Joyce Ann Burton-Sousa
Ιζαμπέλ Αλιέντε «Πάουλα», ως παράλληλο για το Αμάρτημα της μητρός μου
Το Δεκέμβρη του 1991 η Πάουλα, η κόρη της Ιζαμπέλ Αλιέντε, θα αρρωστήσει και λίγο καιρό μετά θα πέσει σε κώμα. Η πολύμηνη παράταση αυτής της κατάστασης και η σταδιακή συνειδητοποίηση πως η κόρη της δεν πρόκειται να επανέλθει ποτέ, οδηγούν τη συγγραφέα στην απελπισία.
«Πνίγομαι από συγκρατημένο πόνο, βγαίνω στη βεράντα και ο αέρας δεν μου φτάνει για τόσα αναφιλητά, η βροχή δεν μου φτάνει για τόσα δάκρυα. Τότε παίρνω το αυτοκίνητο, απομακρύνομαι προς τους λόφους και σχεδόν στα τυφλά φτάνω στο δάσος των περιπάτων μου, όπου τόσες φορές βρίσκω καταφύγιο για να σκεφτώ μόνη μου. Προχωράω με τα πόδια στα μονοπάτια που ο χειμώνας έχει αχρηστεύσει, τρέχω σκοντάφτοντας σε κλαδιά και κοφτερές πέτρες, ανοίγοντας δρόμο μέσα στην πράσινη υγρασία αυτού του απέραντου φυτικού χώρου, παρόμοιου με τα δάση της παιδικής μου ηλικίας, εκείνα που διέσχιζα πάνω σ’ ένα μουλάρι ακολουθώντας τα βήματα του παππού μου. Προχωρώ με λασπωμένα πόδια, μουσκεμένα ρούχα και την καρδιά να ματώνει κι όταν σκοτεινιάζει και δεν μπορώ πια να περπατώ άλλο, και να σκοντάφτω και να γλιστράω και να σηκώνομαι ξανά και να εξακολουθώ να παραπατάω, πέφτω τελικά στα γόνατα, τραβοκοπάω την μπλούζα μου, πετάγονται τα κουμπιά και με τα μπράτσα διπλωμένα σε σταυρό και το στήθος γυμνό φωνάζω το όνομά σου, κόρη μου. Η βροχή είναι ένας μανδύας από σκοτεινό κρύσταλλο, τα ζοφερά σύννεφα χώνονται ανάμεσα στις κορφές των μαύρων δέντρων και ο άνεμος δαγκώνει το στήθος μου, μπαίνει στα κόκαλά μου και με καθαρίζει από μέσα με παγωμένα σφουγγάρια. Βυθίζω τα χέρια μου στη λάσπη, πιάνω το χώμα με τις χούφτες και το φέρνω στο πρόσωπο, στο στόμα, μασάω αλμυρούς σβόλους λάσπη, εισπνέω βαθιά την όξινη μυρωδιά από το μαυρόχωμα και το φαρμακευτικό άρωμα των ευκαλύπτων. Γη, πάρε την κόρη μου, δέξου την, τύλιξέ τη, θεά μητέρα γη, βοήθησέ μας, της ζητάω, κι εξακολουθώ να βογκάω μέσα στη νύχτα που πέφτει πάνω μου, φωνάζοντας εσένα, φωνάζοντας εσένα. Πέρα μακριά περνάει ένα κοπάδι αγριόπαπιες και παίρνει το όνομά σου προς το νότο. Πάουλα, Πάουλα...»
[Μετάφραση: Κλαίτη Σωτηριάδου]
Το αμάρτημα της μητρός μου
«Μα κει που πήγα να το σηκώσω, τι να διω! Το παιδί δεν εσάλευε!
Εξύπνησα τον πατέρα σου∙ το ξεφασκιώσαμε, το ζεστάναμε, του ετρίψαμε το μυτούδι του, τίποτε! – Ήταν απεθαμένο!
- Το πλάκωσες, γυναίκα, το παιδί μου! – είπεν ο πατέρας σου, και τον επήραν τα δάκρυα. Τότε άρχισα εγώ να κλαίγω στα δυνατά και να ξεφωνίζω. Μα ο πατέρας σου έβαλε το χέρι του στο σόμα μου και – Σους! με είπε. Τι φωνάζεις έτσι βρε βώδι; - Αυτό με το είπε. Θεός σχωρέσ’ τονε. Τρία χρόνια είχαμε πανδρευμένοι, κακό λόγο δε με είπε. Κ’ εκείνη τη στιγμή με το είπε. – Ε; Τι φωνάζεις έτσι; Θέλεις να ξεσηκώσης τη γειτονιά, να πει ο κόσμος πως εμέθυσες κ’ επλάκωσες το παιδί σου;
Και είχε δίκηο, που ν’ αγιάσουν τα χώματα που κοίτεται! Γιατί, αν το μάθαινε ο κόσμος, έπρεπε να σχίσω τη γη να έμβω μέσα από το κακό μου.
Αλλά, τί τα θέλεις! Η αμαρτία είναι αμαρτία. Σαν το εθάψαμε το παιδί, κ’ εγυρίσαμεν από την εκκλησία, τότε άρχισε το θρήνος το μεγάλο. Τότε πια δεν έκλαιγα κρυφά. – Είσαι νέα, και θα κάμης κι άλλα, μ’ έλεγαν.»
Η απώλεια ενός παιδιού και τα συγκλονιστικά συναισθήματα της μητέρας, μπορούν να αξιοποιηθούν από τους συγγραφείς με τρόπο που να γεννά την άμεση και ισχυρή συγκίνηση. Η Ιζαμπέλ Αλιέντε που γράφει την προσωπική της ιστορία, επιλέγει να εξωτερικεύσει τα συναισθήματά της, σε μια προσπάθεια να μεταδώσει στον αναγνώστη ένα, έστω και μικρό, μέρος από την ένταση του πόνου που βιώνει τις στιγμές που καταλαβαίνει πως το παιδί της δεν πρόκειται να επιβιώσει. Η συγγραφέας γνωρίζει πως ο πόνος αυτός δεν μπορεί ποτέ να περιγραφεί με λέξεις ή να γίνει αντιληπτός από έναν αμέτοχο παρατηρητή, εντούτοις ξεσπά και αφήνει τη συγκίνησή της ανεξέλεγκτη. Οι φωνές, το σκίσιμο των ρούχων, το μάσημα της λάσπης και η προσευχή στη μητέρα γη να απαλλάξει το παιδί της απ’ αυτό το μαρτύριο, αποτελούν έντονα δραματικές και συναισθηματικά φορτισμένες ενέργειες, που αποκαλύπτουν την αδυναμία της μητέρας να συγκρατήσει τον πόνο της.
Η περιγραφή αυτή μέσα στη δραματικότητα και την ειλικρινή τραγικότητά της ενέχει εντούτοις και τη διάθεση της συγγραφέως να καθοδηγήσει τον αναγνώστη σε μια συναισθηματική έξαρση. Η συγγραφέας μοιράζεται συνειδητά τον πόνο της, με μια παραστατική και δραματική περιγραφή που απευθύνεται ξεκάθαρα στα συναισθήματα του αναγνώστη, χωρίς να του παρέχει τη δυνατότητα της αποστασιοποιημένης θέασης των γεγονότων.
Με εντελώς διαφορετική διάθεση ο Γεώργιος Βιζυηνός, που έχει να διαχειριστεί ένα γεγονός ακόμη τραγικότερο, καθώς υπεύθυνη για το θάνατο του παιδιού της είναι η ίδια η μητέρα, επιλέγει να μας δώσει την αρχική αντίδραση της ηρωίδας με μια λιτή παρουσίαση των γεγονότων που ακολούθησαν τη συνειδητοποίηση του εγκλήματός της. Η μητέρα, όπως η ίδια αφηγείται τις τραγικές εκείνες στιγμές, θέλει να φωνάξει και να θρηνήσει το χαμό του παιδιού της, αλλά την εμποδίζει ο σύζυγός της, για να μη μαθευτεί η πράξη της από τους υπόλοιπους κατοίκους του χωριού. Έτσι, το ξέσπασμα της μητέρας συγκρατείται μέχρι να γίνει η κηδεία του παιδιού, αλλά και τότε ακόμη ο συγγραφέας αφιερώνει μόλις δύο γραμμές για να αποδώσει τον πόνο της μητέρας τις πρώτες εκείνες ώρες. Όλη η ένταση του πόνου, όλη εκείνη η πάλη με τις ενοχές και την απελπισία για το αθέλητο πλάκωμα του μωρού, δεν δίνονται από το συγγραφέα συγκεντρωτικά σε μια περιγραφή που το δίχως άλλο θα ήταν σπαρακτική.
Ο Βιζυηνός, πράγματι, θα μπορούσε να αξιοποιήσει την ένταση των συναισθημάτων της μητέρας για να συνθέσει μια συγκλονιστική σκηνή θρήνου, που θα προσέφερε στο κείμενό του μια αναμφισβήτητη κορύφωση. Εντούτοις, η πρόθεσή του δεν είναι να παρασύρει τον αναγνώστη σε μια στιγμή έντονης συγκίνησης, όσο ισχυρή κι αν μπορούσε να είναι αυτή, μιας και ο πόνος της μητέρας δεν εξαντλείται σε μια μόνο στιγμή. Η μητέρα υποφέρει, βασανίζεται και κάποιες στιγμές χάνει πλήρως τον έλεγχο του εαυτού της, με τον πόνο της όμως να διαρκεί αμείωτος για χρόνια. Έτσι, ο συγγραφέας φροντίζει να επιμερίσει τα συναισθήματα αυτά σε τέτοιο βαθμό, ώστε να διατρέχουν το κείμενο από την αρχή μέχρι το τέλος του, μεταδίδοντας μ’ αυτό τον τρόπο την αίσθηση του ισχυρού, αλλά υπόκωφου πόνου που σημαδεύει για δεκαετίες τη ζωή της μητέρας του.
Η λιτότητα και ο ελεγχόμενος συναισθηματισμός του Βιζυηνού καθιστούν παράλληλα σαφή την πρόθεση του συγγραφέα να εστιάσει το κείμενό του στην ουσία των πράξεων και της ψυχολογικής εξέλιξης των προσώπων. Το ενδιαφέρον του συγγραφέα δεν περιορίζεται στη δημιουργία εντυπωσιακών σκηνών, με έντονη συναισθηματική φόρτιση. Ο Βιζυηνός πρωτίστως ενδιαφέρεται να καταγράψει, με την απαραίτητη πάντα αποστασιοποίηση, τα γεγονότα που έπαιξαν σημαντικό ρόλο στη διαμόρφωσή του και θέλει να το κάνει αυτό με τρόπο που ο αναγνώστης να μπορεί ψύχραιμα να διακρίνει την καίρια επίδραση της ενοχικής συνείδησης της μητέρας, το συναισθηματικό τραυματισμό του ίδιου του συγγραφέα και φυσικά την αδιάλειπτη προσπάθεια της μητέρας να κερδίσει την -τελικά ανεπίτευκτη- εξιλέωση. Για το λόγο αυτό αποφορτίζει τα σημεία εκείνα που η εύλογα ισχυρή συγκίνηση θα μπορούσε να αποπροσανατολίσει το κριτήριο του αναγνώστη και του παρέχει τη δυνατότητα να παρακολουθήσει την εξέλιξη της ιστορίας με αντικειμενικότητα και το κυριότερο με καθαρή ματιά, ώστε να μπορεί να αναγνωρίσει πως το αρχικό εκείνο αμάρτημα αλλοιώνει εκ βάθρων την προσωπικότητα της μητέρας και την ωθεί σε αλλεπάλληλα λάθη και παραλείψεις. Το άγνωστο αμάρτημά της εξελίσσεται σε άλλα, μικρότερα κατ’ εκείνη, αμαρτήματα, τα οποία όμως συμπαρασύρουν και πληγώνουν σε μεγάλο βαθμό τα υπόλοιπα παιδιά της.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου