματος είναι το παράπονο ενός ανθρώπου που αισθάνεται μόνος του κι αποζητά μια ομάδα στην οποία να μπορέσει να ενταχθεί και ο ίδιος, ώστε να μην είναι πλέον «ολομόναχος, ξένος παντάξενος».
Ο συγγραφέας βρίσκεται στο καφενείο παρατηρώντας τους πρόσφυγες κι αισθάνεται αποκομμένος γιατί κι αυτός είναι πρόσφυγας, αλλά δεν ανήκει κι ούτε το εντάσσουν στην κλειστή κοινωνία τους οι άλλοι πρόσφυγες.
Ο συγγραφέας περπατά στους δρόμους όπου όλοι οι άνθρωποι κινούνται βιαστικά, γελούν, μιλάνε, μα κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη εκείνου του μοναχικού ανθρώπου, που όταν σκόπιμα σταματά να κινείται, το ποτάμι των ανθρώπων απλώς τον προσπερνά.
Ο συγγραφέας ζει ξένος, ανάμεσα σε ξένους, στις πολυκατοικίες και στις γειτονιές όπου ένας δεν ξέρει και δε θέλει να γνωρίσει τον άλλο, κι αυτό τον πληγώνει. Γι’ αυτό κι εύχεται να μπορούσε κι εκείνος να ζει σε κάποιον από τους συνοικισμούς των προσφύγων, ώστε να ανήκει κι αυτός σε μια ομάδα ανθρώπων και να μην είναι πια μόνος του.
Η ανάγκη που αισθάνεται ο συγγραφέας να εντοπίσει συνεκτικούς δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους, η ανάγκη του να απομακρύνει τη μοναξιά από τη ζωή του, διατρέχουν το κείμενό του και δείχνουν την ευαισθησία της γραφής του.
«Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις» Ο συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη επαφή με τους πρόσφυγες της πόλης του, μα δεν καταγράφει το συναίσθημα αυτό σε πρώτο πρόσωπο, χρησιμοποιεί δεύτερο πρόσωπο, αποδίδοντας τις δικές του σκέψεις σε κάποιο άλλο πρόσωπο -σε κάθε άλλο πρόσωπο- μιας και με το σχήμα αυτό της προβολής ο συγγραφέας θέλει να δώσει καθολική αξία στα συναισθήματά του.
«Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου» Με την προσωποποίηση των ονομάτων των αρχαίων λαών, ο συγγραφέας θέλει να δείξει την ένταση με την οποία αισθάνεται μέσα του την επαφή με τους ανθρώπους που συναντά και με την ιστορία που κουβαλά καθένας απ’ αυτούς στο αίμα του.
«μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι» Με τη μεταφορική χρήση του ρήματος μεθώ, ο συγγραφέας θέλει να δείξει πόσο βαθιά συγκινείται από την αίσθηση ότι συναντά απογόνους αρχαίων και ένδοξων φυλών, οι οποίοι χωρίς καν να το γνωρίζουν συνεχίζουν μια μακραίωνη ιστορία.
«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα» Η παρομοίωση: σα ζεστό κύμα, χρησιμοποιείται για να εκφράσει με έμφαση το αίσθημα οικειότητας που πλημμυρίζει το συγγραφέα, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με άλλους πρόσφυγες.
«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους» Η προσωποποίηση του αίματος λειτουργεί ώστε να δοθεί με ενάργεια η δύναμη του συνεκτικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ των προσφύγων, δε χρειάζεται να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο για να αισθανθούν την κοινή τους μοίρα και καταγωγή.
Εντούτοις, παρά την κοινή καταγωγή οι άλλοι πρόσφυγες ποτέ δεν επιμένουν να κρατήσουν το συγγραφέα στις παρέες του κι αυτός συνεχίζει τη μοναχική του πορεία.
«Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες.» Ο συγγραφέας δηλώνει τη μοναξιά του και το αίσθημα της αποξένωσης με την επανάληψη της λέξης ξένος, χρησιμοποιώντας την επιτατική της μορφή τη δεύτερη φορά που τη χρησιμοποιεί.
«Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν.» Με την παρομοίωση αυτή, ο συγγραφέας παρουσιάζει τη συνεχή κίνηση των ανθρώπων, οι οποίοι αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο, αποξενωμένοι, βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση που δε σταματά για κανένα λόγο. «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.» Ο συγγραφέας νιώθοντας την αδιαφορία των ανθρώπων, πολλές φορές σταματά να περπατά για να διαπιστώσει την αντίδρασή τους και συνειδητοποιεί ότι τον προσπερνούν, όπως το νερό προσπερνά ένα κούτσουρο που μπαίνει στη μέση της πορείας του. Με τον παραλληλισμό που κάνει ο συγγραφέας σχετικά με το κούτσουρο, θέλει να δείξει παραστατικά την αδιάκοπη κίνηση των ανθρώπων που δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη να σταματήσουν για να δουν τι συμβαίνει με το συνάνθρωπό τους. Η μοναξιά και η αποξένωση έχει κατακλύσει την πόλη.
«Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς» Ο συγγραφέας με την επανάληψη της λέξης ξένος εκφράζει το κυρίαρχο συναίσθημα στη ζωή του, καθώς αισθάνεται πως πλέον δεν υπάρχει καμία ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους γύρω του.
«Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.» Η ευχή με την οποία κλείνει το κείμενό του ο Ιωάννου ολοκληρώνει το σχήμα κύκλου του διηγήματος, επανερχόμαστε δηλαδή στην επιθυμία του συγγραφέα να βρίσκεται στους προσφυγικούς συνοικισμούς, και παράλληλα αποκαλύπτει τη μεγάλη ανάγκη του συγγραφέα να μπορέσει κι αυτός να βρεθεί σε μια ομάδα ανθρώπων, όπως αυτή που έχουν σχηματίσει οι άλλοι πρόσφυγες, στην οποία να μπορέσει να ενταχθεί, να σχηματίσει παρόμοια δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς και να πάψει πλέον να είναι μόνος του.
Να βρείτε μερικά από τα εκφραστικά μέσα / τρόπους του κειμένου που επιτρέπουν να χαρακτηρίσουμε τη γραφή του συγγραφέα ευαίσθητη, αλλά όχι μελοδραματική.
Ο Ιωάννου παρά το γεγονός ότι έχει ζήσει σε πολύ τραγικές περιόδους της ελληνικής ιστορίας κι έχει βιώσει πολλές τραυματικές εμπειρίες, δεν αφήνει ποτέ το συναισθηματισμό του να ξεπέσει σε μελοδραματισμό. Ο συγγραφέας αυτός γνωρίζει καλά τι σημαίνει πόνος, εντούτοις διατηρεί πάντοτε την αποστασιοποίησή εκείνη που του επιτρέπει να μιλά ακόμη και για τις πιο προσωπικές του πληγές, χωρίς να χάνει τον έλεγχο των συναισθημάτων του. Αποστασιοποίηση, χιούμορ και σαφής επίγνωση πως η ζωή κρύβει πολλή δυστυχία, είναι τα στοιχεία που επιτρέπουν στον Ιωάννου να μην αφήνεται έρμαιο των συναισθημάτων του.
Γι’ αυτό και στο πεζογράφημα που, πέρα από τις επιμέρους θεματικές, ουσιαστικά αποτελεί την καταγραφή της μοναξιάς που βιώνει ο συγγραφέας, δε βρίσκουμε συναισθηματικές εξάρσεις, έστω κι αν πρόκειται για μια κατάσταση που πραγματικά πληγώνει το συγγραφέα. Παρά την κυριαρχία του θέματος των προσφύγων, η αληθινή διάσταση του πεζογραφήματος είναι το παράπονο ενός ανθρώπου που αισθάνεται μόνος του κι αποζητά μια ομάδα στην οποία να μπορέσει να ενταχθεί και ο ίδιος, ώστε να μην είναι πλέον «ολομόναχος, ξένος παντάξενος».
Ο συγγραφέας βρίσκεται στο καφενείο παρατηρώντας τους πρόσφυγες κι αισθάνεται αποκομμένος γιατί κι αυτός είναι πρόσφυγας, αλλά δεν ανήκει κι ούτε το εντάσσουν στην κλειστή κοινωνία τους οι άλλοι πρόσφυγες.
Ο συγγραφέας περπατά στους δρόμους όπου όλοι οι άνθρωποι κινούνται βιαστικά, γελούν, μιλάνε, μα κανείς δεν ενδιαφέρεται για την ύπαρξη εκείνου του μοναχικού ανθρώπου, που όταν σκόπιμα σταματά να κινείται, το ποτάμι των ανθρώπων απλώς τον προσπερνά.
Ο συγγραφέας ζει ξένος, ανάμεσα σε ξένους, στις πολυκατοικίες και στις γειτονιές όπου ένας δεν ξέρει και δε θέλει να γνωρίσει τον άλλο, κι αυτό τον πληγώνει. Γι’ αυτό κι εύχεται να μπορούσε κι εκείνος να ζει σε κάποιον από τους συνοικισμούς των προσφύγων, ώστε να ανήκει κι αυτός σε μια ομάδα ανθρώπων και να μην είναι πια μόνος του.
Η ανάγκη που αισθάνεται ο συγγραφέας να εντοπίσει συνεκτικούς δεσμούς με τους άλλους ανθρώπους, η ανάγκη του να απομακρύνει τη μοναξιά από τη ζωή του, διατρέχουν το κείμενό του και δείχνουν την ευαισθησία της γραφής του.
«Ακούς εκείνες τις φωνές με τη ζεστή προφορά και σου ‘ρχεται ν’ αγκαλιάσεις» Ο συγγραφέας νιώθει μια ιδιαίτερη επαφή με τους πρόσφυγες της πόλης του, μα δεν καταγράφει το συναίσθημα αυτό σε πρώτο πρόσωπο, χρησιμοποιεί δεύτερο πρόσωπο, αποδίδοντας τις δικές του σκέψεις σε κάποιο άλλο πρόσωπο -σε κάθε άλλο πρόσωπο- μιας και με το σχήμα αυτό της προβολής ο συγγραφέας θέλει να δώσει καθολική αξία στα συναισθήματά του.
«Ονόματα από σβησμένους τάχα λαούς και χώρες δειλιάζουν μέσα στο νου» Με την προσωποποίηση των ονομάτων των αρχαίων λαών, ο συγγραφέας θέλει να δείξει την ένταση με την οποία αισθάνεται μέσα του την επαφή με τους ανθρώπους που συναντά και με την ιστορία που κουβαλά καθένας απ’ αυτούς στο αίμα του.
«μεθώ μονάχα και που τα λέω από μέσα μου, καθώς ολοένα βεβαιώνομαι» Με τη μεταφορική χρήση του ρήματος μεθώ, ο συγγραφέας θέλει να δείξει πόσο βαθιά συγκινείται από την αίσθηση ότι συναντά απογόνους αρχαίων και ένδοξων φυλών, οι οποίοι χωρίς καν να το γνωρίζουν συνεχίζουν μια μακραίωνη ιστορία.
«Κάτι σα ζεστό κύμα με σκεπάζει ξαφνικά, θαρρείς και γύρισα επιτέλους στην πατρίδα» Η παρομοίωση: σα ζεστό κύμα, χρησιμοποιείται για να εκφράσει με έμφαση το αίσθημα οικειότητας που πλημμυρίζει το συγγραφέα, κάθε φορά που έρχεται σε επαφή με άλλους πρόσφυγες.
«Τους πληροφορεί το αίμα τους για μένα, όπως και το δικό μου με κάνει να τους κατέχω ολόκληρους» Η προσωποποίηση του αίματος λειτουργεί ώστε να δοθεί με ενάργεια η δύναμη του συνεκτικού δεσμού που υπάρχει μεταξύ των προσφύγων, δε χρειάζεται να γνωρίζουν ο ένας τον άλλο για να αισθανθούν την κοινή τους μοίρα και καταγωγή.
Εντούτοις, παρά την κοινή καταγωγή οι άλλοι πρόσφυγες ποτέ δεν επιμένουν να κρατήσουν το συγγραφέα στις παρέες του κι αυτός συνεχίζει τη μοναχική του πορεία.
«Ολομόναχος, ξένος παντάξενος, χάνομαι στις μεγάλες αρτηρίες.» Ο συγγραφέας δηλώνει τη μοναξιά του και το αίσθημα της αποξένωσης με την επανάληψη της λέξης ξένος, χρησιμοποιώντας την επιτατική της μορφή τη δεύτερη φορά που τη χρησιμοποιεί.
«Ερυθρά και λευκά αιμοσφαίρια σα να κυκλοφορούν.» Με την παρομοίωση αυτή, ο συγγραφέας παρουσιάζει τη συνεχή κίνηση των ανθρώπων, οι οποίοι αδιάφοροι ο ένας για τον άλλο, αποξενωμένοι, βρίσκονται σε μια διαρκή κίνηση που δε σταματά για κανένα λόγο. «Σταματώ πολλές φορές στη μέση του πεζοδρομίου, κι όπως το κούτσουρο που κόβει το νερό, έτσι περιστρέφονται γύρω μου οι διαβάτες.» Ο συγγραφέας νιώθοντας την αδιαφορία των ανθρώπων, πολλές φορές σταματά να περπατά για να διαπιστώσει την αντίδρασή τους και συνειδητοποιεί ότι τον προσπερνούν, όπως το νερό προσπερνά ένα κούτσουρο που μπαίνει στη μέση της πορείας του. Με τον παραλληλισμό που κάνει ο συγγραφέας σχετικά με το κούτσουρο, θέλει να δείξει παραστατικά την αδιάκοπη κίνηση των ανθρώπων που δεν αισθάνονται πλέον την ανάγκη να σταματήσουν για να δουν τι συμβαίνει με το συνάνθρωπό τους. Η μοναξιά και η αποξένωση έχει κατακλύσει την πόλη.
«Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς» Ο συγγραφέας με την επανάληψη της λέξης ξένος εκφράζει το κυρίαρχο συναίσθημα στη ζωή του, καθώς αισθάνεται πως πλέον δεν υπάρχει καμία ουσιαστική επαφή με τους ανθρώπους γύρω του.
«Τουλάχιστο, ας ήμουν σ’ ένα προσφυγικό συνοικισμό με ανθρώπους της ράτσας μου τριγύρω.» Η ευχή με την οποία κλείνει το κείμενό του ο Ιωάννου ολοκληρώνει το σχήμα κύκλου του διηγήματος, επανερχόμαστε δηλαδή στην επιθυμία του συγγραφέα να βρίσκεται στους προσφυγικούς συνοικισμούς, και παράλληλα αποκαλύπτει τη μεγάλη ανάγκη του συγγραφέα να μπορέσει κι αυτός να βρεθεί σε μια ομάδα ανθρώπων, όπως αυτή που έχουν σχηματίσει οι άλλοι πρόσφυγες, στην οποία να μπορέσει να ενταχθεί, να σχηματίσει παρόμοια δυνατούς συναισθηματικούς δεσμούς και να πάψει πλέον να είναι μόνος του.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου