Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Πρώτο Σκαλί» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Πρώτο Σκαλί»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Conni Togel


Κωνσταντίνος Καβάφης «Το Πρώτο Σκαλί»

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·
«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»
Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά ‘σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.
Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νά ‘σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.» 

Το 1899 σε ηλικία 36 ετών ο Καβάφης δημοσιεύει «Το Πρώτο Σκαλί», η σύνθεση του οποίου είχε γίνει σε πρώτη μορφή 4 χρόνια πριν. Ο ποιητής καταγράφει εδώ τόσο την ανησυχία του σχετικά με το λιγοστό της ποιητικής του παραγωγής όσο και την πεποίθησή του πως η αξία της Ποιητικής Τέχνης είναι σημαντικότατη.

Αναλυτικότερα:

Εις τον Θεόκριτο παραπονιούνταν
μια μέρα ο νέος ποιητής Ευμένης·

Ο Καβάφης δημιουργεί έναν πλαστό διάλογο ανάμεσα στον φτασμένο ποιητή Θεόκριτο και στον νεαρό ποιητή Ευμένη, ο οποίος βέβαια δεν είναι υπαρκτό πρόσωπο.
Ο Θεόκριτος (300 π.Χ. – 245 π.Χ.) είναι κορυφαίος εκπρόσωπος της βουκολικής ποίησης. Γεννήθηκε στις Συρακούσες, αλλά για ένα διάστημα έζησε και δραστηριοποιήθηκε και σε άλλες περιοχές του τότε ελληνισμού: στην Αλεξάνδρεια -γύρω στο 270 π.Χ.- και στην Κω. Τα ποιήματά του ονομάστηκαν ειδύλλια και ανήκουν στη βουκολική ποίηση, στην ποίηση δηλαδή που εμπνέεται από τη ζωή των ποιμένων, τη ζωή που βρίσκεται σε πλήρη αρμονία με τη φύση και μακριά από τα αστικά κέντρα. Βέβαια, στα ειδύλλιά του ο Θεόκριτος δεν ασχολείται μόνο με θέματα που σχετίζονται με την ποιμενική ζωή, καθώς ο έρωτας αλλά και η εξύμνηση θεών αποτελούν σημαντικές θεματικές στην ποίησή του.
Τα δύο πρόσωπα που συνδιαλέγονται στα πλαίσια του ποιήματος, ο Θεόκριτος και ο Ευμένης, εκφράζουν σκέψεις και προβληματισμούς του ίδιου του Καβάφη, ο οποίος παρά το γεγονός ότι εκείνα τα χρόνια βρισκόταν ακόμη στην αρχή της ποιητικής του σταδιοδρομίας, δεν είχε καμία αμφιβολία ότι η αφοσίωσή του στην ποιητική τέχνη άξιζε κάθε κόπο και θυσία, μιας και του προσέφερε την ευκαιρία να ασχοληθεί με μια ξεχωριστή μορφή τέχνης που μπορούσε να του προσφέρει υψηλή διανοητική ικανοποίηση, αλλά και να τον καταξιώσει.

«Τώρα δυο χρόνια πέρασαν που γράφω
κ’ ένα ειδύλλιο έκαμα μονάχα.
Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.
Aλλοίμονον, είν’ υψηλή το βλέπω,
πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα·
κι απ’ το σκαλί το πρώτο εδώ που είμαι
ποτέ δεν θ’ ανεβώ ο δυστυχισμένος.»

Ο νέος ποιητής Ευμένης εκφράζει στο Θεόκριτο το παράπονό του, ότι δηλαδή αν και ασχολείται με την ποίηση ήδη δύο χρόνια, το μόνο έργο που έχει ολοκληρώσει πλήρως είναι ένα ειδύλλιο. Ο αργός ρυθμός της ποιητικής του παραγωγής κάνει τον Ευμένη να συνειδητοποιήσει πως η σκάλα της Ποιήσεως είναι πολύ υψηλή, η πορεία δηλαδή που πρέπει να διατρέξει μέχρι να θεωρηθεί καταξιωμένος ποιητής είναι πολύχρονη και κοπιώδης, και πως ο ίδιος με το ένα ειδύλλιο που έχει συνθέσει βρίσκεται μόλις στο πρώτο σκαλί, μόλις στην αρχή της πορείας του δηλαδή.
Τα λόγια αυτά του Ευμένη αντικατοπτρίζουν τις ανησυχίες του ίδιου του Καβάφη, ο οποίος αφενός κρίνει με αυστηρότητα τα νεανικά του ποιήματα και τα αποκηρύττει, δεν τα εντάσσει δηλαδή στις συλλογές που διένειμε στους αναγνώστες του κι αφετέρου αφιερώνει πολύ χρόνο στη σύνθεση κάθε νέου ποιήματός του, με αποτέλεσμα η ποιητική του παραγωγή να είναι μικρή. Όταν ο Καβάφης δημοσίευσε το Πρώτο Σκαλί το σύνολο του έργου του ήταν μόλις έξι ποιήματα –είχε συνθέσει άλλα 27 ποιήματα μέχρι τότε, τα οποία όμως αποκήρυξε αργότερα, καθώς δεν θεωρούσε ότι αποτελούσαν άξια δείγματα της ποιητικής του τέχνης.
Ο Καβάφης, επομένως, συνειδητοποιεί πως η ποιητική του παραγωγή προχωρά αργά και αποδίδει ελάχιστα έργα, κι αυτή του την ανησυχία εκφράζει μέσω του Ευμένη.

Είπ’ ο Θεόκριτος· «Aυτά τα λόγια
ανάρμοστα και βλασφημίες είναι.
Κι αν είσαι στο σκαλί το πρώτο, πρέπει
νά ‘σαι υπερήφανος κ’ ευτυχισμένος.
Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.
Κι αυτό ακόμη το σκαλί το πρώτο
πολύ από τον κοινό τον κόσμο απέχει.

Η απάντηση του Θεόκριτου είναι ενδεικτική της αξίας που αποδίδει ο Καβάφης στην Ποιητική Τέχνη. Ήδη από το πρώτο μέρος του διαλόγου, όπου ο ποιητής γράφει τη λέξη «Ποιήσεως» με κεφαλαίο γράμμα, γίνεται αισθητή η ιδιαίτερη εκτίμηση που έχει ο ποιητής για την τέχνη του, κι εδώ με τα λόγια που αποδίδει στο Θεόκριτο καθίσταται σαφές πως για τον Καβάφη ακόμη και η ελάχιστη ποιητική παραγωγή του Ευμένη -ένα ειδύλλιο- αποτελεί ικανό λόγο για να είναι ευτυχής και υπερήφανος, καθώς είναι τόσο δύσκολο να δημιουργήσει κάποιος άρτιο ποιητικό έργο, ώστε και η μικρή αλλά ουσιαστική δουλειά ενός ποιητή αρκεί για να τον διακρίνει από τον κοινό κόσμο και να του προσφέρει μεγάλη δόξα.
Ο Θεόκριτος που είναι ήδη καταξιωμένος ποιητής, γνωρίζει όσο κανείς τη δυσκολία που έχει η ποιητική σύνθεση, γι’ αυτό και εκφράζει με ένταση τη διαφωνία του στην απογοήτευση που διακρίνει τον Ευμένη. Το ότι έχει κατορθώσει ο νεαρός ποιητής να συνθέσει έστω κι ένα άρτιο έργο, είναι σημαντικό («λίγο δεν είναι» -με σχήμα λιτότητας-), κι είναι μάλιστα πηγή μεγάλης δόξας για το νεαρό δημιουργό.
Ο Ευμένης, όντας νεότερος στην υπηρεσία της ποιητικής τέχνης, δεν έχει αντιληφθεί ακόμη πλήρως την αξία του δημιουργήματός του, ενώ ο Θεόκριτος που έχει ήδη διανύσει μια σημαντική πορεία στον ποιητικό χώρο, γνωρίζει πολύ καλά πως η ποιητική παραγωγή δεν κρίνεται από την ποσότητά της αλλά από την ποιότητά της.

Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο
πρέπει με το δικαίωμά σου νά ‘σαι
πολίτης εις των ιδεών την πόλι.
Και δύσκολο στην πόλι εκείνην είναι
και σπάνιο να σε πολιτογραφήσουν.
Στην αγορά της βρίσκεις Νομοθέτας
που δεν γελά κανένας τυχοδιώκτης.

Για να μπορέσει κάποιος να πατήσει έστω και στο πρώτο σκαλί της Ποιήσεως πρέπει να κερδίσει αυτό το δικαίωμα με την αξία του έργου του, κι αυτό είναι, κατά τον Θεόκριτο, πάρα πολύ δύσκολο. Δεν μπορεί κάποιος να πολιτογραφηθεί στην πόλη των ιδεών, χωρίς να το αξίζει, μιας και τους Νομοθέτες της πόλης αυτής δεν μπορεί να τους ξεγελάσει κανένας τυχοδιώκτης.
Ο Καβάφης παρουσιάζει εδώ την αποδοχή και αναγνώριση ενός ποιητή, ως μια διαδικασία πολιτογράφησης στην πόλη των ιδεών -η ποίηση είναι μια κατεξοχήν πνευματική δραστηριότητα-, τονίζοντας τη μεγάλη δυσκολία που υπάρχει στο να επιτευχθεί η πολιτογράφηση αυτή. Για να γίνει, δηλαδή, κάποιος αποδεκτός ως ποιητής, για να μπορέσει κάποιος να κερδίσει τον εξόχως τιμητικό αυτό τίτλο, θα πρέπει πραγματικά να το αξίζει και δεν είναι δυνατό να το πετύχει κάποιος που δεν είναι πραγματικά αφοσιωμένος στην ποιητική τέχνη. Οι νομοθέτες για τους οποίους μιλά ο Θεόκριτος, είναι τόσο το αναγνωστικό κοινό όσο και οι μελετητές και οι κριτικοί του ποιητικού έργου, οι οποίοι δεν ξεγελιούνται με το έργο εκείνων που ασχολούνται ευκαιριακά με την Ποίηση (τυχοδιώκτες). Η πραγματικά αξιόλογη ποίηση, κατορθώνει να κερδίσει την εκτίμηση του κοινού και των κριτικών, αλλά και να σταθεί αλώβητη στο πέρασμα του χρόνου, ο οποίος είναι τελικά και ο σημαντικότερος κριτής οποιουδήποτε ποιητικού εγχειρήματος.
Η πόλη των ιδεών είναι για τον Καβάφη η χορεία των θεραπόντων της ποιητικής τέχνης, στον κύκλο των οποίων με δυσκολία μπορεί κάποιος να ενταχθεί. Γι’ αυτό και το μικρό έστω ποιητικό έργο, αν δώσει σ’ έναν δημιουργό το δικαίωμα να αποκληθεί ποιητής, να πολιτογραφηθεί στην πόλη των ιδεών, είναι σημαντικότατο και αποτελεί σίγουρα μεγάλη δόξα.

Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι·
τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.» 

Οι δύο τελευταίοι στίχοι του ποιήματος είναι επανάληψη των στίχων 14-15. Η επανάληψη στίχων για τον Καβάφη είναι ένας τρόπος να δώσει με ιδιαίτερη έμφαση κάποιο μήνυμα που θεωρεί εξαιρετικά σημαντικό. Κι εδώ το μήνυμα είναι πως σε μια τέχνη που τόσο δύσκολα κατακτάται, το να κατορθώσει κάποιος να δημιουργήσει έστω κι ένα μικρό σε έκταση έργο, το οποίο να είναι πραγματικά αξιόλογο, αποτελεί πολύτιμο επίτευγμα, ικανό να χαρίσει σ’ όποιον το επιτύχει μεγάλη δόξα και καταξίωση.
Με το να τονίζει ο Καβάφης πως ακόμη και στο πρώτο σκαλί της Ποιήσεως να κατορθώσει κάποιος να ανέβει είναι κάτι το εξαιρετικά σημαντικό, επιτυγχάνει να περάσει στον αναγνώστη την αίσθηση της μεγάλης αξίας που έχει η Ποιητική Τέχνη. Αν και μόνο το πρώτο σκαλί είναι τόσο σημαντικό, ποια θα μπορούσε να είναι η σημασία του να φτάσει κάποιος στην κορυφή της σκάλας αυτής και πόση θα είναι η δόξα που θα αποδοθεί σε όποιον το κατορθώσει; Στο ερώτημα αυτό θα μπορούσαμε βέβαια να απαντήσουμε με το όνομα του Ομήρου και με τη δόξα που του έχει αποδοθεί ανά τους αιώνες.
Ο Καβάφης, λοιπόν, εκφράζει τις προσωπικές του ανησυχίες, χρησιμοποιώντας το προσωπείο του Ευμένη, και παράλληλα ο ίδιος ο ποιητής με το προσωπείο του Θεόκριτου, φροντίζει να δημιουργήσει έναν υπέροχο έπαινο για την τέχνη του, καθησυχάζοντας τόσο τον εαυτό του όσο και τους ομοτέχνους του, για την επιλογή τους να αφοσιωθούν στην εξαίσια αυτή τέχνη.

Ο Καβάφης και τα ποιητικά ρεύματα της εποχής του  
Η ποίηση του Καβάφη ακολουθεί μια ιδιαίτερη πορεία και δεν εντάσσεται πλήρως σε κάποιο από τα ρεύματα ή τις σχολές που επηρέασαν και διαμόρφωσαν το έργο των συγκαιρινών του ποιητών. Οι επιδράσεις που δέχεται υποτάσσονται στον ιδιότυπο λυρισμό του, χωρίς να καθορίζουν την ποιητική του έκφραση. Στο ώριμο έργο του ο Καβάφης κινείται στο πλαίσιο του Ρεαλισμού, αποτυπώνοντας στους στίχους του την πραγματικότητα -όχι αναγκαία της δικής του εποχής-, αποφεύγοντας τις συναισθηματικές εξάρσεις, αλλά και την καταφυγή στη φαντασία, όπως τουλάχιστον τα εξέφραζε αυτά ο Ρομαντισμός.
Παρόλο που ο Καβάφης δέχθηκε στα πρώιμα ποιήματά του επίδραση απ’ το Ρομαντισμό, αποκήρυξε αυτά τα έργα και φρόντισε στην πορεία να δώσει στο λόγο του τη ρεαλιστική εκείνη βαρύτητα που του επέτρεπε να καταγράφει και να αποδίδει ουσιαστικότερα τους προβληματισμούς και τις διαπιστώσεις του. Η αποκήρυξη αυτή του Ρομαντισμού, φέρνει ίσως τον ποιητή πλησιέστερα προς τον Παρνασσισμό, που από το 1880 χαρακτηρίζει την ποιητική δημιουργία των Ελλήνων δημιουργών, χωρίς και πάλι να μπορούμε να μιλήσουμε για καθοριστική επίδραση. Από τον Παρνασσισμό ο Καβάφης αντλεί την ακρίβεια της έκφρασης και την έμφαση στη λεπτομέρεια, όπως και την αναζήτηση των θεμάτων του στην ιστορία.
Ωστόσο, η ιδιαιτερότητα της καβαφικής ποίησης έγκειται στο γεγονός πως ο ποιητής απλώς αξιοποιεί στοιχεία από διάφορες τεχνοτροπίες και ρεύματα, χωρίς να ακολουθεί πλήρως κανένα από αυτά. Ο Καβάφης έχει, άλλωστε, βρει τη δική του φωνή κι έχει αντιληφθεί εγκαίρως τον ποιητικό του προσανατολισμό, στοιχεία που του επιτρέπουν την αναγκαία ανεξαρτησία στον τρόπο γραφής και έκφρασης. Οι φιλοσοφικοί στοχασμοί, η ιστορία, ο ιδιαίτερος ερωτισμός του κι η χρήση της ειρωνείας, συνιστούν τους βασικούς άξονες της καβαφικής ποίησης, η οποία διακρίνεται για την πεζολογική της έκφραση και την απουσία λυρικών εξάρσεων. Ο Καβάφης δίνει προτεραιότητα στο μεταδιδόμενο μήνυμα του ποιήματος, το οποίο δεν το θυσιάζει ούτε για τις ανάγκες της ομοιοκαταληξίας (την οποία χρησιμοποιεί σπάνια και συνήθως ως μέσο ειρωνείας), ούτε για τις ανάγκες του μέτρου, ούτε για ν’ ακολουθήσει κάποιον άλλο περιορισμό στην εξωτερική μορφή του ποιήματος.  

Εκφραστικά μέσα του ποιήματος
- Το Πρώτο Σκαλί έχει συντεθεί σε ανομοιοκατάληκτους 11σύλλαβους, με ιαμβικό μέτρο, όχι αυστηρά ακολουθούμενο. Οι στίχοι 8 & 12 & 16, και 14-15 & 25-26 επαναλαμβάνονται μερικώς είτε ολικώς.
Ο ίαμβος βασίζεται στην εναλλαγή μιας άτονης συλλαβής με μια τονισμένη: Το μόνον άρτιόν μου έργον είναι.

- Ο Καβάφης δίνει στο ποίημα διαλογική μορφή, ενισχύοντας έτσι τη θεατρικότητα, την οποία συναντάμε συχνά στην ποίησή του, κι η οποία προσφέρει ζωντάνια στον εκφραζόμενο λόγο και επιτρέπει την εναργέστερη παρουσίαση των επιδιωκόμενων μηνυμάτων.

- Το πεζολογικό ύφος του ποιήματος δεν εμπεριέχει πολλά σχήματα λόγου (τα οποία ούτως ή άλλως ο Καβάφης αποφεύγει συνήθως), μπορούμε, ωστόσο, να εντοπίσουμε τις επαναλήψεις στίχων (προσέχουμε πως ο Καβάφης δεν χρησιμοποιεί συχνά την επανάληψη, όταν όμως καταφεύγει σε αυτή επιθυμεί να δοθεί ιδιαίτερη προσοχή στις λέξεις και τους στίχους που επαναλαμβάνονται), το σχήμα λιτότητας (λίγο δεν είναι), η επανάληψη (είν’ υψηλή το βλέπω, / πολύ υψηλή της Ποιήσεως η σκάλα) που δημιουργεί σχήμα αναδίπλωσης, τη χρήση επιθέτων για λόγους έμφασης (υψηλή, μεγάλη, άρτιο, ανάρμοστα, δύσκολο, σπάνιο, υπερήφανος).

- Η χρήση κεφαλαίου γράμματος στη λέξη Ποιήσεως, με την οποία τονίζεται η υψηλή αντίληψη που έχει ο ποιητής για την τέχνη του.

- Ο συνδυασμός της δημοτικής γλώσσας με στοιχεία καθαρεύουσας (Νομοθέτας / Εις το σκαλί), που προσδίδουν αφενός την απλότητα της έκφρασης στα λόγια του Ευμένη, κι αφετέρου το επισημότερο ύφος του φτασμένου ποιητή Θεόκριτου.

- Η δημιουργία της περσόνας του Ευμένη∙ ένα ακόμη προσωπείο του ίδιου του ποιητή, που του επιτρέπει να εκφράσει έμμεσα και δικές του ανησυχίες.  

- Όπως σε κάθε ποίημα του Καβάφη, έτσι κι εδώ ιδιαίτερη προσοχή δίνουμε και στη χρήση της στίξης, καθώς ο ποιητής καθοδηγεί με αυτή την ανάγνωση του κειμένου. Τα κόμματα, οι τελείες και οι άνω τελείες επιζητούν μικρές παύσεις, ώστε να δοθεί προσοχή σε κάθε φράση και -συχνά- σε κάθε λέξη του ποιήματος. Κυριαρχούν οι κύριες προτάσεις∙ σύντομες τις περισσότερες φορές, αλλά δεν μας διαφεύγει το άπλωμα του λόγου, όταν ο Θεόκριτος θέλει να δηλώσει με ένταση την αξία που έχει ακόμη και το πρώτο σκαλί της Ποιήσεως: «Εις το σκαλί για να πατήσεις τούτο / πρέπει με το δικαίωμά σου νά ‘σαι/ πολίτης εις των ιδεών την πόλι.» Ενώ, στη φράση που συνιστά το μοτίβο του ποιήματος, ο λόγος δομείται σε μικρές -καίριες- φράσεις, που πρέπει να διαβαστούν τμηματικά: «Εδώ που έφθασες, λίγο δεν είναι· τόσο που έκαμες, μεγάλη δόξα.»
  

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...