Andrew Judd
Άρης Αλεξάνδρου «Η αναμμένη λάμπα» ως παράλληλο για το «Ποίηση 1948»
Εσείς που υπακούτε σε κυβερνήσεις και Π.Γ.
σαν τους νεοσύλλεκτους στο σιωπητήριο
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως η ποσότητα της πίκρας
έτσι που νότιζε τους τοίχους του κελιού
ήταν αναπόφευκτο να φτάσει στην ποιοτική μεταβολή της
και ν’ ακουστεί
σαν ουρλιαχτό
σαν εκπυρσοκρότηση.
Εσείς που άλλα λέγατε στους φίλους σας κι άλλα στην
καθοδήγηση
θ’ αναγνωρίσετε μια μέρα πως εγώ
ήμουνα μονάχα παραλήπτης
των όσων μου ‘στελναν γραμμένα με λεμόνι
οι φυλακισμένοι
και των δυο ημισφαιρίων.
Αν μου πρέπει τιμή
είναι που είχα πάντοτε τη λάμπα αναμμένη μέσα στην
κάμαρά μου
κι έκανα την εμφάνιση των μυστικών τους μηνυμάτων
κρατώντας τις λογοκριμένες τους γραφές πάνω από τη
φλόγα.
Ο Άρης Αλεξάνδρου στο ποίημά του επικρίνει την υποτακτική και κάποτε υποκριτική στάση των ομοτέχνων και ομοϊδεατών του, οι οποίοι είτε ακολουθούν τις εντολές που λαμβάνουν από την εκάστοτε κυβέρνηση και τα πολιτικά γραφεία είτε εμφανίζονται να εκφράζουν άλλες απόψεις στους φίλους τους και άλλες στα πλαίσια της κομματικής καθοδήγησης. Ο Αλεξάνδρου δηλώνει ότι ο ίδιος δεν τέθηκε ούτε στην υπηρεσία κάποιας κομματικής σκοπιμότητας ούτε ποτέ φάνηκε διπρόσωπος, όπως έκαναν πολλοί άλλοι. Η δική του υπηρεσία υπήρξε πάντοτε η πρόθεσή του να αναδείξει τον πόνο των αγωνιστών, τον πόνο των φυλακισμένων, ανεξάρτητα από την παράταξη στην οποία ανήκαν.
Αναλυτικότερα:
Ο ποιητής απευθυνόμενος σε όσους κατά τη διάρκεια του εμφυλίου ακολουθούσαν με τυφλή υποταγή τις διαταγές της κυβέρνησης ή των πολιτικών γραφείων, τους επισημαίνει πως κάποια στιγμή θα αντιληφθούν ότι οι επιπτώσεις του πολέμου, οι επιπτώσεις που είχαν οι σχεδιασμοί και οι επιδιώξεις των κρατούντων, ήταν κυρίως εμφανείς στον πόνο των φυλακισμένων. Οι απλοί άνθρωποι που πίστεψαν στις ιδέες της μίας ή της άλλης παράταξης και οι οποίοι κατέληξαν σε κάποιο κελί περιμένοντας πιθανότατα την εκτέλεσή τους, είναι εκείνοι που βίωσαν όσο κανείς τη σημασία του πολέμου. Οι άνθρωποι αυτοί υπέφεραν για τα ιδανικά τους και ο πόνος τους, ο οποίος για καιρό εγκλωβιζόταν στα στενά όρια του κελιού τους, δεν μπορούσε παρά να μετουσιωθεί κάποια στιγμή σε κραυγή, σε ουρλιαχτό τόσο δυνατό όσο ένας πυροβολισμός. Ο πόνος των ανθρώπων αυτών ήταν αναπόφευκτο να βγει στην επιφάνεια και να ακουστεί, -σ’ αυτό συνέβαλαν φυσικά και οι ποιητές, όπως ο Αλεξάνδρου και ο Αναγνωστάκης, που θεώρησαν χρέος τους να αναδείξουν τον πόνο των απλών αγωνιστών.
Επιπλέον, ο ποιητής απευθύνεται σε όσους με υποκριτικό τρόπο εξέφραζαν διαφορετικές απόψεις στις συζητήσεις με τους φίλους τους και διαφορετικές απόψεις εμφανίζονταν να έχουν στα πλαίσια της κομματικής καθοδήγησης, δείχνοντας σαφώς πως δεν είναι δοσμένοι πραγματικά στην ιδεολογία που υποτίθεται ότι υπηρετούσαν, αλλά ότι επί της ουσίας επιχειρούσαν να εκμεταλλευτούν μία κατάσταση. Σ’ αυτούς, λοιπόν, ο Αλεξάνδρου τονίζει πως κάποτε θα κατανοήσουν ότι ο ίδιος δεν υπήρξε ποτέ διπρόσωπος ή υποκριτής όπως εκείνοι, αλλά ότι ήταν απλώς έτοιμος να ακούσει και να γνωρίσει τον πόνο και τις πικρές εμπειρίες των ανθρώπων που αγωνίζονταν, ανεξάρτητα από την παράταξη στην οποία ανήκαν (και των δύο ημισφαιρίων). Ο ποιητής αντιλαμβανόταν πως ο πόλεμος αυτός αποτελούσε πηγή δεινών για τους ανθρώπους και των δύο παρατάξεων και γι’ αυτό ήταν έτοιμος να λάβει τα μηνύματά τους, χωρίς να λογαριάζει σε ποια παράταξη ήταν ταγμένος ο καθένας. Εκείνο που ενδιέφερε τον ποιητή ήταν η ανάδειξη του πόνου αυτού, γι’ αυτό και δηλώνει πως του αξίζει τιμή για τη διαρκή ετοιμότητά του να αναγνώσει τα μυστικά μηνύματα που του έστελναν οι φυλακισμένοι. Μηνύματα που έγραφαν στο χαρτί με το χυμό του λεμονιού για να είναι ορατά μόνο σε όποιον έμπαινε στη διαδικασία να θέσει το χαρτί κοντά στη θερμότητα της φλόγας.
Ο Αλεξάνδρου ήταν πάντοτε με τη λάμπα του γραφείου του αναμμένη, έτοιμος να δεχτεί τα μηνύματα των φυλακισμένων, τα μηνύματα που αποκάλυπταν τον πόνο των ανθρώπων που τιμωρούνταν για τη διάθεσή τους να υπηρετήσουν τις ιδέες και τις ελπίδες τους για μια ουσιαστική αλλαγή. Ιδιαίτερη σημασία έχει το γεγονός ότι ο ποιητής δε διακρίνει τους αγωνιζόμενους ανάλογα με τις ιδεολογίες τους, αλλά είναι πρόθυμος να ακούσει και στη συνέχεια να γνωστοποιήσει τις πικρές εμπειρίες όλων ανεξαιρέτως των αγωνιστών.
Εγγονόπουλος – Αλεξάνδρου
Η διάθεση του Αλεξάνδρου να γνωρίσει τον πόνο των φυλακισμένων και η επιθυμία του να γνωστοποιήσει τις εικόνες αυτές του πολέμου, έρχονται σε αντίθεση με τη στάση που τηρεί ο Εγγονόπουλος, ο οποίος μπροστά στον παραλογισμό του πολέμου αισθάνεται πως η ποιητική τέχνη καθίσταται περιττή. Ο Εγγονόπουλος στο ποίημα «Ποίηση 1948» εκφράζει την άποψη πως η εποχή του εμφύλιου σπαραγμού δεν είναι κατάλληλη για τη δημιουργία ποίησης, υπό την έννοια πως η καλλιτεχνική δημιουργία δεν έχει θέση σε μια περίοδο που οι Έλληνες βιώνουν έναν αμείλικτο αδελφοκτόνο πόλεμο. Ο ποιητής εδώ αναφέρεται στην ποίηση ως έκφανση της τέχνης γενικότερα και όχι της ποίησης ως μέσο καταγγελίας των δραματικών στιγμών του πολέμου, όπως αυτή γίνεται αντιληπτή από τον Αλεξάνδρου. Ενώ, δηλαδή, ο Αλεξάνδρου θεωρεί πως υπήρξε χρέος του να αφουγκραστεί τον πόνο των ανθρώπων και να τον αναδείξει μέσα από την ποίησή του, ο Εγγονόπουλος αισθάνεται ότι δεν μπορεί να αρθρώσει ποιητικό λόγο τη στιγμή που παντού γύρω του κυριαρχεί ο θάνατος -και ιδίως τώρα που ο θάνατος υπηρετείται από έναν εμφύλιο πόλεμο.
Σε αντίθεση με τον Αλεξάνδρου που πιστεύει ότι με την τέχνη του μπορεί και πρέπει να εκφράσει τον πόνο και την απελπισία των ανθρώπων, ο Εγγονόπουλος νιώθει πως όλος αυτός ο σπαραγμός που κυριαρχεί γύρω του, αποτελεί ανασταλτικό παράγοντα για τη δημιουργία ποίησης. Η αίσθηση του Εγγονόπουλου είναι πως η τέχνη του δεν μπορεί να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό τη στιγμή που οι Έλληνες βρίσκονται στη πιο φονική περίοδο του εμφυλίου.
Αναγνωστάκης – Αλεξάνδρου
Η προσπάθεια του Αλεξάνδρου να εκφράσει μέσα από την ποίησή του τον πόνο των αγωνιζόμενων Ελλήνων βρίσκεται σε πλήρη συμφωνία με το κάλεσμα του Αναγνωστάκη (Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;), καθώς και οι δύο αυτοί ποιητές θεώρησαν σωστό να χρησιμοποιήσουν την τέχνη τους ως μέσο έκφρασης και γνωστοποίησης των άσχημων πτυχών του εμφυλίου. Το ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949» παρουσιάζει, μάλιστα, ιδιαίτερες παραλληλίες με το ποίημα του Αλεξάνδρου, καθώς πέρα από τη διάθεση και των δύο ποιητών να αναδείξουν μέσω της τέχνης τους τις πικρές εμπειρίες των αγωνιστών, τα δύο ποιήματα συναντώνται και σε επιμέρους σημεία. Ο πόνος των φυλακισμένων που αποτελεί βασική θεματική στο «Η αναμμένη λάμπα» του Αλεξάνδρου, αντικατοπτρίζει την εμπειρία της φυλάκισης που έχει βιώσει και καταγράφει ο Αναγνωστάκης στο δικό του ποίημα. Ενώ, οι εφιάλτες που καταδυναστεύουν τους φυλακισμένους, στο ποίημα του Αναγνωστάκη, βρίσκουν την αντιστοιχία τους στην ποσότητα της πίκρα που νοτίζει τους τοίχους των κελιών, στο ποίημα του Αλεξάνδρου.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου