Προτεινόμενο θέμα: Νίκος Εγγονόπουλος «Ποίηση 1948» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Προτεινόμενο θέμα: Νίκος Εγγονόπουλος «Ποίηση 1948»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Jervis McEntee

Προτεινόμενο θέμα: Νίκος Εγγονόπουλος «Ποίηση 1948»


Ποίηση 1948

τούτη η εποχή
του εµφυλίου σπαραγµού
δεν είναι εποχή
για ποίηση
κι άλλα παρόµοια
σαν πάει κάτι
να
γραφεί
είναι
ως αν
να γράφονταν
από την άλλη µεριά
αγγελτηρίων θανάτου

γι’ αυτό και
τα ποιήµατά µου
είν’ τόσο πικραµένα
(και πότε -άλλωστε- δεν ήσαν;)
κι είναι
-προ πάντων-
και
τόσο
λίγα

Ερωτήσεις:

1. Ο Νίκος Εγγονόπουλος εντάσσεται στη γενιά του ’30 που με τη δράση της ανανέωσε την ελληνική ποίηση. Ποια στοιχεία της γενιάς αυτής εντοπίζετε στο συγκεκριμένο ποίημα;

2. Χαρακτηριστικά του ποιήματος είναι το χαμηλόφωνο ύφος, η εξομολογητική διάθεση του ποιητή και η αποφυγή του μελοδραματισμού. Να αιτιολογήσετε τα χαρακτηριστικά αυτά με αναφορές στο ποίημα.

3. Ποια λειτουργία επιτελεί η διακειμενική αναφορά του 5ου στίχου;

4. Να σχολιάσετε σε μια παράγραφο (130-150 λέξεις) το περιεχόμενο της δεύτερης στροφής του ποιήματος.

5. Πώς αντιμετωπίζουν ο Νίκος Εγγονόπουλος και ο Γιώργης Παυλόπουλος το χρέος της ποίησης απέναντι στην ιστορική πραγματικότητα;

Γιώργης Παυλόπουλος «Το κατώγι»

Βρεθήκαμε τότε κλεισμένοι με τον Ποιητή σ’ να παλιό σπίτι
κι’ ρχισα πάλι να ψάχνω για τα χαρτι νός δικο μας που γύρευε Δικαιοσύνη
κούγοντας λοένα τη φωνή του να λιγοστεύει χωρίς να παραδίνεται
τη φωνή του ν’ ντέχει σο εναι κόσμος τοτος κι’ κόμη
ταν κανένας πια δε θα πάρχει
Εταν σκοτειν κι’ νάβοντας το λυχνάρι για να φωτιστομε
εδα μια κασέλα και την νοιξα με την τρεμούλα τς λπίδας
μως δε βρκα τίποτε, μονάχα σκόνη πό φθαρμένα
πράγματα που λιωναν και τα ’τρωγε ο καιρός
και μια πιστόλα φυλαγμένη στο βάθος· δοκίμασα θαρρ να την κρατήσω.
O γέρας κατεβαίνοντας πό το κάστρο δαιμόνιζε το σπίτι,
και στο κατώγι θάλεγες πως κάποιος ξεκάρφωνε τους νεκρούς
χμα και κόκκαλα. πειτα συχία. Και πάλι γέρας
σαν ποδοβολητό λόγου κοντά στον τοχο το περιβολιο
φευγε ξαναγύριζε και ξαφνικ πηδώντας το λάκο το νείρου μου
μπκε στην αλή, κούστηκαν στις πλάκες καθαρά τα πέταλά του
πέρασε τα χαγιάτια κι’ νέβηκε τριποδίζοντας τη σκάλα.
Σπρώχνοντας τότε την πόρτα στάθηκε ανάμεσά μας
λυτό ξεκαπίστρωτο λαχανιάζοντας δρωμένο να σπρο λογο.
Μς κοίταξε περίλυπο στα μάτια και σηκώνοντας το πόδι
χτύπησε δυνατά στο πάτωμα με την πλή κι’ σπασε το σανίδι.
«Σκύψε, τί βλέπεις;» μου επε Ποιητς
και γονατίζοντας πάνω πό το μαρο νοιγμα
εδα και γνώρισα κε κάτω πλθος λυσοδεμένους
γεμάτο το κατώγι λιωμένα κορμιά που στενάζανε και γύρευαν Δικαιοσύνη.
τσι με πήρανε τα κλάματα καθς ξημέρωνε
και βγκα κι’ κούμπησα στον τοχο του περιβολιο.
Γύρω μου κανείς. Μήτε Ποιητς μήτε το σπρο λογο.
Χάραζε μέρα σκοτεινή. Μονάχα πίσω πό τα κυπαρίσσια
το φς νός σπαθιο κρεμόταν στον γέρα

[πρίλης 1969, Συλλογή «Το κατώγι», 1971] 

Απαντήσεις:

1. Η ποιητική γενιά του ’30 προκειμένου να εκφράσει τη διάλυση της παλιάς τάξης των πραγμάτων και να ανταποκριθεί στη μεταβολή της ευαισθησίας του ανθρώπου, αναζητά νέους εκφραστικούς τρόπους. Έτσι με βάση τις αρχές του συμβολισμού και του υπερρεαλισμού θα διαμορφώσει ένα νέο ποιητικό λόγο με βασικά χαρακτηριστικά: τον ελεύθερο στίχο, τη χρήση λεξιλογίου καθημερινής ομιλίας, την κατάργηση τόσο του μέτρου και της ομοιοκαταληξίας όσο και της λογικής αλληλουχίας του ποιήματος, το οποίο θα λειτουργεί πλέον με τους μηχανισμούς των προεκτάσεων και των συνειρμών.
Στο ποίημα του Εγγονόπουλου μπορούμε να διακρίνουμε τα βασικά εξωτερικά-μορφικά χαρακτηριστικά της νεότερης ποίησης, καθώς το ποίημα αυτό δεν έχει ομοιοκαταληξία και μέτρο, ενώ συνάμα δεν υπάρχει ομοιομορφία στις στροφές του (ως προς των αριθμό των στίχων ή των συλλαβών κάθε επιμέρους στίχου), όπως συνέβαινε στην παραδοσιακή ποίηση. Επίσης, ο ποιητικός λόγος βασίζεται στη χρήση λεξιλογίου καθημερινής ομιλίας.
Το ποίημα αυτό πάντως διαθέτει λογική αλληλουχία μιας και βασίζεται σε μια λογικά διαρθρωμένη πορεία: θέση-αιτιολόγηση-συνέπειες.
Σε ειδικότερη συσχέτιση με το κίνημα του υπερρεαλισμού μπορούμε να διακρίνουμε στο ποίημα του Εγγονόπουλου τον ελεύθερο στίχο, αλλά και την ελλειπτική διατύπωση του ποιητικού λόγου, που δίνεται τεμαχισμένος σε στίχους μονολεκτικούς ή και μονοσύλλαβους, χωρίς σημεία στίξης.

2. Στο ποίημα αυτό ο Εγγονόπουλος προσεγγίζει ένα θέμα που τον πληγώνει και τον ωθεί σε σκέψεις αμφισβήτησης του ρόλου του καθώς του δημιουργείται αίσθηση ότι η προσφορά του ως ποιητή είναι, αν όχι μάταια, τουλάχιστον ελάχιστα εποικοδομητική. Σε τι μπορεί να συνεισφέρει η ποίηση, αναρωτιέται ο Εγγονόπουλος, όταν παντού γύρω του επικρατεί ο θάνατος και το μίσος. Η αίσθηση αυτής της αδυναμίας μετουσιώνεται σε ποιητικό λόγο χαμηλόφωνο, όπου καμία λέξη δεν αποκτά την ηχητική δύναμη του αρχικού κεφαλαίου γράμματος, σα να διστάζει ο ποιητής να δηλώσει το ξεκίνημα του λόγου του. Οι στίχοι είναι τόσο σύντομοι που κάποτε αποτελούνται από μια μονοσύλλαβη λέξη, κι ακούγονται σαν ψίθυρος του ποιητή, που μας δίνει τις σκέψεις του λέξη – λέξη, σα να προχωρά σε μια διστακτική εξομολόγηση. Ο Εγγονόπουλος θα μπορούσε να έχει συνθέσει το ποίημά του σε μια μόνο στροφή, απλώνει όμως τις λέξεις του για να καθοδηγήσει τον αναγνώστη σε μια αργή ανάγνωση, σε μια εμφατική ανάγνωση που δίνει σε κάθε λέξη ιδιαίτερη βαρύτητα, καθώς όσα έχει να πει ο ποιητής είναι πολύ σημαντικά για εκείνον και για την προσωπική του θέση. Η παραδοχή άλλωστε του Εγγονόπουλου ότι αισθάνεται τόσο αδύναμος -σχεδόν περιττός- απέναντι στην τόση σκληρότητα αποτελεί το δίχως άλλο έκφραση πολύ προσωπικών σκέψεων και συναισθημάτων.
Παρά το γεγονός πάντως ότι ο ποιητής αναφέρεται σε μια τόσο συγκλονιστική περίοδο της ελληνικής ιστορίας δεν παρασύρεται σε συναισθηματικές εξάρσεις που θα έδιναν στο ποίημά του ένα μελοδραματικό ύφος. Με λιτές, ελλειπτικές διατυπώσεις παρουσιάζει την τραγικότητα της εποχής («εμφυλίου σπαραγμού») και σχολιάζει την επίπτωσή της στην ποίησή του («είν’ τόσο πικραµένα»), μένοντας στο καίριο και ουσιώδες. Ακόμη και στα πλαίσια της παρομοίωσης που αιτιολογεί το πώς αντιλαμβάνεται ο ποιητής την ποιητική δημιουργία σε μια τόσο κρίσιμη περίοδο (ως αν / να γράφονταν / από την άλλη µεριά / αγγελτηρίων θανάτου), ο Εγγονόπουλος δεν υπονομεύει τη δύναμη και την παραστατικότητα της εικόνας που δημιουργεί με επιπλέον περιγραφές ή αναφορές στη φονική δράση του εμφυλίου. Η λιτότητα, επομένως, και η περιεκτικότητα των στίχων, που καταγράφουν μόνο ό,τι απαιτείται για να δημιουργηθεί μια ικανή εντύπωση στον αναγνώστη, προφυλάσσουν το ποίημα από τον περιττό μελοδραματισμό.

3. «κι άλλα παρόµοια»: Ο στίχος αυτός του Εγγονόπουλου μας παραπέμπει στο ποίημα του Κωνσταντίνου Καβάφη «πό την σχολήν το περιωνύμου φιλοσόφου». Ο Εγγονόπουλος μας λέει ότι η εποχή του εμφυλίου δεν είναι εποχή για ποίηση, θέλοντας να δηλώσει πως, όταν το έθνος συνταράζεται από μια τέτοια διαμάχη, δεν μπορούμε να ασχολούμαστε με κάτι τόσο θεωρητικό κι εκλεπτυσμένο, όπως είναι η τέχνη του λόγου. Παράλληλα, ο ποιητής αισθάνεται πως όχι μόνο δεν είναι εποχή για ποίηση αλλά και για οτιδήποτε άλλο παρόμοιο. Την ώρα που μαίνεται ο αδελφοκτόνος πόλεμος, δε θα πρέπει η απάντηση των καλλιτεχνών και των πνευματικών ανθρώπων να είναι η καλλιτεχνική δημιουργία ή οι θεωρητικές συζητήσεις που δεν έχουν τίποτε το ουσιαστικό να προσφέρουν. Ο ποιητής ερχόμενος αντιμέτωπος με τη σκληρή πραγματικότητα του μίσους, κατανοεί ότι η ποίηση αλλά και οι υπόλοιπες μορφές τέχνης, μοιάζουν ανώφελες και περιττές.
Ο αντίστοιχος στίχος του Καβάφη «κι άλλα ηχηρά παρόμοια» εντάσσεται στις σκέψεις που διατυπώνει ένας ανερμάτιστος νέος για το μέλλον του. Όπως χαρακτηριστικά σχολιάζει ο ήρωας του Καβάφη, όσο είναι νέος προτιμά να διασκεδάσει και να χαρεί τη ζωή του κι αργότερα θα επιστρέψει στα ουσιώδη και σημαντικά, όπως είναι οι οικογενειακές παραδόσεις, το χρέος για την πατρίδα και τα άλλα ηχηρά παρόμοια. Ο νεαρός χρησιμοποιεί αυτή τη φράση βέβαια με περιφρονητική διάθεση, καθώς όλα αυτά -τώρα που ακόμη μπορεί να χαίρεται τη νεότητά του- του φαίνονται αδιάφορα. Ο Εγγονόπουλος, επομένως, μας παραπέμπει στο ποίημα αυτό του Καβάφη για να διακρίνουμε στο στίχο του την περιφρονητική και ειρωνική χροιά που έχει η φράση και να κατανοήσουμε καλύτερα πώς αισθάνεται κι ο ίδιος την ενασχόλησή του με την ποίηση, όταν καθετί γύρω του καταρρέει.

4. Ο Εγγονόπουλος λέγοντας ότι τα ποιήματά του είναι τόσο πικραμένα, αισθάνεται την ανάγκη να προλάβει τις τυχόν αντιρρήσεις των αναγνωστών του αποδεχόμενος ότι πάντοτε η ποίησή του κινείται σε μονοπάτια θλίψης. Έτσι, ο στίχος που τοποθετείται στην παρένθεση αποτελεί ένα σχόλιο, μια προσωπική σκέψη του ποιητή για το ίδιο του το έργο. Ο Εγγονόπουλος καταγράφει τον πόνο που του προκαλεί ο εμφύλιος αλλά δεν μπορεί να ξεχάσει ότι τα γεγονότα αυτού του πολέμου έρχονται ως συνέχεια μια σειράς δύσκολων εποχών για τη χώρα. Η θλίψη που του επιφέρει πάντως ο αποτρόπαιος αυτός εμφύλιος πόλεμος, επηρεάζει την ποίησή του όχι μόνο ποιοτικά, αλλά και ποσοτικά. Ο ποιητής αισθάνεται πως μπροστά στον παραλογισμό και τη μανία αυτού του πολέμου δεν μπορεί να εκφέρει ποιητικό λόγο. Τα ποιήματά του λιγοστεύουν καθώς η φρίκη του εμφυλίου εντείνεται και ο ποιητής αισθάνεται τον εαυτό του ολοένα και πιο αδύναμο να προσφέρει κάτι το ουσιαστικό με το έργο του.
[Λέξεις: 153]

5. Ο Γιώργης Παυλόπουλος μέσα από το ποίημα «Το κατώγι» που αποτελεί την αναδιήγηση ενός συμβολικού ονείρου του, παρουσιάζει την υψηλή συναίσθησή του για το χρέος του ποιητή απέναντι στους ανθρώπους κάθε εποχής και τους ειδικούς αγώνες τους.
Η διάκριση του αφηγητή από τον «Ποιητή», που τον συνοδεύει στην αναζήτησή του στο κατώγι, μπορεί να εκληφθεί ως η δυαδική υπόσταση του ίδιου του Παυλόπουλου, ο οποίος θέλει ίσως να τονίσει πως πέρα από ποιητής υπήρξε πάντοτε κι ένας απλός άνθρωπος με συναισθήματα, προσωπικές ελλείψεις και αδυναμίες.
Η αρχή της ιστορίας βρίσκει τον αφηγητή-Παυλόπουλο μαζί με τον Ποιητή σ’ ένα παλιό σπίτι, όπου αναζητούν τα έγγραφα εκείνα που θα βοηθήσουν ένα δικό τους άνθρωπο να βρει τη Δικαιοσύνη που γυρεύει. Το προσωπικό αυτό ενδιαφέρον για το «δικό τους» άνθρωπο, που περιορίζει αρχικά το σκοπό του ποιητή σε μια μεμονωμένη περίπτωση -δημιουργώντας προσωρινά εύλογες απορίες για το χρέος της ποίησης συνολικά απέναντι στους ανθρώπους- θα διευρυνθεί αμέσως μετά καθώς, όπως θα αποκαλυφθεί, οι άνθρωποι που έχουν την ανάγκη του ποιητή να μιλήσει για τους αγώνες τους είναι πάρα πολλοί.   
Η αδυναμία πάντως του αφηγητή να εντοπίσει τα χαρτιά που του χρειάζονται και η διαφαινόμενη ματαίωση της επιδίωξής του να βοηθήσει στον αγώνα του δικού του ανθρώπου, δεν προλαβαίνουν να μονοπωλήσουν το ενδιαφέρον του ποιητικού υποκειμένου, καθώς ένας ισχυρός αγέρας αρχίζει να κλονίζει το σπίτι, δημιουργώντας νέες συνθήκες, που στρέφουν την προσοχή του αφηγητή προς το κατώγι.
Η γενική αναστάτωση που προκαλεί ο δυνατός αέρας είναι ακόμη πιο έντονη σε σχέση με το κατώγι, όπου μοιάζει σα να ξεκαρφώνει κάποιος νεκρούς ανθρώπους και να πέφτουν μαζί χώμα και κόκαλα. Η μακάβρια αυτή εντύπωση θα επιβεβαιωθεί όταν ο αγέρας, που έχει λάβει πια τη μορφή ενός λευκού αλόγου (συνειρμικά στα πλαίσια του ονείρου ο ποιητής αντιλαμβανόταν την ένταση του αγέρα με ποδοβολητό αλόγου), μπει στο εσωτερικό του σπιτιού και με την οπλή του σπάσει το σανίδι του πατώματος. Τότε ο αφηγητής, με την προτροπή του Ποιητή, θα κοιτάξει μέσα απ’ το άνοιγμα του σανιδιού και θα αντικρίσει πλήθος αλυσοδεμένων ανθρώπων που στενάζουν και γυρεύουν Δικαιοσύνη.
Έτσι, η προσπάθεια του αφηγητή-Παυλόπουλου να βρει έναν τρόπο να βοηθήσει τον αγώνα του δικού του ανθρώπου, θα τον φέρει αντιμέτωπο με τη διαπίστωση πως δεν είναι μόνο ένας άνθρωπος που αποζητά τη Δικαιοσύνη, αλλά πλήθος βασανισμένων ανθρώπων.
Η εναγώνια απαίτηση για Δικαιοσύνη, μπορεί να γίνει αντιληπτή ως επιθυμία δικαίωσης για τον αγώνα που έδωσαν απέναντι στις ειδικές ιστορικές συνθήκες που βίωσαν. Ένας αγώνας που προφανώς δεν απέδωσε το επιθυμητό αποτέλεσμα, αφήνοντας χιλιάδες ανθρώπους με την πίκρα της αδικίας και της ματαίωσης των ελπίδων τους.
Μπροστά στο πλήθος αυτό των ανθρώπων, με το ιερό αλλά αδικαίωτο αίτημα για δικαιοσύνη, ο αφηγητής λυγίζει, καθώς αισθάνεται εξαιρετικά βαρύ το χρέος που του αναλογεί. Γνωρίζει πως πρέπει να μιλήσει και να καταγγείλει την αδικία που έχει γίνει απέναντι σ’ αυτούς τους ανθρώπους, αλλά αισθάνεται συνάμα και τη δυσκολία του εγχειρήματος αυτού. Πώς να μπορέσει με την ποίησή του να δικαιώσει τους αγώνες, τις προσδοκίες και τις θυσίες τόσων ανθρώπων;
Το γεγονός ότι ο αφηγητής μένει μόνος του μετά το τραγικό εύρημα στο κατώγι έχει ιδιαίτερη σημασία. Τόσο το άλογο, που του έδειξε το δρόμο για να εντοπίσει τους χιλιάδες αδικαίωτους ανθρώπους, όσο και ο ποιητής -η δεύτερη φύση του αφηγητή- έχουν πια φύγει, αφήνοντας μόνο του τον άνθρωπο-Παυλόπουλο, που αισθάνεται αδύναμος μπροστά στον πόνο των συνανθρώπων του, αλλά και στο δικό του χρέος. Το ξέσπασμα του αφηγητή δεν αποδίδει το λύγισμα του ποιητή Παυλόπουλου, αλλά το λύγισμα της ανθρώπινης φύσης του, που έρχεται αντιμέτωπη με το δίκαιο αίτημα χιλιάδων ανθρώπων και συνάμα μ’ έναν διόλου ευκαταφρόνητο κίνδυνο. Το σπαθί που κρέμεται στον αέρα είναι η απειλή που θα αντιμετωπίσει ο ποιητής αν επιχειρήσει να μιλήσει για τους αγώνες των συνανθρώπων του, στα πλαίσια ενός ανελεύθερου κράτους, όπως ήταν το 1969 η Ελλάδα υπό των έλεγχο του δικτατορικού καθεστώτος.
Διαπιστώνουμε, λοιπόν, πως ο Παυλόπουλος έχοντας πλήρη συναίσθηση του χρέους του να τιμήσει το πλήθος των ανθρώπων που έχει αγωνιστεί για την πατρίδα, βιώνει έντονα την αδυναμία του να εκπληρώσει αυτή του την υποχρέωση υπό τις δυσμενείς συνθήκες της εποχής. Ο ποιητής συγκλονίζεται από την επίγνωση ότι πάρα πολλοί άνθρωποι θυσιάστηκαν, χωρίς ποτέ να τους δοθεί η τιμή και η αναγνώριση που τους ανήκει, και συνάμα αισθάνεται τη δυσκολία που υπάρχει στο να κατορθώσει κάτι το τόσο σημαντικό με το έργο του, ιδίως υπό την πίεση της ιστορικής συγκυρίας.
Παρόμοια επίγνωση του υψηλού χρέους της ποίησης εντοπίζουμε και στο ποίημα του Εγγονόπουλου, όπου ο ποιητής απολογείται για την αδυναμία του να γράψει ποίηση μέσα στον παραλογισμό της εποχής του. Ο ποιητής γνωρίζει -γι’ αυτό άλλωστε και απολογείται- πως η ποίηση έχει τη δική της σημαντική προσφορά να επιτελέσει σε κρίσιμες ιστορικές περιόδους. Εντούτοις, όπως παραστατικά μας το εξηγεί ο ίδιος, αισθάνεται πως μέσα στον σπαραγμό του εμφυλίου πολέμου, η ποίηση χάνει πια τη δύναμή της. Αν επρόκειτο για έναν εθνικό αγώνα, αν επρόκειτο για μια διεκδίκηση ελευθερίας οποιουδήποτε άλλου είδους, ο ποιητής θα ήταν έτοιμος να συνεισφέρει με το έργο του. Μπροστά, όμως, στις κτηνωδίες και τον παραλογισμό ενός πολέμου όπου οι Έλληνες σκοτώνουν τους Έλληνες, νιώθει πως η ποίηση δεν έχει καμία θέση. Ποια θα μπορούσε να είναι άλλωστε η λειτουργία της ποίησης σ’ έναν αδελφοκτόνο αγώνα; Ποιον να υπερασπιστεί ο ποιητής όταν θύτες και θύματα είναι αδέλφια; 

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...