Προτεινόμενο θέμα: Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε... 1949» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Προτεινόμενο θέμα: Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε... 1949»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Robert Ball 

Προτεινόμενο θέμα: Μανόλης Αναγνωστάκης «Στον Νίκο Ε... 1949»

Φίλοι
Που φεύγουν
Που χάνονται μια μέρα
Φωνές
Τη νύχτα
Μακρινές φωνές
Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους
Κλάμα παιδιού χωρίς απάντηση
Ερείπια
Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες

Εφιάλτες,
Στα σιδερένια κρεβάτια
Όταν το φως λιγοστεύει
Τα ξημερώματα.

(Μα ποιος με πόνο θα μιλήσει για όλα αυτά;)

Ερωτήσεις:

1. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης ανήκει στην πρώτη μεταπολεμική γενιά. Ποια ειδικότερη τάση της γενιάς αυτής εκφράζει με την ποίησή του και ποια είναι τα γενικότερα χαρακτηριστικά της;

2. Ο Vincenzo Orsina γράφει για το ποίημα «Στον Νίκο Ε... 1949»: «Αυτό είναι ένα από τα λίγα ποιήματα που στο στίχο του, μεγαλόπνοο, αρθρωτό και δραματικό, υπεισέρχεται ο γυμνός λόγος, ουσιαστικός και υπαινικτικός, και εκφράζει στον πολυσήμαντό του μονόλογο την τραυματική εμπειρία του πόνου.» Επαληθεύστε την άποψη αυτή με αναφορές στο ποίημα.

3. Να σχολιάσετε τη  µορφή του ποιήματος:  Στιχουργική,  στίξη,  διάκενα κλπ. Τι επιδιώκει ο ποιητής µε τις συγκεκριμένες επιλογές του;

4. «Ερείπια / Σαν τρυπημένες σάπιες σημαίες». Να σχολιάσετε το περιεχόμενο των στίχων αυτών σε μία παράγραφο (100-120 λέξεις).

5. Πώς σχετίζεται το απόσπασμα του ποιήματος του Κλείτου Κύρου με το ποίημα του Μανόλη Αναγνωστάκη;

Κλείτος Κύρου «Κραυγές της νύχτας» (απόσπασμα)

Μιλώ με σπασμένη φωνή δεν εκλιπαρώ
Τον οίκτο σας μέσα μου μιλούν χιλιάδες στόματα
Που κάποτε φώναζαν οργισμένα στον ήλιο
Μια γενιά που έψελνε τα δικαιώματά της
Κουνώντας λάβαρα πανηγυριού σειώντας σπαθιά
Γράφοντας στίχους εξαίσιους μιας πρώτης νεότητας
Ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα
Μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού.

Η γενιά μου ήταν μια αστραπή που πνίγηκε
Η βροντή της η γενιά μου καταδιώχτηκε
Σα ληστής σύρθηκε στο συρματόπλεγμα
Μοίρασε σαν αντίδωρο τη ζωή και το θάνατο
Οι άνθρωποι της γενιάς μου δεν πεθαίναν
Στα νοσοκομεία κραυγάζαν έξαλλοι στα εκτελεστικά
Αποσπάσματα τα χέρια τους ήταν μαγνήτες.
.................


Απαντήσεις:

1. Ο Μανόλης Αναγνωστάκης υπηρετεί την αντιστασιακή ή κοινωνική (πολιτική) ποίηση, που φέρνει το άτομο αντιμέτωπο με τις κρίσιμες συνθήκες της ιστορικής του πραγματικότητας. Δεν πρόκειται βέβαια για «στρατευμένη» ποίηση, κάτι που θα δήλωνε μια ποίηση καθοδηγημένη και εξαρτημένη από εντολές. Οι ποιητές που εκπροσωπούν την τάση αυτή συμμετέχουν στην πολιτική ζωή και έχουν έντονα πολιτικά (και κοινωνικά) ενδιαφέροντα, και γι’ αυτό γράφουν ποιήματα πολιτικά.
Οι ποιητές που εντάσσονται σ’ αυτή την τάση αντλούν τις εμπειρίες τους από τους αγώνες της Κατοχής και τους δύσκολους καιρούς, που πέρασε η χώρα μας κατά την μετακατοχική περίοδο. Κατά το χρονικό διάστημα, κατά το οποίο ήταν ακόμη έφηβοι, έγιναν τα πιο συγκλονιστικά και αποφασιστικά γεγονότα για την τύχη της χώρας μας και, γενικότερα, της ανθρωπότητας (Β΄ Παγκόσμιος πόλεμος, Κατοχή, Αντίσταση, στρατόπεδα συγκέντρωσης, εκατομμύρια νεκροί από τον πόλεμο εναντίον της φασιστικής και ναζιστικής λαίλαπας). Στη γενιά της Κατοχής έλαχε ο κλήρος να μετουσιώσει το δράμα και το μεγαλείο του εθνικοαπελευθερωτικού αγώνα σε ποίηση. Βέβαια, δεν ήταν και τόσο εύκολο όλο αυτό το υλικό των πλούσιων εμπειριών και βιωμάτων να μετουσιωθεί σε ποιητική έκφραση. Οπωσδήποτε όμως η ομάδα αυτή των ποιητών κατόρθωσε να εκφράσει, παρά τις εγγενείς δυσκολίες τα σήματα των ελπίδων της και των διαψεύσεών της με ποίηση, που η αισθητική της λειτουργία είναι αναμφισβήτητη.
Οι μεταπολεμικοί αυτοί ποιητές αντιμετώπισαν θετικά την ποίηση της γενιάς του ’30 και αποτέλεσαν τον φυσιολογικό της διάδοχο.
Στην πρώτη φάση της ποίησής τους, οι ποιητές είναι γεμάτοι αγωνιστική διάθεση και προσπαθούν να καταγράψουν τα γεγονότα, να εκφράσουν τον ενθουσιασμό τους και να προβάλουν τα οράματά τους για έναν καλύτερο κόσμο είναι η αγωνιστική ή αντιστασιακή φάση της ποίησής τους. Οι εμπειρίες τους όμως από την Κατοχή και ιδίως από την ανώμαλη μετακατοχική περίοδο, που οδήγησε στον εμφύλιο πόλεμο και την ήττα της αριστερής παράταξης που εκπροσωπούσε το ΕΑΜ, δημιούργησε όλες τις προϋποθέσεις για ενδοσκόπηση και διερεύνηση των αιτίων.

2. Το ποίημα του Αναγνωστάκη διακρίνεται για την καθαρότητα του λόγου του, όπου χωρίς περιττά σχόλια ή χαρακτηρισμούς, δίνει τις τραγικές συνέπειες του πολέμου ως έχουν. Με μια σειρά δυνατών εικόνων, που δε χρειάζονται περεταίρω εξηγήσεις για να συγκινήσουν και να προβληματίσουν, ο ποιητής παρουσιάζει με λιτό και συνοπτικό τρόπο τον πόνο των ανθρώπων της εποχής του.
Ποίημα μεγαλόπνοο, υπό την έννοια ότι αναφέρεται σε γεγονότα και έννοιες που φέρνουν τον αναγνώστη ακριβώς στην ουσία των συνεπειών ενός πολέμου. Εδώ δεν υπάρχουν φιλολογικές και επιδερμικές προσεγγίσεις ούτε και ανώφελοι συναισθηματισμοί. Οι εκτελέσεις ανθρώπων, ο πόνος των μανάδων, η απελπισία των ορφανών, ο φόβος των μελλοθανάτων είναι καταστάσεις οριακές που μας οδηγούν στη ρίζα του ανθρώπινου πόνου.
Ποίημα αρθρωτό, καθώς δομείται σε εικόνες που δεν συνδέονται λεκτικά μεταξύ τους, αλλά και σε τόσο σύντομους στίχους, ώστε ακόμη και μεμονωμένες λέξεις αποκτούν τη βαρύτητα που τους αναλογεί. Φίλοι, φωνές, ερείπια, εφιάλτες, είναι λέξεις που χωρίς το βάρος προσδιορισμών και επεξηγήσεων, αποκτούν καίρια δύναμη και κατευθύνουν την προσοχή του αναγνώστη σε ό,τι έχει πρωταρχική σημασία στα πλαίσια αυτού του δραματικού πολέμου.
Ποίημα δραματικό είτε η λέξη εκληφθεί με την πρωταρχική της έννοια, αυτή της ενέργειας-πράξης, είτε εκληφθεί με τη νεότερη που υποδηλώνει την τραγικότητα και τη συγκινησιακή φόρτιση.  Μέσω των βασικών του εικόνων δίνει στιγμιότυπα του πολέμου που εμπεριέχουν ιδιαίτερη συγκίνηση, αλλά και δράση. Οι φίλοι που φεύγουν, η μάνα που γυρνά τρελή στους δρόμους, το παιδί που κλαίει, οι εφιάλτες, αποδίδουν μια συνεχή δράση, και φυσικά μια έντονη συγκινησιακή φόρτιση.
Ο λόγος του ποιήματος είναι γυμνός και ουσιαστικός, αφού ο ποιητής αρκείται στην παρουσίαση των τραγικών εικόνων της εποχής του, χωρίς να τις σχολιάζει ή να τις επεξηγεί. Κάθε επιμέρους οπτική ή ηχητική εικόνα δίνεται αυτόνομη και απαλλαγμένη απ’ οτιδήποτε περιττό. Για παράδειγμα: «Μακρινές φωνές / Μάνας τρελής στους έρημους δρόμους», μια εικόνα που θα ακολουθηθεί από την αμέσως επόμενη, χωρίς να παρεμβληθεί κάποιο σχόλιο του ποιητή, κάποια άποψη ή κάποια έκφραση συναισθημάτων.
Έτσι, το ποίημα παρουσιάζει με απόλυτη καθαρότητα τις εικόνες του εμφυλίου, και ο αναγνώστης αφήνεται ελεύθερος να αισθανθεί και να κρίνει, χωρίς να επηρεάζεται από τυχόν σχόλια του ποιητή.
Ο λόγος του ποιήματος είναι συνάμα υπαινικτικός, μιας και η βασική συνέπεια του πολέμου, ο θάνατος, παρόλο που σκιάζει όλες τις εικόνες του πολέμου, δεν αναφέρεται ποτέ. Οι φίλοι που χάνονται μια μέρα, είναι προφανώς φίλοι που σκοτώνονται, η μάνα που φωνάζει στους δρόμους και το παιδί που κλαίει χωρίς να παίρνει απάντηση, βιώνουν επίσης την απώλεια δικών τους ανθρώπων, και φυσικά το φως που λιγοστεύει τα ξημερώματα, μας παραπέμπει στις εκτελέσεις των φυλακισμένων. Εντούτοις, ο ποιητής επιλέγει να μην αναφερθεί ανοιχτά στο θάνατο και στις εκτελέσεις, αφήνοντας τη δύναμη των υπαινιγμών να αποδώσουν ισχυρότερα την εντύπωση του κυρίαρχου θανάτου. Με αυτό τον τρόπο μεταδίδει εναργέστερα την αίσθηση εκείνης της εποχής, και το συνεχή φόβο των ανθρώπων για τα τυφλά χτυπήματα, αλλά και τις πολλαπλές απώλειες του αιματηρού εμφυλίου.

3. Το ποίημα «Στον Νίκο Ε… 1949» έχει συντεθεί σε ελεύθερους ανισοσύλλαβους στίχους, χωρίς μέτρο και ομοιοκαταληξίες, αντικατοπτρίζοντας τις επιρροές του υπερρεαλισμού που έχει δεχτεί ο ποιητής. Συνολικά 15 στίχοι, από τους οποίους τέσσερις αποτελούνται από ένα άναρθρο ουσιαστικό και δύο από ένα έναρθρο ουσιαστικό, καθιστούν σαφή την πρόθεση του ποιητή για μια σύντομη και λιτή αποτύπωση των βιωμάτων του. Ο λόγος δίνεται τεμαχισμένος και σχεδόν χωρίς στίξη (βρίσκουμε μόνο ένα κόμμα, μία τελεία κι ένα ερωτηματικό), καθώς ο ποιητής καθορίζει το ρυθμό της ανάγνωσης με το θρυμματισμό των στίχων του. Οι ποιητικές εικόνες μας δίνονται λέξη-λέξη, μιας και ο ποιητής επιθυμεί να δώσει ιδιαίτερη έμφαση στη συναισθηματική φόρτιση που έχει η κάθε εικόνα.
Όλοι οι στίχοι του ποιήματος ξεκινούν με κεφαλαίο γράμμα γιατί ο Αναγνωστάκης βρίσκεται σε αντίθεση με τη διάθεση παραίτησης που διαπνέει το ποίημα του Εγγονόπουλου και του υπαγορεύει την απουσία κεφαλαίων γραμμάτων. Ο λόγος του Αναγνωστάκη ενέχει δυναμισμό και μια πρόδηλη διάθεση καταγγελίας όσων συμβαίνουν και πληγώνουν την ελληνική κοινωνία.
Ο ποιητής χωρίζει το ποίημά του σε τρεις ενότητες -βρίσκουμε οπότε δύο διάκενα-, καταγράφοντας στην πρώτη όσα συμβαίνουν στον εξωτερικό χώρο (ο ποιητής βρίσκεται στη φυλακή όταν συνθέτει το ποίημά του), στη δεύτερη ενότητα μας παρουσιάζει βιώματα από τον εσωτερικό χώρο της φυλακής, που απηχούν περισσότερο την ατομική του εμπειρία, και στην τελευταία ενότητα που αποτελείται από έναν μόλις στίχο, ο ποιητής έχοντας υπόψη του τη διάθεση παραίτησης του Νίκου Εγγονόπουλου, όπως αυτή αποτυπώνεται στο ποίημά του «Ποίηση 1948», καταθέτει με μια ερώτηση την απορία του σχετικά με το ποιος τελικά θα καταγγείλει όσα συμβαίνουν, θέλοντας έτσι να εκφράσει έμμεσα τη δική του διάθεση για συνέχιση του αγώνα κι εκπλήρωση του ποιητικού του χρέους. Ο Αναγνωστάκης δεν είναι διατεθειμένος να αφήσει τον αιματηρό τερματισμό του αγώνα της παράταξής του να συνεχίζεται χωρίς ο ίδιος να καταγγείλει τα γεγονότα αυτά.
Ο τελευταίος στίχος που εκφράζει την αγωνιστική διάθεση του ποιητή βρίσκεται σε παρένθεση, καθώς λειτουργεί σαν ένα σχόλιο για όσα έχουν προηγηθεί και παράλληλα αποτελεί μια ερώτηση τόσο προς τον Εγγονόπουλο όσο και προς όλους τους πνευματικούς ανθρώπους της εποχής.

4. Η λέξη ερείπια αντικατοπτρίζει την καταστροφή που έχει προκληθεί στη χώρα από τον τραγικό εμφύλιο πόλεμο. Προτού προλάβει η χώρα να επανακάμψει απ’ τη σαρωτική επέλαση των κατακτητών, ένας νέος πόλεμος, ένας φονικός αδελφοκτόνος πόλεμος, επιφέρει νέα κύματα ολέθρου. Με την παρομοίωση που ακολουθεί, μάλιστα, ο ποιητής δηλώνει πως οι υλικές καταστροφές συνδυάζονται με τη συνολική κατάρρευση των ιδανικών του ελληνικού έθνους. Η σημαία ως σύμβολο του έθνους βρίσκεται τώρα σαπισμένη, εκφράζοντας έτσι την παρακμή και τη διάψευση των προσδοκιών. Τα ιδανικά του ελληνικού έθνους έχουν σαπίσει, καθώς το κράτος συνεχίζει να επιβάλει τη θέληση των ισχυρών και αρνείται να λειτουργήσει προς όφελος του λαού. Η παρομοίωση αυτή, άλλωστε, θα μπορούσε να έχει μια ειδικότερη αναφορά στην επαναστατική προσπάθεια της αριστεράς, που τερματίστηκε με τόση βιαιότητα.  
[Λέξεις: 126]

5. Ο Κλείτος Κύρου με τη δέκατη πέμπτη κραυγή μιλά για τον πόνο και την απογοήτευση της γενιάς του που προσπάθησε με κάθε τρόπο να φέρει μια ουσιαστική αλλαγή στην ελληνική κοινωνία, αλλά γνώρισε μόνο διώξεις και εκτελέσεις. Ο απολογισμός που γίνεται από τον Κύρου και η διάθεσή του να μιλήσει για όλα όσα υπέστησαν οι άνθρωποι της εποχής του, μας παραπέμπουν στο εναγώνιο ερώτημα του Αναγνωστάκη για το ποιος θα μιλήσει για όλα τα τραγικά γεγονότα του εμφυλίου.
Ο Κύρου, όπως δηλώνει, μιλά με σπασμένη φωνή, όχι γιατί ζητά τον οίκτο των ανθρώπων, αλλά γιατί όσα πρόκειται να πει αποτελούν προσωπικά του βιώματα που η θύμησή τους του προκαλεί πόνο και αγανάκτηση.
Όσα καταγράφει ο Κύρου έχουν εύλογα πολλές αναλογίες με όσα καταγράφει ο Αναγνωστάκης, μιας και πρόκειται για κοινές εμπειρίες από την ίδια τραγική περίοδο. Έτσι, ο μεγάλος αριθμός των νεκρών «ποτίζοντας τα σπαρτά με περίσσιο αίμα», που αναφέρει ο Κύρου, αποδίδεται -έστω και υπαινικτικά- και στο ποίημα του Αναγνωστάκη με τις αναφορές στους φίλους που χάνονται, αλλά και στη μάνα που αναζητά το παιδί της, και στο μικρό παιδί που κλαίει έχοντας μείνει μόνο του, χωρίς γονείς.
Αντιστοίχως, η αναφορά του Κύρου πως οι άνθρωποι της γενιάς του πέθαιναν στα εκτελεστικά αποσπάσματα, βρίσκεται σε αναλογία μ’ ένα ακόμη στοιχείο που υπονοείται στο ποίημα του Αναγνωστάκη. Θυμίζουμε πως ο Αναγνωστάκης όταν έγραφε τους δικούς του στίχους ήταν έγκλειστος στη φυλακή και καταδικασμένος σε θάνατο. Οπότε η δεύτερη στροφή του ποιήματός του απηχεί ακριβώς το φόβο και την αγωνία των ανθρώπων που περίμεναν τη στιγμή και της δικής τους εκτέλεσης.
«Τα μικρά παιδιά που αφέθηκαν στο έλεος τ’ ουρανού» στο ποίημα του Κύρου μας παραπέμπουν στο παιδί που κλαίει, χωρίς να λαμβάνει απάντηση, από το ποίημα του Αναγνωστάκη. Πρόκειται, και στα δύο ποιήματα, για μια αναφορά στη μοίρα των πιο αθώων και απροστάτευτων θυμάτων του πολέμου, των μικρών παιδιών, που βίωσαν τις τραγικές συνέπειες του εμφυλίου.
Ενδιαφέρον παρουσιάζει η αναφορά στα «λάβαρα πανηγυριού» από τον Κύρου, που στο ποίημα του Αναγνωστάκη τρέπονται σε «τρυπημένες σάπιες σημαίες». Η αγωνιστική διάθεση των χρόνων της αντίστασης και το όραμα της αριστεράς για μια εκ βάθρων αλλαγή της ελληνικής κοινωνίας, γνώρισαν μια τραγική διάψευση στο τέλος του εμφυλίου, όταν πια ήταν προφανές πως ο αγώνας τους δεν είχε βρει την επιθυμητή δικαίωση.
Παρατηρούμε, λοιπόν, πως ο Κλείτος Κύρου στο δικό του ποίημα μιλά για όσα βίωσε η γενιά του, δίνοντας όνομα σε όσα ο Αναγνωστάκης υπαινίσσεται στο δικό του ποίημα. Ο θάνατος, οι εκτελέσεις και η πικρή απογοήτευση που διατρέχουν το ποίημα του Αναγνωστάκη, χωρίς όμως να λαμβάνουν λεκτική έκφραση, αποκτούν στο ποίημα του Κύρου ξεκάθαρη διατύπωση.

0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...