Neil Camara
«Η μόνη κληρονομιά» παράλληλο για το «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»
Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα; Από την άλλη κιόλας μέρα τα βιβλία και τα χαρτιά μου θα πεταχτούνε έξω από το νοικιασμένο σπίτι...
Περπατώ στους δρόμους και κοιτώντας τα ατέλειωτα σπίτια, τα άπειρα διαμερίσματα, όλο κάτι τέτοια συλλογίζομαι: «Σε ποιον ανήκουν όλα αυτά; και πως, τέλος πάντων, τα έχουν αποχτήσει; και ποιοι είναι αυτοί οι ευτυχισμένοι, που θα τα κληρονομήσουν;» Εγώ για διαμέρισμα, ακόμα και ημιυπόγειο, έχω πια εντελώς απελπιστεί. Θα πρέπει να βάλω δάνειο, που θα εξοφληθεί στο διπλάσιο, μέσα σε είκοσι πέντε χρόνια. Μα, που να βρω τόσα λεφτά και προπάντων τόσα χρόνια; Κι αν με διώξουν απ’ τη δουλειά ή αν πάθω κάτι, ποιος θα το εξοφλήσει; Βλέπω ξεκάθαρα πως θα το καταπιεί και πάλι η τράπεζα και τα χαρτιά μου δε θ’ αποφύγουνε τη μοίρα του πεζοδρομίου. Ονειρεύομαι καμιά φορά πως έχω κτήμα. Κτηματάκι βαθυπράσινο, όπου αναπαύεται η ψυχή. Και σχηματίζεται στο μυαλό μου η γελοία σκέψη: «Κάτι κατέχω κι εγώ απ’ αυτόν τον πλανήτη». Σίγουρα είμαι για δέσιμο.
Γιώργος Ιωάννου «Η μόνη κληρονομιά»
Εγώ όμως από τώρα είμαι βαριά παραπονεμένος. Μέσα στους ξένους και στα ξένα πράγματα ζω διαρκώς∙ στα έτοιμα και στα ενοικιασμένα. Συγκατοικώ με ανθρώπους που αδιαφορούν τελείως για μένα, κι εγώ γι’ αυτούς.
Γιώργος Ιωάννου «Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς»
Η βιωματικότητα των κειμένων του Ιωάννου, η διάθεσή του δηλαδή να καταγράφει εμπειρίες, σκέψεις και προσωπικά του συναισθήματα είναι έκδηλη σε όλο σχεδόν το συγγραφικό του έργο. Η μεγάλη θλίψη του συγγραφέα για το γεγονός ότι ποτέ δεν είχε ένα δικό του σπίτι που διατυπώνεται στο πεζογράφημα Η μόνη κληρονομιά, βρίσκεται και στο πεζογράφημα Μες στους Προσφυγικούς Συνοικισμούς. Ο Ιωάννου, άλλωστε, εργαζόταν ως καθηγητής στη δευτεροβάθμια εκπαίδευση, γεγονός που δεν του επέτρεψε ποτέ να ξεφύγει από τις οικονομικές δυσκολίες και τους επακόλουθους περιορισμούς. Το παράπονό του βέβαια για το γεγονός ότι πάντοτε κατοικεί σε νοικιασμένα σπίτια, συνοδεύεται κι από το άλλο μεγάλο παράπονο του συγγραφέα, αυτό της μοναξιάς που χαρακτήριζε τη ζωή του. Ο συγγραφέας δε δημιούργησε ποτέ μια δική του οικογένεια «Κι εγώ, φυσικά, τίποτε δεν πρόκειται να κληροδοτήσω. Άλλωστε, και να είχα κάτι, σε ποιον θα το άφηνα;», κάτι που γέμισε τη ζωή του με μοναξιά και του άφησε μια μόνιμη στεναχώρια.
Την πιο δυνατή εικόνα μοναξιάς μας την παρέχει ο συγγραφέας στο πεζογράφημα Τα σκυλιά του Σέιχ – Σου, όπου ανατρέχει στα παιδικά του χρόνια και θυμάται διάφορα περιστατικά από τα χρόνια της κατοχής. Κι όταν κάποια στιγμή αισθάνεται την ανάγκη να μιλήσει με κάποιον για όλα αυτά, συνειδητοποιεί ότι είναι μόνος του και πως δεν υπάρχει κανείς κοντά του:
«Ξεχνιέμαι καμιά φορά και σηκώνομαι να πάω σε άλλο κρεβάτι να σιγομιλήσω για τις φωνές με κανέναν δικό μου. Μα, μόλις τρίξει το χερούλι της άλλης πόρτας και νιώσω το άδειο δωμάτιο, συνέρχομαι και τρέχω στο γιατάκι μου. Όλα τα εξαίσια συμβαίνουν πια μονάχα στον ύπνο.»
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου