Scott Davidson
Κωνσταντίνος Θεοτόκης «Ο Κατάδικος»
Υπόθεση του έργου
Ο Κατάδικος είναι ένα εκτεταμένο
αφήγημα που γράφτηκε το 1919. Η υπόθεσή του τοποθετείται σε ένα αγροτικό χωριό
της Κέρκυρας όπου ζουν ο Γιώργης Αράθυμος με την όμορφη γυναίκα του, τη
Μαργαρίτα και τα τρία παιδιά τους, και ο Τουρκόγιαννος που δουλεύει ως
υποτακτικός τους.
Στη ζωή της οικογένειας μπαίνει ο
Πέτρος Πέπονας, ένας γείτονας που αισθάνεται δυνατό έρωτα για τη Μαργαρίτα. Ο
Τουρκόγιαννος που τρέφει ένα βαθύ και κρυφό αίσθημα για τη Μαργαρίτα («τη
λατρεύει σαν Παναγία») έχει υποψιαστεί και παρακολουθεί το ζευγάρι προσπαθώντας
να εμποδίσει την παρεκτροπή της Μαργαρίτας.
Η παρουσία του Τουρκόγιαννου έχει
γίνει ενοχλητική για τον Πέτρο και τη Μαργαρίτα∙
γι’ αυτό τον διαβάλλουν στο Γιώργη, που διώχνει άγρια τον Τουρκόγιαννο από το
σπίτι. Την άλλη μέρα ο Γιώργης βρέθηκε δολοφονημένος. Οι υποψίες έπεσαν στον
Τουρκόγιαννο, που καταδικάστηκε σε ισόβια (Κατάδικος).
Ο Πέτρος και η Μαργαρίτα
παντρεύονται. Λίγο αργότερα ο Πέτρος συλλαμβάνεται για κάποιο αδίκημα και
φυλακίζεται. Μέσα στη φυλακή θα έρθει αντιμέτωπος με τον Τουρκόγιαννο και υπό
το βάρος των ενοχών του θα ομολογήσει πως εκείνος σκότωσε το Γιώργη, για να
έχει δική του τη Μαργαρίτα.
Παρόλο που η ομολογία του θα
μπορούσε να απαλλάξει τον άδικα καταδικασμένο Τουρκόγιαννο, εκείνος μη θέλοντας
να διαταράξει την «ευτυχία» της Μαργαρίτας, δεν αφήνει τον Πέτρο να αναλάβει
την ευθύνη της δολοφονίας, επιλέγοντας έτσι να παραμείνει για πάντα στη φυλακή.
Τα πρόσωπα
Ο Τουρκόγιαννος ήταν το παιδί μιας χριστιανής Αρβανίτισσας, την
οποία είχε βιάσει ένας Τούρκος στη Χειμάρρα. Η μητέρα του, που είχε έρθει στην
Κέρκυρα ως εργάτρια, μόλις κατάλαβε πως είναι έγκυος, αποφάσισε να μείνει στο
κερκυραϊκό χωριό και να μεγαλώσει εκεί το παιδί της, ώστε να γλιτώσει τη ντροπή
απέναντι στους γονείς και τους συγχωριανούς της.
Στη μητέρα του Τουρκόγιαννου θα
παραχωρήσει ένα καλύβι ο πατέρας της Μαργαρίτας, για να μπορέσει να γεννήσει
εκεί το παιδί της. Κατόπι με πολλές δυσκολίες, ξενοδουλεύοντας και
ζητιανεύοντας θα παλέψει να το μεγαλώσει, υπομένοντας τις κατηγορίες και τις
προσβολές των χωριανών, που τη θεωρούσαν κοινή γυναίκα κι έλεγαν πως κοιμάται
μ’ όποιον τύχει για χρήματα.
Μόλις ο Τουρκόγιαννος μεγάλωσε
λίγο κι ήταν σε θέση να εργάζεται στα κτήματα, βγάζοντας τα απαραίτητα χρήματα
για να εξασφαλίζει τη δική του διαβίωση και της μητέρας του, εκείνη ξεψύχησε,
«σα να μην είχε ζήσει παρά για να με ανασταστήσει!», όπως έλεγε για εκείνη ο
Τουρκόγιαννος.
Ο Τουρκόγιαννος που θα εργαστεί
στα κτήματα του πατέρα της Μαργαρίτας, θα την ερωτευτεί βαθιά και θα
προσπαθήσει μάλιστα να τη φιλήσει, μόνο και μόνο για να έρθει αντιμέτωπος με τη
σκληρή άρνηση της κοπέλας. Από ντροπή απέναντι στον πατέρα της, που του είχε
προσφέρει δουλειά και τον είχε βάλει στην οικογένειά του, θα φύγει από το χωριό
με την ελπίδα να βρει αλλού μια κοπέλα ν’ αγαπήσει.
Παρά τις προσπάθειές του όμως,
-θα προσφερθεί να παντρευτεί μια κοπέλα που την είχε ατιμάσει ένας παντρεμένος,
αλλά δε θα του τη δώσουν, καθώς ο παντρεμένος θα τη δώσει στον αδερφό του, με την
προοπτική να μπορεί να τη χαίρεται όποτε θέλει- δε θα μπορέσει ποτέ να ξεχάσει
την αγάπη που είχε για την οικογένεια της Μαργαρίτας και για το χωριό στο οποίο
γεννήθηκε, έτσι θα επιστρέψει σε αυτό και θα θέσει τον εαυτό του στην υπηρεσία
του συζύγου της Μαργαρίτας, του Γιώργη Αράθυμου.
Έχοντας μεγάλο σεβασμό για τον
Αράθυμο κι έχοντας υποψίες για τη σχέση της Μαργαρίτας με τον Πέτρο, θα την
παρακολουθεί στενά, αναγκάζοντάς τη να τον εκδιώξει από το σπίτι.
Η Μαργαρίτα, ήταν μια πολύ όμορφη γυναίκα, που παντρεύτηκε με
συνοικέσιο το Γιώργη Αράθυμο. Παρόλο που δεν τον αγαπούσε, είχε γρήγορα
εκτιμήσει τον καλό του χαρακτήρα κι είχε δουλέψει με προθυμία μαζί του,
φέρνοντας ευπορία στο άλλοτε παρακμασμένο σπιτικό του.
Η ζωή της θα μπορούσε να έχει
κυλήσει με ηρεμία κοντά στον καλόψυχο άντρα της, αλλά η Μαργαρίτα είχε
δελεαστεί από το επίμονο ενδιαφέρον του Πέτρου Πέπονα, του όμορφου γείτονά
τους. Θα ενδώσει έτσι στις πιέσεις του και θα συνάψει μαζί του μια ριψοκίνδυνη
σχέση.
Όσο καιρό η σχέση της με τον Πέτρο
ήταν κρυφή και παράνομη, η Μαργαρίτα ένιωθε πολύ ερωτευμένη μαζί του και
ανυπομονούσε να βρεθεί κοντά του. Από τη στιγμή όμως που θα δολοφονηθεί ο
άντρας της και θα παντρευτεί τον Πέτρο, το αίσθημά της γι’ αυτόν θα ελαττωθεί
αισθητά. Παρά το γεγονός ότι ο Πέτρος ήταν πολύ πιο όμορφος από τον άντρα της,
δεν είχε την ποιότητα του χαρακτήρα που είχε εκείνος, γεγονός που κάνει πολύ
γρήγορα τη Μαργαρίτα να αναπολεί τις στιγμές που ο Γιώργης ζούσε.
Όταν μάλιστα ο Πέτρος της
ομολογήσει πως εκείνος σκότωσε τον άντρα της, η Μαργαρίτα θα αρχίσει να τον
φοβάται και να τον απεχθάνεται.
Ο Πέτρος Πέπονας, που έχει μεγαλώσει δίπλα στην οικογένεια της
Μαργαρίτας, έτρεφε πάντοτε συναισθήματα για την όμορφη κοπέλα∙ συναισθήματα που τράπηκαν σε
ένα φλογερό έρωτα, από τη στιγμή που άρχισε να βοηθά στα κτήματα του Αράθυμου
και τύχαινε να περνά πολλές ώρες κοντά της.
Το πάθος του για τη Μαργαρίτα,
όχι μόνο δε θα κατευναστεί με τη σχέση τους, αλλά θα ενταθεί σε τέτοιο σημείο,
ώστε να σκέφτεται κάθε πιθανό τρόπο για να είναι για πάντα μαζί της.
Η πρώτη του πράξη θα είναι να
ξεφορτωθεί τον Τουρκόγιαννο, που παρακολουθεί διαρκώς τη Μαργαρίτα,
δυσκολεύοντας κατά πολύ τις συναντήσεις του ζευγαριού. Θα βάλει έτσι σε υποψίες
τον Αράθυμο πως ο Τουρκόγιαννος θέλει τη γυναίκα του κι εκείνος εξοργισμένος θα
τον χτυπήσει και θα τον διώξει από το σπίτι του.
Έπειτα θα παραφυλάξει μια νύχτα
τον ερχομό του Αράθυμου, που είχε πάει να πουλήσει τα δύο βόδια της
οικογένειας, και θα τον σκοτώσει, μη έχοντας κι ο ίδιος παραδεχτεί στον εαυτό
του πως ήταν αποφασισμένος να φτάσει στο έγκλημα.
Όταν, μάλιστα, διαπιστώσει πως
κανείς δεν τον υποψιάζεται και πως οι χωροφύλακες έχουν συλλάβει τον
Τουρκόγιαννο για τη δολοφονία του Αράθυμου, θα αισθανθεί ασφαλής. Στη δίκη
άλλωστε του Τουρκόγιαννου θα φροντίσει με τη μαρτυρία του να καταστήσει σαφές
πως ο Τουρκόγιαννος είχε κάθε λόγο να θέλει νεκρό τον Αράθυμο.
Εντούτοις, παρόλο που θα
καταδικαστεί ο Τουρκόγιαννος κι εκείνος θα παντρευτεί την ανυποψίαστη
Μαργαρίτα, δε θα μπορέσει να βαστάξει μέχρι τέλους τις τύψεις του. Θα
ομολογήσει έτσι το έγκλημά του στη Μαργαρίτα.
Αποσπάσματα
Η αγάπη του Πέτρου για τη Μαργαρίτα
«Ω, η Μαργαρίτα! αυτή και μόνη
ήταν όλη η ζωή του, η άπειρη χαρά του, ήταν το σκληρό κι αβάσταχτο βασανιστήριό
του, ήταν εκείνη που τον εχώριζε από τη ζωή, ενώ ήταν τον ίδιο καιρό και η ζωή
του. Και πώς την αγαπούσε! πώς αγαπούσε κάθε της ελάττωμα! πώς αγαπούσε και
τους πόνους που τον έκανε να υποφέρνει! Την έκρινε δύστροπη, φιλόνικη, δειλή,
ήξερε πως το παραμικρό την έκανε κακή, πως κάθε ανησυχία που ημπορούσε να της
δώσει η αγάπη του την όργιζε, πως τον ήθελε υποταγμένο στη θέλησή της,
υπομονητικόν, απαραπόνητον και πως ήθελε να τον βλέπει να υποφέρνει και να
διψάει πάντα αχόρταστη αγάπη. Μα την αγαπούσε!
Η απέχθεια της Μαργαρίτας για τον Πέτρο
«Ενόμισε πως ελιγοθυμούσε στα
χέρια του, κ’ εθύμωσε. Την ετίναξε δυνατά, εκοκκίνισε, την εκοίταξε άγρια κ’
εκείνη άνοιξε τότες λίγο τα μάτια, τον είδε και τον εφοβήθηκε. Τέτοια θα ‘ταν,
εσκέφτηκε, η όψη του όταν εκρατούσε στα χέρια του και τον Αράθυμο και τον
εμαχαίρωνε.
Της είπε βραχνά:
- Τον έβγαλα από τη μέση για να
σ’ έχω όταν θέλω! Είσαι γυναίκα μου!
Τη βαστούσε σφιχτά. Με το κορμί
της έκαμε δειλό κίνημα για να του ξεφύγει, κι άνοιξε πάλε λίγο τα μάτια.
- Τι άντρας θα ‘μουνα, ξανάπε, αν
θα σ’ είχα μονάχα όταν εσύ το θέλης!...
Και την έσπρωξε με δύναμη ως το
κρεβάτι και την ξάπλωσε απάνου. Αυτή εκρύωσε ακόμα περσότερο, τόσο που
ετουρτούριζε, άκουσε να βοΐοζουν τ’ αυτιά της, τα χείλη της εμαράθηκαν, κ’ ενώ
ο άντρας της τής πετούσε βιαστικά τα ρούχα από πάνου της και την έγδυνε, άκουε
να τρέχει παγωμένος στο κορμί της ο ίδρος.
Ήτανε τώρα ο Πέτρος πάνωθέ της.
Ανάστρεψε το κεφάλι κ’ εκρατούσε κλειστά τα μάτια για να μη βλέπει το λαμπρό
του βλέμμα και να μη μυρίζεται την πνοή του∙
η αγάπη του ήτανε μαρτύριο! Κ’ ελιγοθύμησε...»
Ερωτήσεις σχολικού
1. Στο απόσπασμα αντιπαρατίθενται δύο ηθικές στάσεις. Ποιες είναι αυτές
και ποιοι είναι οι εκπρόσωποι;
Η μία βασική ηθική στάση που
διαφαίνεται στο απόσπασμα είναι αυτή του Τουρκόγιαννου, ο οποίος πιστεύει πως
στη ζωή οι άνθρωποι θα πρέπει να κινούνται πάντοτε με γνώμονα την καλοσύνη και
το δίκαιο. Ο ίδιος υπομένει καρτερικά τις δυσκολίες της ζωής του, χωρίς ποτέ να
βλάπτει τους άλλους και χωρίς ποτέ να αδικεί κάποιον άλλο προκειμένου να
κερδίσει κάτι εκείνος.
Η σκέψη του είναι πως οι άνθρωποι
ακόμη κι αν υποπέσουν σε κάποιο σφάλμα, μπορούν να κερδίσουν την ψυχική τους
γαλήνη, αν μετανιώσουν ειλικρινά για την πράξη τους, διαφορετικά θα
βασανίζονται μέχρι και την τελευταία στιγμή από τις τύψεις τους. Με αυτή τη
σκέψη, άλλωστε, συμβουλεύει και καθοδηγεί και τους άλλους κρατούμενους να
αποβλέπουν πάντοτε μόνο στο καλό και συνάμα μέσω της ειλικρινούς μεταμέλειας να
γλιτώσουν από τις ενοχές τους.
Στον αντίποδα της ηθικής στάσης
του Τουρκόγιαννου βρίσκεται η στάση του Πέτρου Πέπονα, ο οποίος θεωρεί πως στη
ζωή πρέπει να παίρνουμε τον έλεγχο της κατάστασης και με κάθε τρόπο να
επιδιώκουμε ό,τι είναι καλύτερο για εμάς, έστω κι αν αυτό σημαίνει πως θα
πρέπει να αδικήσουμε και να πληγώσουμε άλλους ανθρώπους. Για τον Πέπονα το μόνο
που έχει σημασία είναι στο τέλος να αποκτά ο καθένας εκείνο που θέλει, έστω και
με ανήθικα μέσα, έστω κι αν χρειαστεί να φτάσει στο έγκλημα.
Η δική του θεώρηση των πραγμάτων
προσηλώνεται στο τελικό αποτέλεσμα, χωρίς όμως να λαμβάνει υπόψη τις επιπτώσεις
που θα έχει στην ψυχή του η τέλεση ενός εγκλήματος. Μοιάζει να μην υπολογίζει
τις συνεπακόλουθες τύψεις, έστω κι αν ήδη βασανίζεται από αυτές.
2. Ποια από τις προηγούμενες στάσεις επικρατεί τελικά και με ποιο
τρόπο;
Η αυτοθυσία του Τουρκόγιαννου που
δε θέλει να φέρει νέα αναστάτωση στη Μαργαρίτα -καθώς πιστεύει πως εκείνη δε
γνωρίζει ποιος πραγματικά είναι ο φονιάς του άντρα της- και η απόφασή του να
χρεωθεί ο ίδιος οριστικά το φόνο του Αράθυμου, θέτει ένα υψηλό παράδειγμα ανιδιοτελούς
αγάπης.
Ο Τουρκόγιαννος βάζει την ευτυχία
της Μαργαρίτας, της γυναίκας που αγαπά, πάνω από τη δική του κι έτσι θυσιάζει
τον εαυτό του, προκειμένου εκείνη να παραμείνει ευτυχισμένη. Η πράξη αυτή
αναδεικνύει την αγνότητα και την αλήθεια της αγάπης του για τη Μαργαρίτα,
φέρνοντάς τον σε πλήρη αντίθεση με τον εγωιστικό και κτητικό Πέτρο, που
σκέφτεται μόνο τις δικές του επιθυμίες.
Εκείνο που δε γνωρίζει ο
Τουρκόγιαννος είναι πως στην πραγματικότητα η Μαργαρίτα είναι δυστυχισμένη και
πως ο Πέτρος ενώ ξέρει πόσο βασανίζεται η Μαργαρίτα μένοντας κοντά του επιμένει
να την κρατά δέσμια σ’ ένα γάμο που βασίστηκε στην εξαπάτηση.
Πάντως, η ηθική στάση του
Τουρκόγιαννου βρίσκει την εφαρμογή της και στον ίδιο τον Πέτρο, ο οποίος παρά
τη σκληρότητα με την οποία επιδίωξε τη Μαργαρίτα, δεν κατορθώνει ν’ αντέξει τις
ενοχές του και μετανιώνει για την πράξη του. Όπως παραδέχεται, άλλωστε, από τη
στιγμή που σκότωσε τον Αράθυμο δεν γνώρισε ούτε μια γλυκιά στιγμή, αφού βλέπει
παντού μπροστά του τον ίσκιο του νεκρού να του ζητά να τον σκοτώσει και δεύτερη
φορά, μιας και παντρεύτηκε τη γυναίκα του.
3. Τι σημαίνει η φράση του επιζωήτη «μεγάλος δε βαστάχτηκες ως το
τέλος»;
Ο Πέτρος ενώ έχει ήδη κατορθώσει
να παντρευτεί τη Μαργαρίτα, να κερδίσει το σεβασμό του κόσμου και το κυριότερο
να μη κινήσει καμία υποψία για το φόνο του Αράθυμου, κάτι που θα του επέτρεπε
να φτιάξει τη ζωή του, όπως την ονειρευότανε πάντα, λυγίζει υπό το βάρος των
ενοχών του.
Έτσι, αν κι έχει εφαρμόσει μέχρι
εκείνη τη στιγμή τα σκληρά κηρύγματά του σχετικά με τη δύναμη που πρέπει να
δείχνει ο άνθρωπος που θέλει να είναι αληθινά ευτυχισμένος, τελικά δεν
κατορθώνει να μείνει δυνατός μέχρι τέλους. Ομολογεί το έγκλημά του κι είναι
έτοιμος να πληρώσει για ό,τι έκανε, χάνοντας ουσιαστικά διαμιάς όλα εκείνα για
τα οποία αδίκησε τόσους ανθρώπους.
Η παρατήρηση, επομένως, του
ισοβίτη υποδεικνύει πως ο Πέτρος δεν είχε την απαιτούμενη δύναμη, ώστε ν’
αντέξει τις ενοχές και να χαρεί αυτά που απέκτησε σκοτώνοντας τον Αράθυμο.
4. Ποιες ψυχικές μεταπτώσεις του Πέπονα παρακολουθούμε στην εξέλιξη του
αποσπάσματος;
Η πρώτη ένδειξη για την αρχικά
θετική διάθεση του Πέτρου είναι η συμπόνια που δείχνει στους κρατούμενους, όταν
για να τους δώσει ελπίδα του διαβεβαιώνει ψευδώς πως είναι αλήθεια όσα έχουν
ακούσει για την αλλαγή της κυβέρνησης και για τις επικείμενες χάρες σε πολλούς
φυλακισμένους.
Έπειτα απαντά με προθυμία στις
ερωτήσεις τους σχετικά με τη δική του ποινή και δηλώνει ευχαριστημένος, καθώς
το χωριό του θα τον υποδεχτεί με αγάπη, αφού εμπόδισε τον κλητήρα που
επιχείρησε να κατασχέσει την περιουσία ενός συγχωριανού του.
Η διάθεσή του όμως θ’ αλλάξει
μόλις ακούσει τη φωνή του Τουρκόγιαννου καθώς οι τύψεις του για το φονικό θ’
αρχίσουν να τον κυριεύουν. Μόλις, πάντως, πληροφορηθεί από τους άλλους κρατούμενους
ότι πράγματι αυτός είναι ο Τουρκόγιαννος θα επανακτήσει την αυτοσυγκράτησή του
και θα επιχειρήσει να αντικρούσει τις απόψεις του Τουρκόγιαννου σχετικά με την
αξία της καλοσύνης και της μεταμέλειας.
Υποστηρίζει έτσι με δυναμισμό την
άποψή του πως ο άνθρωπος πρέπει να μετέρχεται οποιουδήποτε μέσου για ν’
αποκτήσει αυτό που θέλει∙
σε μια προσπάθεια ίσως να καθησυχάσει τον ίδιο του τον εαυτό πως το έγκλημά του
ήταν δικαιολογημένο.
Εντούτοις, καθώς οι άλλοι
κρατούμενοι θα τον ρωτούν επίμονα αν ο Τουρκόγιαννος είναι πράγματι ο φονιάς
του Αράθυμου, ο Πέτρος θα καταληφθεί εκ νέου από τις ενοχές του.
Μάλιστα αντί να απαντήσει σχετικά
με την αθωότητα ή όχι του Τουρκόγιαννου, θα αναφερθεί στο γεγονός ότι ο
Τουρκόγιαννος ήταν εμπόδιο ανάμεσα σ’ αυτόν και τη Μαργαρίτα, καθώς και στη
μαρτυρία του στη δίκη που είχε ως στόχο να τον στείλει στην κρεμάλα.
Η ψυχική κατάσταση του Πέτρου θα
κλονιστεί ακόμη περισσότερο όταν θα αρχίσει να μιλά με τον Τουρκόγιαννο, ο
οποίος θα τον κατηγορήσει για τη στάση που κράτησε απέναντί του. Μόλις άλλωστε
ο Τουρκόγιαννος ακούσει πως ο Πέτρος έχει πια παντρευτεί τη Μαργαρίτα, θα τον
ρωτήσει με δέος πως μπόρεσε να κάνει κάτι τέτοιο, αφήνοντας έτσι την υπόνοια για
το έγκλημά του.
Μπροστά στον ταραγμένο
Τουρκόγιαννο και στις επίμονες ερωτήσεις των κρατούμενων, που είχαν αρχίσει να
υποψιάζονται την αλήθεια, ο Πέτρος θα αισθανθεί έντονη αναστάτωση και δε θα
μπορεί πια να συγκρατήσει τον εαυτό του. Θα ξεσπάσει σε κλάματα, θα σωριαστεί
κάτω και θα παραδεχτεί πως εκείνος ήταν ο φονιάς του Αράθυμου.
Ο Πέτρος αφήνεται στη δύναμη
εκείνη που τον οδηγούσε στην πλήρη καταστροφή του και συγκρατείται μόνο με τη
μεγαλόψυχη κίνηση του Τουρκόγιαννου, που δε θέλησε να τον αφήσει να πάρει την
ευθύνη του εγκλήματος, για να μη τεθεί έτσι σε κίνδυνο η ευτυχία της
Μαργαρίτας.
5. Ποιες γνωστές σας ηθικές θεωρίες απηχούν τα λόγια και η συμπεριφορά
του Τουρκόγιαννου;
Μέσα από τα λόγια και τη
συμπεριφορά του Τουρκόγιαννου, αναδεικνύονται: η αξία του αγαθού και δίκαιου
βίου, η δύναμη της μεταμέλειας, η αυτοθυσία για χάρη ενός άλλου ανθρώπου κι
απουσία του ψυχοφθόρου εγωισμού.
Οι θετικές αυτές αρετές
εντοπίζονται βέβαια στα διδάγματα του χριστιανισμού, αλλά και εν γένει στις
περισσότερες γνωστές θρησκείες, καθώς κυρίαρχη επιδίωξη κάθε θρησκείας είναι να
εμπνεύσει στους πιστούς της πρότυπα μιας ιδανικής ζωής, όπου θα πρυτανεύουν η
αγάπη και η δικαιοσύνη.
Συνάμα θα πρέπει να έχουμε υπόψη
μας πως ακόμη και στη φιλοσοφική σκέψη των αρχαίων Ελλήνων, αλλά και
μεταγενέστερων φιλοσόφων, δηλώνεται με σαφήνεια πως μόνο μέσω της δικαιοσύνης,
της καλοσύνης και του έμπρακτου ενδιαφέροντος για τους συνανθρώπους του, μπορεί
να ευτυχήσει ο άνθρωπος σε ατομικό επίπεδο και παράλληλα να εξελιχθεί ομαλά η
συνύπαρξη των πολιτών στο πλαίσιο μιας οργανωμένης κοινωνίας.
6. Ο Θεοτόκης είναι ρεαλιστής πεζογράφος. Μπορείτε να βρείτε γνωρίσματα
που επαληθεύουν το χαρακτηρισμό; Να προσέξετε ιδιαίτερα την αφήγηση και την
περιγραφή.
Θυμίζουμε τα βασικά
χαρακτηριστικά του ρεαλισμού, όπως αυτά καταγράφονται στην εισαγωγή για τη Νέα
Αθηναϊκή Σχολή:
α) δείχνει μια τάση προς την
αντικειμενικότητα
β) αφήνει τα γεγονότα να μιλήσουν
μόνα τους
γ) παρουσιάζει κοινές εμπειρίες
και
δ) επιλέγει κοινά θέματα.
Ένα άλλο κοινό γνώρισμα του
ρεαλισμού είναι ότι τηρεί κριτική στάση απέναντι στην κοινωνία. Η κριτική του
στάση διαμορφώνεται από τις μεταβαλλόμενες συνθήκες της ζωής. Ο ρεαλιστής
μυθιστοριογράφος ενδιαφέρεται λιγότερο για τα ηρωικά κατορθώματα και τις
περιπέτειες και περισσότερο για τις καθημερινές πράξεις και τα καθημερινά
επεισόδια. Αντιμετωπίζει κριτικά τις συμβατικές αξίες και τοποθετεί τους ήρωές
του στα θύματα της κοινωνίας.
Το γεγονός ότι ο Θεοτόκης είναι
ρεαλιστής πεζογράφος καθίσταται εύκολα εμφανές από την αντικειμενικότητα με την
οποία παρουσιάζει τα γεγονότα της ιστορίας που αφηγείται. Ο συγγραφέας
χρησιμοποιεί έναν παντογνώστη αφηγητή, με μηδενική εστίαση, που αφηγείται τα
γεγονότα εντελώς αποστασιοποιημένος από αυτά. Παρατηρούμε, δηλαδή, πως ο
αφηγητής δε σχολιάζει τα δρώμενα, δε διατυπώνει προσωπικές σκέψεις και δεν
επιχειρεί να καθοδηγήσει τον αναγνώστη προς μια ορισμένη άποψη.
Ο συγγραφέας αφήνει τα γεγονότα
της ιστορίας να μιλήσουν μόνα τους, να δημιουργήσουν εντυπώσεις και να
συγκινήσουν τον αναγνώστη, χωρίς να χρειάζεται η δική του παρέμβαση με
επεξηγήσεις ή με μελοδραματικές περιγραφές. Ενώ θα μπορούσε, δηλαδή, ο αφηγητής
να επηρεάσει τον αναγνώστη του έργου με συγκινητικές περιγραφές που θα φόρτιζαν
συναισθηματικά το κείμενο, παρατηρούμε πως επιλέγει λιτές περιγραφές που
ακολουθούν ομαλά την κορύφωση της ιστορίας.
Συνάμα, ο συγγραφέας επιλέγει να
μιλήσει για μια ιστορία απλών καθημερινών ανθρώπων του νησιού του, κι όχι για
τα κατορθώματα κάποιου ήρωα που ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα. Επίσης, το θέμα
του, αν και ξαφνιάζει ίσως, δεν αποτελεί κάτι το ασυνήθιστο για τον βίο των
ανθρώπων του νησιού, όπου συχνά ξέσπαγαν αντιζηλίες για χάρη μιας όμορφης
γυναίκας.
1 σχόλια:
πολυ ωραια!!!!
Δημοσίευση σχολίου