Debi Frueh
Η απατηλή οικειότητα του σύγχρονου τηλεοπτικού λόγου
Η μέσω του τηλεοπτικού διαύλου οικειοποίηση μιας ιδιωτικής, και πάντως ανεπίσημης, γλώσσας και η προσαρμογή του λόγου προς τις χαμηλές γλωσσικές ποικιλίες, σε συνδυασμό με την προβολή μιας προσανατολισμένης προς τις αδύναμες και ευπαθείς κοινωνικές ομάδες θεματολογίας, συγκροτούν, κατά την άποψή μας, μία «στάση εικονικής ευμένειας» ή «υψηλής απατηλής οικειότητας» από την πλευρά των παραγωγών και διανομέων του τηλεοπτικώς εκφερόμενου δημοσιογραφικού λόγου. Η συγκεκριμένη στάση αποτελεί έναν δραστικό τρόπο κατασκευής και συντήρησης της αποδεκτότητας της δημοσιογραφικής έκφρασης, καθώς αποδίδεται αξιωματικά στον πομπό δημοκρατική νομιμότητα και κοινωνική ευαισθησία, μέσω της μορφής της γλώσσας. Μία γλώσσα η οποία δίδει στους χρήστες της τη δυνατότητα να τεκμαίρονται την προοδευτικότητα και τη φιλολαϊκότητα μέσω των λέξεων, ευαγγελιζόμενοι αγαθά και ιδιότητες που, σε άλλη περίπτωση, θα όφειλαν να αποδεικνύουν με το περιεχόμενο των λεγομένων τους.
Επιπλέον, η «στάση εικονικής ευμένειας» συντίθεται με την αναγωγή και αναβάθμιση του ιδιωτικού στοιχείου στη σφαίρα του δημοσίου, ως ένα άλλοθι κατάργησης των μεγάλων αποστάσεων που χωρίζουν τους πολλούς/ «υποτελείς», που είναι το κοινό, από τους λίγους/ «ιθύνοντες», που δεν είναι άλλοι από τους ανθρώπους της πολιτικής και τηλεοπτικής εξουσίας. Άλλες πρακτικές συγκρότησης της απατηλής οικειότητας, που τα μέσα μαζικής επικοινωνίας επιδιώκουν να παρουσιάζουν, συνδέονται με τη ρητή ή υπόρρητη έκφραση της ιδεολογίας της αμφισβήτησης της καθεστηκυίας τάξης και την εκδήλωση μιας γενικής ιδεολογικής σύμπλευσης του δημοσιογράφου με τις θέσεις και τις προσδοκίες του «λαού».
Ωστόσο η εγγραφή στον δημοσιογραφικό λόγο της υπονόμευσης της πολιτικής ή οικονομικής ιεραρχίας, σε συνδυασμό με την απόδοση σε αυτόν «μαγικών» ιδιοτήτων και την επικυριαρχία του συναισθήματος, ώστε να μη διανοείται ο αποδέκτης να επεξεργάζεται λογικά τα εκπεμπόμενα μηνύματα, μπορεί να αποπροσανατολίζει το κοινό στο οποίο απευθύνεται. Αυτό είναι δυνατό να συμβαίνει όταν η δημοσιογραφική αμφισβήτηση δεν συνιστά έναν ουσιαστικό επαναπροσδιορισμό των σχέσεων εξουσίας μεταξύ των φορέων της τηλεοπτικής ισχύος και των αποδεκτών, αλλά έναν προσωρινό και εικονικό επανασυσχετισμό οικειότητας, για προπαγανδιστικούς και εμπορικούς λόγους.
Μέσω ενός πληθωρικού, γητευτικού και, σε κάποιες περιπτώσεις, αυθαίρετου λόγου, επιτυγχάνεται η οδήγηση του πολίτη στη διαμόρφωση της εντύπωσης ότι τα ΜΜΕ δεν εκπροσωπούν τα συμφέροντα της ιδιοκτησίας τους (κρατικής ή ιδιωτικής/ επιχειρηματικής), αλλά του ίδιου. Καθρεπτίζοντας στον τηλεοπτικώς μεταδιδόμενο λόγο τις δικές του αναμονές, ο παραλήπτης ενδεχομένως διολισθαίνει σε μια απαίδευτη ψευδαίσθηση συμμετοχής στην «αλήθεια» που παράγει το μέσο ενημέρωσης και θεωρεί εαυτόν εξομοιωμένο με τους επισήμως ομιλούντες. Η αλήθεια, βέβαια, είναι ότι ο πολίτης, ακόμη και όταν βιώσει την ανταπόκριση από την πλευρά του Μέσου ή του δημοσιογράφου στο πρόβλημα που πιθανόν αντιμετωπίζει, ή προβάλλει τις ανάγκες και τα συμφέροντά του σε συγκεκριμένο τηλεοπτικό πρόγραμμα, δεν μπορεί να είναι σίγουρος ότι η σχέση η οποία αναπτύσσεται είναι όντως σχέση ουσίας και διάρκειας, μια ενδυνάμωση της ταυτότητάς του, και όχι ένα ακόμη «λαϊκό θέμα που θα πουλήσει» και θα αποφέρει στην τηλεοπτική επιχείρηση το ανάλογο διαφημιστικό έσοδο.
[Διασκευή]
Νικολέττα Τσιτσανούδη - Μαλλίδη, Διδάκτωρ Κοινωνιογλωσσολογίας του Παιδαγωγικού Τμήματος Δημοτικής Εκπαίδευσης του Πανεπιστημίου Θεσσαλίας
Περίληψη Κειμένου
Η συγγραφέας αναφέρεται στην επίφαση οικειότητας που επιχειρούν να δημιουργήσουν τα μέσα μαζικής ενημέρωσης στον τηλεθεατή. Αρχικά επισημαίνει πως αυτό επιτυγχάνεται με την υιοθέτηση μιας απλής γλωσσικής έκφρασης και μιας θεματολογίας που αφορά τις ευπαθείς κοινωνικές ομάδες. Επίσης, με τη δημιουργία της παραπλανητικής εντύπωσης πως εξυπηρετούν δημόσια και όχι ιδιωτικά συμφέροντα, αλλά και με τη φαινομενική τήρηση μιας καταγγελτικής στάσης απέναντι στην πολιτική εξουσία. Έπειτα τονίζει πως η έκφραση της καταγγελτικής αυτής στάσης συνδυάζεται με την επικυριαρχία του συναισθήματος, γεγονός που παρεμποδίζει τη λογική επεξεργασία των μεταδιδόμενων μηνυμάτων από τους δέκτες. Τέλος καταλήγει πως ο πολίτης αδυνατεί να κατανοήσει αν το ενδιαφέρον των μέσων μαζικής ενημέρωσης για τα προβλήματά του είναι γνήσιο ή αποσκοπεί απλώς στη μεγιστοποίηση των διαφημιστικών εσόδων.
[Λέξεις: 120]
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου