Κώστας Κουτσουκανίδης
Οι υποσημειώσεις του βιβλίου για τον Κρητικό του Σολωμού
Τα πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν
1. αντήχαν (αντήχααν∙ σχηματισμένο όπως το Εκοίταα του στ.1) αντηχούσαν
Μα τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,
Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
Μα την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας
2. Εκκλήσεις εμπίστευσης, που προοικονομούν εδώ καίρια σημεία της αφήγησης, οι όρκοι των στίχων 2-4 συνοδεύουν την αποστροφή του αφηγητή προς ένα υποθετικό ακροατήριο.
Λάλησε, Σάλπιγγα! κι' εγώ το σάβανο τινάζω
3. Σάλπιγγα εννοείται της Δευτέρας Παρουσίας – όπως στην Παλαιά Διαθήκη (Ιώβ ΛΘ΄ 24-25: «καὶ ὀργῇ ἀφανιεῖ τὴν γῆν καὶ οὐ μὴ πιστεύσει, ἕως ἂν σημάνῃ σάλπιγξ· 25 σάλπιγγος δὲ σημαινούσης λέγει· εὖγε. πόρρωθεν δὲ ὀσφραίνεται πολέμου σὺν ἅλματι καὶ κραυγῇ.» Ζαχαρίας Θ΄ 14: «καὶ Κύριος ἔσται ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐξελεύσεται ὡς ἀστραπὴ βολίς, καὶ Κύριος παντοκράτωρ ἐν σάλπιγγι σαλπιεῖ καὶ πορεύσεται ἐν σάλῳ ἀπειλῆς αὐτοῦ.») και στις Επιστολές του Παύλου (Α΄ Προς Θεσσαλονικείς: Δ΄16: «ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον.» Α΄ Προς Κορινθίους: ΙΕ΄ 51-52: «ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, 52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα».), η έβδομη, κατά την Αποκάλυψη ΙΑ΄ 15: «Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἐγένοντο φωναὶ μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαι· Ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.»
Με την αποστροφή αυτή ανοίγει παρένθεση, όπου ο Κρητικός οραματίζεται την ώρα που θα δει ξανά την αγαπημένη του, κατά την ανάσταση νεκρών για την Έσχατη Κρίση. Η πρόδρομη αφήγηση θα συνεχιστεί σκηνικά, στίχος 7 και εξής, με υποφορά και ανθυποφορά, κατά το πρότυπο των δημοτικών τραγουδιών («Μην είδετε...; - ... την είδαμε...»).
Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω
4. αχνούς αναστημένους: εγερθείσες σκιές των θανόντων (αχνός: αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει).
Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
5. Αναφορά στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ (πραγματικό τοπωνύμιο, ανατολικά της Ιερουσαλήμ), που ταυτίζεται στις δοξασίες Ιουδαίων, χριστιανών και μωαμεθανών με το θέατρο της παγκόσμιας Τελικής Κρίσης.
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.
6. ό,τι σας μοιάζει: οι άλλες σκιές αναστημένων (ή, ίσως, άγγελοι)∙ «σαν κι εσάς»
Καπνός δε μένει από τη γή
7. όπως για τη Βαβυλώνα στην Αποκάλυψη ΙΘ΄ 3: «καὶ δεύτερον εἴρηκαν· Ἀλληλούϊα· καὶ ὁ καπνὸς αὐτῆς ἀναβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.» νιος ουρανός εγίνη: όπως επίσης στην Αποκάλυψη ΚΑ΄ 1: «Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι.»
—Ψηλά την είδαμε πρωί• της τρέμαν τα λουλούδια
8. Πρόκειται για τα «λουλούδια της παρθενιάς», επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση του Σολωμού.
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
9. Στη θύρα της Παράδεισος, και στην Ερωφίλη, Πράξη 5, σκηνή 4, στίχος 503 (κ.α.) βρίσκουμε «Την πόρτα τση Παράδεισος...»∙ στα δημοτικά τραγούδια επίσης: «Στην πόρτα της παράδεισος μηλιά είναι φορτωμένη». Εικονοποιία κυρίως δυτικότροπη.
Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της
10. χαροποιά: εκφράζοντας ζωηρά τη χαρά της
Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της
11. Αναφορά στην εν σαρκί ανάσταση νεκρών, την οποία πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία (Ιώβ ΙΘ΄ 26: «ἀναστήσει δὲ τὸ δέρμα μου τὸ ἀναντλοῦν ταῦτα· παρὰ γὰρ Κυρίου ταῦτά μοι συνετελέσθη»
Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος
12. αγρίκαε: τη φωνή του Θεού
Το κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος
13. Η «γέεννα του πυρός» (Κατά Ματθαίον Ε΄ 22: «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ' ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ' ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» και το «πυρ το άσβεστον/αιώνιον/εξώτερον» (διάσπαρτο στη χριστιανική φιλολογία) εναργή στις παραδόσεις του λαού μας.
Και τώρα ομπρός την είδαμε
14. τώρα ομπρός: μόλις πριν λίγο
Κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει
15. σκίρτησε: αόριστος σε θέση παρατατικού («σκιρτούσε»: αναταρασσόταν). χοχλό: κοχλασμό, βράσιμο. Η μεταφορά αυτή που απαντά επίσης στη Γυναίκα της Ζάκυθος και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, έχει ως πηγή τον Ερωτόκριτο Γ΄, στίχο 363: «Σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο χόχλος το φουσκώνει...»
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα
16. πάστρα: καθαρότητα, διαύγεια
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα
17. Η εικόνα του στίχου αποκτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα σε παραλλαγές του, όπως: «Σαν περιβόλι ευώδησε και τ’ άνθη του ήταν τ’ άστρα».
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
18. κρυφό μυστήριο: μυστική/απόκρυφη δραστηριότητα (ήδη στη Σοφία Σολομώντος ΙΔ΄ 23: «ἢ γὰρ τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια ἢ ἐμμανεῖς ἐξ ἄλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες» συναντάμε τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια. Με θετικό περιεχόμενο απαντά στους Ελεύθερους Πολιορκημένους «Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, / Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου..)
εστένεψε τη φύση: επιβλήθηκε (στην πλάση), την ανάγκασε...
Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας
19. Η ακινησία και η γαλήνη της φύσης που απαντά και στο θέμα του «Πειρασμού» στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
20. Βλ. και Ερωτόκριτος Β΄, στίχος 309: «Είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο» (πανσέληνος).
λαγαρό: διαυγές, καθαρό, φωτεινό.
Το ρήμα Εσειότουν αντί του Έτρεμε των Αυτογράφων, κατ’ αναλογία άλλων στίχων από τον Ι. Πολυλά. Ο Σ. Αλεξίου το προσαρμόζει σε Εσειόνταν.
Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη
21. Αποκάλυψις ΙΒ΄ 1: «Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα». Για τη φιγούρα της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό έχουν κατατεθεί πολλές ερμηνείες: «ομορφιά της ζωής και της φύσης», Αφροδίτη, Ελευθερία – Ελλάδα, Νεράιδα, η πλατωνική Ιδέα [...], η Παναγία, ο «θείος έρωτας», η «θεία πρόνοια», το αποκαλυπτικό ύψιστο, αλλά και το «πνεύμα της γης», η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς κ.ά. – οι σχετικές απόψεις γενικώς σήμερα θα μπορούσαν να ταξινομηθούν με βάση την τελική τους συνεπαγωγή να την ταυτίζουν ή όχι με τη φεγγαροντυμένη του «Πειρασμού». Πρώτη εμφάνιση του θέματος με αυτοτέλεια στον Λάμπρο (απ. 32 – που ο Σ. Αλεξίου τιτλοφορεί «Η Αναδυομένη»).
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της
22. δροσάτο φως: Αποδίδει τις ανταύγειες του φεγγαρόφωτου στη μορφή της μυστηριακής γυναίκας. (Σχήμα συναισθησίας, εφόσον συμφύρονται δύο διαφορετικές αισθήσεις, αλλά και οξύμωρο, αν ληφθεί υπόψη ότι το φως αποτελεί πηγή θερμότητας).
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
23. Το νόημα του στίχου: «Το φως την έλουσε χωρίς να την εξαφανίσει».
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει
24. χωρίς να το σουφρώνει: χωρίς κα να ρυτιδώνει, χωρίς κατά το ελάχιστο να υποχωρεί η επιφάνεια του νερού στο βήμα της, χωρίς να βυθίζεται.
Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη
25. Και στον Ερωτόκριτο Β΄, στίχος 2044: «με σπλάχνος και ταπείνωσιν αγκαλιστόν τον πιάνει».
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη
26. ομορφιά – καλοσύνη: το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες του καλοῦ κἀγαθοῦ, διηθημένο μέσα από τη χριστιανική σημασία των όρων.
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει
27. Ανάλογη στη δημώδη παράδοσή μας παράσταση του αδιανόητου καθ’ υπερβολή – (βλ. π.χ. «Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι άστρι το μεσημέρι» στο τραγούδι της Λιογέννητης»).
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει
28. η χτίσις... λαμπυρίζει: χριστιανικός ανιμισμός που απανντά κι αλλού στο Σολωμό (π.χ. στο «Carmen Seculare», 3 στίχος 8: «Tο μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης».
Στους στίχους 1-8 ανιούσα κλιμάκωση της φωτοχυσίας με συνδρομή πολυσύνδετου.
Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα
29. ρείθρα: (με την αρχαία σημασία, ρέεθρα) υδάτινα ρεύματα (σημερινή σημασία: χαντάκια, αυλάκια στο πλάι των δρόμων, κοίτες ποταμών).
Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα
30. πετροκαλαμίθρα: (αντιδάνειο: καλαμίτης < βενετ. pietra calamita) είδος πρωτόγονης (επιπλέουσας σε δοχείο με νερό) μαγνητικής βελόνας από καλάμι, δείκτης πυξίδας∙ αλεξικέραυνο (όπως ενδεχομένως στην υστερότερη παραλλαγή: «εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμίθρα»). Το φαινόμενο του μαγνητισμού αξιοποιήθηκε μεταφορικά για την έλξη μεταξύ ψυχών, πνευμάτων, σωμάτων σε πάμπολλα κείμενα ήδη από την αρχαιότητα.
Τα πέλαγα στην αστραπή κι ό ουρανός αντήχαν
1. αντήχαν (αντήχααν∙ σχηματισμένο όπως το Εκοίταα του στ.1) αντηχούσαν
Μα τές πολλές λαβωματιές πού μόφαγαν τα στήθια,
Μα τους συντρόφους πόπεσαν στην Κρήτη πολεμώντας,
Μα την ψυχή πού μ' έκαψε τον κόσμο άπαρατώντας
2. Εκκλήσεις εμπίστευσης, που προοικονομούν εδώ καίρια σημεία της αφήγησης, οι όρκοι των στίχων 2-4 συνοδεύουν την αποστροφή του αφηγητή προς ένα υποθετικό ακροατήριο.
Λάλησε, Σάλπιγγα! κι' εγώ το σάβανο τινάζω
3. Σάλπιγγα εννοείται της Δευτέρας Παρουσίας – όπως στην Παλαιά Διαθήκη (Ιώβ ΛΘ΄ 24-25: «καὶ ὀργῇ ἀφανιεῖ τὴν γῆν καὶ οὐ μὴ πιστεύσει, ἕως ἂν σημάνῃ σάλπιγξ· 25 σάλπιγγος δὲ σημαινούσης λέγει· εὖγε. πόρρωθεν δὲ ὀσφραίνεται πολέμου σὺν ἅλματι καὶ κραυγῇ.» Ζαχαρίας Θ΄ 14: «καὶ Κύριος ἔσται ἐπ᾿ αὐτοὺς καὶ ἐξελεύσεται ὡς ἀστραπὴ βολίς, καὶ Κύριος παντοκράτωρ ἐν σάλπιγγι σαλπιεῖ καὶ πορεύσεται ἐν σάλῳ ἀπειλῆς αὐτοῦ.») και στις Επιστολές του Παύλου (Α΄ Προς Θεσσαλονικείς: Δ΄16: «ὅτι αὐτὸς ὁ Κύριος ἐν κελεύσματι, ἐν φωνῇ ἀρχαγγέλου καὶ ἐν σάλπιγγι Θεοῦ καταβήσεται ἀπ' οὐρανοῦ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐν Χριστῷ ἀναστήσονται πρῶτον.» Α΄ Προς Κορινθίους: ΙΕ΄ 51-52: «ἰδοὺ μυστήριον ὑμῖν λέγω· πάντες μὲν οὐ κοιμηθησόμεθα, πάντες δὲ ἀλλαγησόμεθα, 52 ἐν ἀτόμῳ, ἐν ῥιπῇ ὀφθαλμοῦ, ἐν τῇ ἐσχάτῃ σάλπιγγι· σαλπίσει γάρ, καὶ οἱ νεκροὶ ἐγερθήσονται ἄφθαρτοι, καὶ ἡμεῖς ἀλλαγησόμεθα».), η έβδομη, κατά την Αποκάλυψη ΙΑ΄ 15: «Καὶ ὁ ἕβδομος ἄγγελος ἐσάλπισε· καὶ ἐγένοντο φωναὶ μεγάλαι ἐν τῷ οὐρανῷ λέγουσαι· Ἐγένετο ἡ βασιλεία τοῦ κόσμου τοῦ Κυρίου ἡμῶν καὶ τοῦ Χριστοῦ αὐτοῦ, καὶ βασιλεύσει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.»
Με την αποστροφή αυτή ανοίγει παρένθεση, όπου ο Κρητικός οραματίζεται την ώρα που θα δει ξανά την αγαπημένη του, κατά την ανάσταση νεκρών για την Έσχατη Κρίση. Η πρόδρομη αφήγηση θα συνεχιστεί σκηνικά, στίχος 7 και εξής, με υποφορά και ανθυποφορά, κατά το πρότυπο των δημοτικών τραγουδιών («Μην είδετε...; - ... την είδαμε...»).
Και σχίζω δρόμο και τς αχνούς αναστημένους κράζω
4. αχνούς αναστημένους: εγερθείσες σκιές των θανόντων (αχνός: αμυδρή φιγούρα, έτοιμη να σβήσει).
Μην είδετε την ομορφιά που την Κοιλάδα αγιάζει;
5. Αναφορά στην Κοιλάδα Ιωσαφάτ (πραγματικό τοπωνύμιο, ανατολικά της Ιερουσαλήμ), που ταυτίζεται στις δοξασίες Ιουδαίων, χριστιανών και μωαμεθανών με το θέατρο της παγκόσμιας Τελικής Κρίσης.
Πέστε, να ιδήτε το καλό εσείς κι ο, τι σας μοιάζει.
6. ό,τι σας μοιάζει: οι άλλες σκιές αναστημένων (ή, ίσως, άγγελοι)∙ «σαν κι εσάς»
Καπνός δε μένει από τη γή
7. όπως για τη Βαβυλώνα στην Αποκάλυψη ΙΘ΄ 3: «καὶ δεύτερον εἴρηκαν· Ἀλληλούϊα· καὶ ὁ καπνὸς αὐτῆς ἀναβαίνει εἰς τοὺς αἰῶνας τῶν αἰώνων.» νιος ουρανός εγίνη: όπως επίσης στην Αποκάλυψη ΚΑ΄ 1: «Καὶ εἶδον οὐρανὸν καινὸν καὶ γῆν καινήν· ὁ γὰρ πρῶτος οὐρανὸς καὶ ἡ πρώτη γῆ ἀπῆλθον, καὶ ἡ θάλασσα οὐκ ἔστιν ἔτι.»
—Ψηλά την είδαμε πρωί• της τρέμαν τα λουλούδια
8. Πρόκειται για τα «λουλούδια της παρθενιάς», επαναλαμβανόμενο μοτίβο στην ποίηση του Σολωμού.
Στη θύρα της Παράδεισος που εβγήκε με τραγούδια
9. Στη θύρα της Παράδεισος, και στην Ερωφίλη, Πράξη 5, σκηνή 4, στίχος 503 (κ.α.) βρίσκουμε «Την πόρτα τση Παράδεισος...»∙ στα δημοτικά τραγούδια επίσης: «Στην πόρτα της παράδεισος μηλιά είναι φορτωμένη». Εικονοποιία κυρίως δυτικότροπη.
Έψαλλε την Ανάσταση χαροποιά η φωνή της
10. χαροποιά: εκφράζοντας ζωηρά τη χαρά της
Κι έδειχνεν ανυπομονιά για να ‘μπει στο κορμί της
11. Αναφορά στην εν σαρκί ανάσταση νεκρών, την οποία πιστεύει η Ορθόδοξη Εκκλησία (Ιώβ ΙΘ΄ 26: «ἀναστήσει δὲ τὸ δέρμα μου τὸ ἀναντλοῦν ταῦτα· παρὰ γὰρ Κυρίου ταῦτά μοι συνετελέσθη»
Ο Ουρανός ολόκληρος αγρίκαε σαστισμένος
12. αγρίκαε: τη φωνή του Θεού
Το κάψιμο αργοπορούνε ο κόσμος ο αναμμένος
13. Η «γέεννα του πυρός» (Κατά Ματθαίον Ε΄ 22: «ἐγὼ δὲ λέγω ὑμῖν ὅτι πᾶς ὁ ὀργιζόμενος τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ εἰκῇ ἔνοχος ἔσται τῇ κρίσει· ὃς δ' ἂν εἴπῃ τῷ ἀδελφῷ αὐτοῦ, Ρακά, ἔνοχος ἔσται τῷ συνεδρίῳ· ὃς δ' ἂν εἴπῃ, Μωρέ, ἔνοχος ἔσται εἰς τὴν γέενναν τοῦ πυρός» και το «πυρ το άσβεστον/αιώνιον/εξώτερον» (διάσπαρτο στη χριστιανική φιλολογία) εναργή στις παραδόσεις του λαού μας.
Και τώρα ομπρός την είδαμε
14. τώρα ομπρός: μόλις πριν λίγο
Κι ή θάλασσα, πού σκίρτησε σαν το χοχλό πού βράζει
15. σκίρτησε: αόριστος σε θέση παρατατικού («σκιρτούσε»: αναταρασσόταν). χοχλό: κοχλασμό, βράσιμο. Η μεταφορά αυτή που απαντά επίσης στη Γυναίκα της Ζάκυθος και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους, έχει ως πηγή τον Ερωτόκριτο Γ΄, στίχο 363: «Σαν το θερμό στα κάρβουνα που ο χόχλος το φουσκώνει...»
Ησύχασε και έγινε όλο ησυχία και πάστρα
16. πάστρα: καθαρότητα, διαύγεια
Σαν περιβόλι ευώδησε κι εδέχτηκε όλα τα’ αστρα
17. Η εικόνα του στίχου αποκτά ένα πιο συγκεκριμένο νόημα σε παραλλαγές του, όπως: «Σαν περιβόλι ευώδησε και τ’ άνθη του ήταν τ’ άστρα».
Κάτι κρυφό μυστήριο εστένεψε τη φύση
18. κρυφό μυστήριο: μυστική/απόκρυφη δραστηριότητα (ήδη στη Σοφία Σολομώντος ΙΔ΄ 23: «ἢ γὰρ τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια ἢ ἐμμανεῖς ἐξ ἄλλων θεσμῶν κώμους ἄγοντες» συναντάμε τεκνοφόνους τελετὰς ἢ κρύφια μυστήρια. Με θετικό περιεχόμενο απαντά στους Ελεύθερους Πολιορκημένους «Μητέρα, μεγαλόψυχη στον πόνο και στη δόξα, / Κι αν στο κρυφό μυστήριο ζουν πάντα τα παιδιά σου..)
εστένεψε τη φύση: επιβλήθηκε (στην πλάση), την ανάγκασε...
Ούτε όσο κάνει στον ανθό η μέλισσα περνώντας
19. Η ακινησία και η γαλήνη της φύσης που απαντά και στο θέμα του «Πειρασμού» στους Ελεύθερους Πολιορκημένους.
Εσειότουν τ’ ολοστρόγγυλο και λαγαρό φεγγάρι
20. Βλ. και Ερωτόκριτος Β΄, στίχος 309: «Είχε φεγγάρι λαμπιρό και στρογγυλό γεμάτο» (πανσέληνος).
λαγαρό: διαυγές, καθαρό, φωτεινό.
Το ρήμα Εσειότουν αντί του Έτρεμε των Αυτογράφων, κατ’ αναλογία άλλων στίχων από τον Ι. Πολυλά. Ο Σ. Αλεξίου το προσαρμόζει σε Εσειόνταν.
Κι ομπρός μου ιδού πού βρέθηκε μία φεγγαροντυμένη
21. Αποκάλυψις ΙΒ΄ 1: «Καὶ σημεῖον μέγα ὤφθη ἐν τῷ οὐρανῷ, γυνὴ περιβεβλημένη τὸν ἥλιον, καὶ ἡ σελήνη ὑποκάτω τῶν ποδῶν αὐτῆς, καὶ ἐπὶ τῆς κεφαλῆς αὐτῆς στέφανος ἀστέρων δώδεκα». Για τη φιγούρα της φεγγαροντυμένης στον Κρητικό έχουν κατατεθεί πολλές ερμηνείες: «ομορφιά της ζωής και της φύσης», Αφροδίτη, Ελευθερία – Ελλάδα, Νεράιδα, η πλατωνική Ιδέα [...], η Παναγία, ο «θείος έρωτας», η «θεία πρόνοια», το αποκαλυπτικό ύψιστο, αλλά και το «πνεύμα της γης», η ψυχή της αρραβωνιαστικιάς κ.ά. – οι σχετικές απόψεις γενικώς σήμερα θα μπορούσαν να ταξινομηθούν με βάση την τελική τους συνεπαγωγή να την ταυτίζουν ή όχι με τη φεγγαροντυμένη του «Πειρασμού». Πρώτη εμφάνιση του θέματος με αυτοτέλεια στον Λάμπρο (απ. 32 – που ο Σ. Αλεξίου τιτλοφορεί «Η Αναδυομένη»).
Ετρεμε το δροσάτο φως στη θεϊκιά θωριά της
22. δροσάτο φως: Αποδίδει τις ανταύγειες του φεγγαρόφωτου στη μορφή της μυστηριακής γυναίκας. (Σχήμα συναισθησίας, εφόσον συμφύρονται δύο διαφορετικές αισθήσεις, αλλά και οξύμωρο, αν ληφθεί υπόψη ότι το φως αποτελεί πηγή θερμότητας).
Και την αχτινοβόλησαν και δεν την εσκεπάσαν
23. Το νόημα του στίχου: «Το φως την έλουσε χωρίς να την εξαφανίσει».
Κι από το πέλαο, που πατεί χωρίς να το σουφρώνει
24. χωρίς να το σουφρώνει: χωρίς κα να ρυτιδώνει, χωρίς κατά το ελάχιστο να υποχωρεί η επιφάνεια του νερού στο βήμα της, χωρίς να βυθίζεται.
Κι ανεί τς αγκάλες μ’ έρωτα και με ταπεινοσύνη
25. Και στον Ερωτόκριτο Β΄, στίχος 2044: «με σπλάχνος και ταπείνωσιν αγκαλιστόν τον πιάνει».
Κι έδειξε πάσαν ομορφιά και πάσαν καλοσύνη
26. ομορφιά – καλοσύνη: το αρχαίο ελληνικό ιδεώδες του καλοῦ κἀγαθοῦ, διηθημένο μέσα από τη χριστιανική σημασία των όρων.
Τότε από φως μεσημερνό ή νύχτα πλημμυρίζει
27. Ανάλογη στη δημώδη παράδοσή μας παράσταση του αδιανόητου καθ’ υπερβολή – (βλ. π.χ. «Ποιος είδε νήλιο από βραδύς κι άστρι το μεσημέρι» στο τραγούδι της Λιογέννητης»).
Κι η χτίσις έγινε ναός πού ολούθε λαμπυρίζει
28. η χτίσις... λαμπυρίζει: χριστιανικός ανιμισμός που απανντά κι αλλού στο Σολωμό (π.χ. στο «Carmen Seculare», 3 στίχος 8: «Tο μέγα πολυκάντηλο μες στο ναό της φύσης».
Στους στίχους 1-8 ανιούσα κλιμάκωση της φωτοχυσίας με συνδρομή πολυσύνδετου.
Τέλος σ’ εμέ πού βρίσκομουν ομπρός της μες στα ρείθρα
29. ρείθρα: (με την αρχαία σημασία, ρέεθρα) υδάτινα ρεύματα (σημερινή σημασία: χαντάκια, αυλάκια στο πλάι των δρόμων, κοίτες ποταμών).
Καταπώς στέκει στο Βοριά η πετροκαλαμίθρα
30. πετροκαλαμίθρα: (αντιδάνειο: καλαμίτης < βενετ. pietra calamita) είδος πρωτόγονης (επιπλέουσας σε δοχείο με νερό) μαγνητικής βελόνας από καλάμι, δείκτης πυξίδας∙ αλεξικέραυνο (όπως ενδεχομένως στην υστερότερη παραλλαγή: «εγώ το σίδερο κι αυτή η πετροκαλαμίθρα»). Το φαινόμενο του μαγνητισμού αξιοποιήθηκε μεταφορικά για την έλξη μεταξύ ψυχών, πνευμάτων, σωμάτων σε πάμπολλα κείμενα ήδη από την αρχαιότητα.
Έλεγα πώς την είχα ιδεί πολύν καιρόν οπίσω
31. Έλεγα: συλλογιζόμουν, είχα την εντύπωση
32. Κάν – κάνε: λες και, είτε – είτε.
Που ομπρός μου τώρα μ’ όλη της τη δύναμη προβαίνει
33. Στους στίχους 13-18 ανιχνεύονται απηχήσεις πλατωνικών και αριστοτελικών απόψεων για την αναγνώριση, στα πράγματα του κόσμου τούτου, ιδεών (προτύπων) που η ψυχή μας είχε αντικρίσει σ’ ένα προσωματικό της στάδιο. Η εξιδανίκευση της φεγγαροντυμένης, εντούτοις συνδέεται και με ρομαντικές πηγές.
Ξάφνου οχ τα βάθη του βουνού, κι ο ήλιος το στολίζει
34. οχ (ιδιωμ. < εκ): από. Πολύ συνηθισμένο στο Σολωμό.
Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου
35. άκουγα: ένιωθα – με την ίδια σημασία το ρήμα και πιο κάτω, 5 [22], στίχος 3. Ο Σ. Αλεξίου γράφει άκουσα υιοθετώντας τη γραφή των Σολωμικών Αυτογράφων.
Που ετρέμαν και δε μ’ άφηναν να βγάλω τη μιλιά μου•
36. Που ετρέμαν: Έτρεμαν γράφει ο Σ. Αλεξίου (βάζοντας άνω τελεία στο τέλος του προηγούμενου στίχου) για να αποφύγει «την παρανόηση ότι “έτρεμαν τα σωθικά”, ενώ πρόκειται για τα μάτια της Φεγγαροντυμένης».
Όμως αυτοί είναι θεοί, και κατοικούν απ’ όπου
37. αυτοί – αντί αυτά (δηλαδή τα μάτια): έλξη του γένους από το θεοί.
Βλέπουνε μες στην άβυσσο και στην καρδιά τα’ ανθρώπου
38. Σοφία Σειράχ ΜΒ΄ 18: «ἄβυσσον καὶ καρδίαν ἐξίχνευσε καὶ ἐν πανουργεύμασιν αὐτῶν διενοήθη· ἔγνω γὰρ ὁ Κύριος πᾶσαν εἴδησιν καὶ ἐνέβλεψεν εἰς σημεῖον αἰῶνος», επίσης στη Θυσία του Αβραάμ, στίχος 74: «όπου τα μέσα της καρδιάς και του κουρφά γνωρίζει».
Κι ένιωθα πως μου διάβαζε καλύτερα το νου μου
39. Νους σε αντιβολή προς την καρδιά εδώ (σκέψεις – αισθήματα). πβ. Παραλειπομένων Α, ΚΘ΄ 17: «καὶ ἔγνων, Κύριε, ὅτι σὺ εἶ ὁ ἐτάζων [εξερευνών] καρδίας καὶ δικαιοσύνην ἀγαπᾶς· ἐν ἁπλότητι καρδίας προεθυμήθην ταῦτα πάντα, καὶ νῦν τὸν λαόν σου τὸν εὑρεθέντα ὧδε εἶδον ἐν εὐφροσύνῃ προθυμηθέντα σοι.»
Κοίτα με μες στα σωθικά, που φύτρωσαν οι πόνοι
40. Αξίζει να σημειωθούν παραλλαγές του στίχου, όπως π.χ. «Τούτ’ η ψυχή είναι βαθιά κι εγιόμισ’ από πόνο», που απασχολούν το Σολωμό κατά τη σύνθεση του έργου («μοτίβο της δοκιμασίας»).
Μακριά ‘πο κειθ’ εγιόμισα τες φούχτες μου και εβγήκα
41. Ελλείπει το δεύτερο (έμμεσο) αντικείμενο του δίπτωτου ρήματος εγιόμισα: χώμα, όπως μας υποδεικνύουν άλλες παραλλαγές του μοτίβου (Ω παλληκάρι, φεύγα / πάρε μια φούχτα από τη γη την ποθητή σου κι έβγα», σε Σχεδίασμα της ίδιας εποχής – επίσης στους Ελεύθερους Πολιορκημένους και τον Πόρφυρα).
Βόηθα, Θεά, το τρυφερό κλωνάρι μόνο να ‘χω•
42. το τρυφερό κλωνάρι: περίφραση για την κόρη. Και στον Ερωτόκριτο Α΄, στίχος 57 κ. εξ., για την Αρετούσα: «Άρχιξε κι εμεγάλωσε το δροσερό κλωνάρι, / κι επλήθαινε στην ομορφιά, στη γνώση κι εις τη χάρη».
Σε γκρεμό κρέμουμαι βαθύ, κι αυτό βαστώ μονάχο
43. Η μεταφορά και στον Ερωτόκριτο Γ΄, στίχος 1164: «σ’ έτοιο γκρεμνό μεγάλο».
Εχάθη, αλιά μου! αλλ’ άκουσα του δακρύου της ραντίδα
44. άκουσα: όπως στον στίχο 23 του 4 [21]: «Γιατί άκουγα τα μάτια της μέσα στα σωθικά μου». ραντίδα∙ ρανίδα (ραίνω), σταγόνα, σταλαγματιά.
Κι όταν χορτάτα δυστυχιά τα μάτια μου ζαλεύουν
45. ζαλεύουν: (κοιν. ζαλώνω, φορτώνω, επιβαρύνω, ή κρητ. ζάλο: βήμα, βηματισμός): ζαλίζονται, αναστρέφονται (;) / βαραίνουν από κούραση. Για ένα διάστημα (ως το 1974) ο Λ. Πολίτης είχε υποστηρίζει την ανάγνωση σαλεύουν.
Ξυπνώ φρενίτης, κάθομαι, κι ο νους μου κινδυνεύει
46. φρενίτης: (φρένα), φρενιασμένος, έξω φρενών, μανιακός, ταραγμένος∙ ο νους μου κινδυνεύει∙ πάω να χάσω το μυαλό μου, διακινδυνεύεται η πνευματική μου ισορροπία.
Τα κύματα έσχιζα μ’ αυτό, τ’ άγρια και μυρωδάτα
47. μ’ αυτό, αντί μ’ αυτή (την παλάμη): η ασυμφωνία των γενών οφείλεται ίσως στην παρεμβολή της αναδρομής∙ με τη στίξη (δηλαδή της μπάρες που καθιστούν παρενθετικούς τους στίχους 5-14) ο στίχος 15 έρχεται ως συνέχεια του στίχου 4. Ο Σ. Αλεξίου αντικαθιστά το στίχο 15 με τον εξής (από τα Σολωμικά Αυτόγραφα), που ο Ι. Πολυλάς είχε παραθέσει στο υπόμνημά του: «Και τα νερά ‘σχιζα μ’ αυτό τα μυριομυρωδάτα».
Μήτε όταν εκροτούσαμε, πετώντας τα θηκάρια
48. εκροτούσαμε: συγκροτούσαμε, συνάπταμε Μάχη στενή με τους πολλούς ολίγα παλληκάρια 49. Βλ. και στην Οδύσσεια ι 57 «τόφρα δ’ αλεξόμενοι μένομεν πλέονάς περ εόντας» («ως τότε τους κρατούσαμε, κι ας ήτανε χιλιάδες» μτφρ. Ζ. Σιδέρης).
Μήτε όταν τον μπομπο - Ίσούφ και τς άλλους δύο βαρούσα
50. Ισούφ και οι άλλοι δύο: προφανώς, συμβατικές παρουσίες Αιγυπτίων, από εκείνους που πολιόρκησαν μάταια τη Λαβύρινθο. Το μπομπο- εξευτελιστικής σημασίας πρώτο συνθετικό (όπως π.χ. στη Γυναίκα της Ζάκυθος: μπομπόκορμο)∙ το τούρκικο όνομα Ισούφ έχει ξαναχρησιμοποιηθεί από το Σολωμό με εμπαικτική διάθεση (στη σάτιρά του «Πρωτοχρονιά», στ. 75: «Είμαι ο Ισούφ∙ Μπέη παιδί∙»).
Σύρριζα στη Λαβύρινθο π’ αλαίμαργα πατούσα
51. Στη Λαβύρινθο (όπως οι ντόπιοι ονόμαζαν από τα μεσαιωνικά χρόνια ένα ρωμαϊκό λατομείο στην περιοχή της Γόρτυνας) αναζήτησαν καταφύγιο το καλοκαίρι του 1823 πλήθος χριστιανών∙ μόνο τον επόμενο χρόνο κατάφεραν οι Τουρκοαιγύπτιοι να επιβάλουν κι εκεί την εξουσία τους, αφού δεκάδες χιλιάδων Κρητικοί είχαν στο μεταξύ εγκαταλείψει την πατρίδα τους.
52. πατούσα: (εδώ ιδίως) κυρίευα, κρατούσα κυριαρχικά∙ το επίρρημα αλαίμαργα, μεταφορικό, προς δήλωση του πολεμικού μένους.
Στο πλέξιμο το δυνατό ο χτύπος της καρδιάς μου
53. πλέξιμο: η πλεύση, το κολύμπημα (βλ. και στίχο 23: Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε).
(Κι αυτό μου τ’ αυξαιν’) έκρουζε στην πλεύρα της κυράς μου
54. Κι αυτό μου τ’ αυξαιν: Δηλαδή το κολύμπημα «το δυνατό» (η μεγάλη σωματική προσπάθεια): αυτό επιτάχυνε το χτυποκάρδι. Η πρωθύστερα: το κολύμπημα δυνάμωνε επειδή ένιωθε την παρουσία της κόρης.
55. έκρουζε: χτυπούσε, έκρουε∙ πλεύρα: το πλευρό, το πλάι. Για το ριμάρισμα των στίχων 21-22 βλ. στον Ερωτόκριτο Β΄, στ. 2441-42: «θάμασμα πως δεν είδασι τον πόνο της καρδιάς του / την ώρα που του ‘γγίξασι τα χέρια της κεράς του».
Για το χάσμα μεταξύ των στ. 22 και 23 ο Ι. Πολυλάς σημειώνει: Εδώ ήθελε να θέσει ο ποιητής μίαν παρομοίωση, της οποίας έχομε τους εξής στίχους∙ αυτοί όμως δεν ευρίσκονται εις το ύστερο σχεδίασμα:
Πάει σαν αλάφι πόφυγε του κυνηγού τα βέλη,
Και φεύγει κι από τ’ ανθηρά κρεμάμενα κλωνάρια,
Κι από τον μαύρον ίσκιο του σε ρεύματα καθάρια.
Αλλά το πλέξιμ’ άργουνε και μου τ’ αποκοιμούσε
56. άργουνε: αργοπορούσε, καθυστερούσε, βράδυνε.
57. μου τ’ αποκοιμούσε: μου το καθυστερούσε, το καθιστούσε ράθυμο, νωθρό, αργό.
Ηχός, γλυκύτατος ηχός, οπού με προβοδούσε
58. με προβοδούσε: με προέπεμπε, με συνόδευε.
Και βγαίνει τ’ άστρο του βραδιού και τα νερά θολώνουν
59. άστρο του βραδιού: η Σελήνη; η Πούλια; Το θόλωμα των νερών είναι η ώρα του δειλινού∙ βλ. και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «Και σα θολώσουν τα νερά, και τ’ άστρα σαν πληθύνουν».
Του δέντρου και του λουλουδιού πού ανοίγει και λυγάει
60. Χιαστό στο εσωτερικό του στίχου. Το δίστιχο 27-28 έχει διαγραφεί στο χειρόγραφο από τον Σολωμό, που σημείωσε στο περιθώριο: «Βαλ’ το αλλού» - «Δεν το έβαλε όμως πουθενά αλλού, και έκαμε άριστα, ο Πολυλάς που μας διέσωσε τους έξοχους στίχους», σημειώνει ο Λ. Πολίτης (Γύρω στον Σολωμό: Μελέτες και Άρθρα..., Αθ.: Μ.Ι.Ε.Τ., 1985, σ. 422), διορθώνοντας επιπλέον την παρανάγνωση του Ι. Πολυλά φύσης στον στίχο 27 σε βρύσης: «Και τον κρυφό της έρωτα της βρύσης τραγουδάει».
Δεν είν’ αηδόνι κρητικό, που σέρνει τη λαλιά του
61. σέρνει: ανάγνωση του Λ. Πολίτη, ο Ι. Πολυλάς είχε διαβάσει παίρνει.
Κι ακούει κι αυτή και πέφτουν της τα ρόδα από τα χέρια
62. Κι ακούει κι αυτή: δηλαδή η αυγή∙ παρβ. το ομηρικό ροδοδάκτυλος Ηώς.
Δεν είν’ φιαμπόλι το γλυκό, οπού τα’ αγρίκαα μόνος
63. φιαμπόλι: αυτοσχέδιο πνευστό όργανο των ποιμένων (σουραύλι).
Κι έβλεπα τ’ άστρο τ’ ουρανού μεσουρανίς να λάμπει
64. άστρο τ’ ουρανού: περίφραση για τον ήλιο.
Κι ετάραζε τα σπλάχνα μου ελευθερίας ελπίδα
65. ετάραζε τα σπλάχνα μου: συγκλόνιζε την ψυχή μου, με συγκλόνιζε βαθιά.
Καλή ‘ν’ η μαύρη πέτρα της και το ξερό χορτάρι
66. Ο στίχος επανέρχεται και στο κατοπινότερο έργο του Σολωμού (στους Ελεύθερους Πολιορκημένους).
Λαλούμενο, πουλί, φωνή, δεν είναι να ταιριάζει
67. Λαλούμενο: μουσικό όργανο.
Ίσως δε σώζεται στη γη ήχος που να του μοιάζει
68. Υποσημείωση του Ι. Πολυλά στο στίχο: «Εδώ ήθελε κατ’ αρχάς ο ποιητής να προσθέσει: Ήταν εντύπωση ανεκδιήγητη, οποίαν κανείς ίσως δεν εδοκίμασε, ειμή ο πρώτος άνθρωπος, όταν επρωτοανάπνευσε, και ο ουρανός, η γη και η θάλασσα, πλασμένα γι’ αυτόν, ακόμη εις όλη τους την τελειότητα, αναγαλλιάζανε μεσα εις την ψυχή του
– Γλυκιά ζωή, που το πουλί μισοπλασμένο ακόμα
Είχε πρωτύτερα αισθανθεί με τον κιλαϊδισμό του
Και τον αέρα εχτύπουνε με το ζεστό φτερό του∙
Κι ο αέρας ο αμόλυντος, το δέντρο που ‘χε ανθίσει
Το καρτερούσαν ν’ ανέβει να πρωτοκιλαϊδήσει,
- Έως όπου εις τη μέθη του νοός και της καρδιάς του, τον έπιασε, σύμβολο του θανάτου, ο ύπνος, όθεν αυτός έμελλ’ έπειτα να ξυπνήση και να ευρεθή σιμά του.
Της ομορφιάς βασίλισσα και να γενεί δική του».
Δεν ήθελε τον ξαναπεί ο αντίλαλος κοντά του
69. Δεν ήθελε: δεν επρόκειτο, δε θα τολμούσε να∙ κοντά του (επιρρ.): συνοδευτικά, ως συνοδεία.
Σαν του Μαϊού τες ευωδιές γιόμιζαν τον αέρα
70. Στους στίχους 47-48 παρατηρείται στροφή του υποκειμένου από τον ενικό, ήχος / ήχος, σε πληθυντικό (ήχοι).
Γλυκύτατοι, ανεκδιήγητοι ................
71. ανεκδιήγητοι [ενν. ήχοι]: ανεκλάλητοι, άρρητοι, εξωανθρώπινοι (το επίθετο απαντά στους Πατέρες της Εκκλησίας και την Υμνογραφία).
Ο ουρανός, κι η θάλασσα, κι η ακρογιαλιά, κι η κόρη
72. Πολυσύνδετο σχήμα συσσώρευσης. Νοηματικά: «Ο απόκοσμος ήχος με συνάρπαζε, και δε με άφηνε να προσηλωθώ ολόψυχα στις συνθήκες και το καθήκον της στιγμής».
Τη σάρκα μου να χωρισθώ για να τον ακλουθήσω
73. Η δυιστική αντίληψη (σώμα-ψυχή) διάχυτη σε όλη την ελληνική και δυτική παράδοση, από τις φιλοσοφικές θεωρίες ως τις λαϊκές δοξασίες, έτσι και στους Ελεύθερους Πολιορκημένους: «Γλυκιά κι ελεύθερ’ η ψυχή σα να ‘τανε βγαλμένη».
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου