Evgeni Dinev
Ερωτήσεις ΚΕΕ
Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης «Όνειρο στο κύμα»
Η χριστιανική
πίστη, η φυσιολατρία και η ρεαλιστική απεικόνιση της ζωής των απλών και
ταπεινών ανθρώπων της ελληνικής υπαίθρου θεωρούνται βασικά γνωρίσματα του έργου
του Παπαδιαμάντη. Μπορείτε να τα επισημάνετε στο συγκεκριμένο διήγημα;
Ο Αλέξανδρος Παπαδιαμάντης υπήρξε
πάντοτε αφοσιωμένος στη χριστιανική πίστη, κάτι που οφείλεται τόσο στο γεγονός
ότι ο πατέρας του ήταν ιερέας, όσο και στο γεγονός ότι ξεκίνησε την εκπαίδευσή
του στην Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού στη Σκιάθο. Ο συγγραφέας μάλιστα στην
ενήλικη ζωή του συνήθιζε να ψέλνει στον Ιερό Ναό του Αγίου Ελισαίου στο
Μοναστηράκι κι επιπλέον είχε περάσει και οκτώ μήνες στο Άγιο Όρος ως δόκιμος
μοναχός. Η βαθιά πίστη του Παπαδιαμάντη και η αγάπη του για το χριστιανισμό
είναι πάντοτε παρούσα στα κείμενά του, τα οποία εμπλουτίζονται με αναφορές στα
ιερά κείμενα αλλά και με συχνές εκφράσεις λατρείας για την παντοδυναμία του
Θεού.
Στο διήγημα Όνειρο στο κύμα οι
αναφορές στο χριστιανισμό είναι συχνές και αποτελούν σαφή έκφραση της διαρκής
επαφής του συγγραφέα με τη θρησκεία και το λόγο του Θεού. Η αναφορά στον πατέρα
Σισώη που βρίσκεται στην αρχή κιόλας του διηγήματος δείχνει την επαφή που έχει
ο ήρωας με το χριστιανισμό αλλά και τις γνώσεις του Παπαδιαμάντη σχετικά με
τους κανόνες του ιερατικού βίου: «…εφόρεσε και πάλιν τα ράσα, ως απλούς μοναχός
την φοράν ταύτην, κωλυόμενος να ιερατεύη κ᾿ εγκατεβίωσεν εν μετανοία, εις το
Κοινόβιον του Ευαγγελισμού.»
Η επαφή του νεαρού ήρωα με την
Ιερά Μονή του Ευαγγελισμού, για λογαριασμό της οποίας εργάζεται ως βοσκός,
αντικατοπτρίζει την επαφή του ίδιου του συγγραφέα με τη Μονή στην οποία έμαθε
τα πρώτα του γράμματα.
Ο Παπαδιαμάντης αποδίδει όχι μόνο
στο νεαρό ήρωα μια ιδιαίτερη σχέση με την εκκλησία και το χριστιανισμό, αλλά
και στους υπόλοιπους κατοίκους του νησιού, όπως ο γεωργός που οργώνει το χωράφι
του και προσεύχεται: «έκαμνε
τρις το σημείον του σταυρού, κ’ έλεγεν: “Εις το όνομα του Πατρός και του Υιού
και του Αγίου Πνεύματος, σπέρνω αυτό το χωράφι, για να φάνε όλ’ οι ξένοι κ’ οι
διαβάτες, και τα πετεινά τ’ ουρανού, και να πάρω κ’ εγώ τον κόπο μου!»
Καθώς ο Παπαδιαμάντης μας
παρουσιάζει τη ζωή του νεαρού βοσκού, αναφέρεται και σε εκκλησιαστικά κείμενα,
τα οποία μελετούσε πάντοτε με προσοχή και ευλάβεια: «Εγώ, χωρίς ποτέ να οργώσω ή να
σπείρω, το εθέριζα εν μέρει. Εμιμούμην τους πεινασμένους μαθητάς του Σωτήρος,
κ’ έβαλλα εις εφαρμογήν τας διατάξεις του Δευτερονομίου χωρίς να τας γνωρίζω.»
Η επαφή του νεαρού βοσκού -και
παράλληλα του ίδιου του συγγραφέα- με τη χριστιανική πίστη διαφαίνεται κι από
το γεγονός ότι ακόμη και τη στιγμή του προβληματισμού του σχετικά με το πώς θα
φύγει από την ακρογιαλιά όπου κολυμπούσε η Μοσχούλα, χωρίς να τον αντιληφθεί η
κοπέλα, φέρνει στο νου του τα διδάγματα του πατέρα Σισώη: «Κ’ ενθυμήθην τότε τον Σισώην,
και τον πνευματικόν του μοναστηρίου, τον παπα-Γρηγόριον, οίτινες πολλάκις με
είχον συμβουλεύσει να φεύγω, πάντοτε, τον γυναικείον πειρασμόν!»
Η διδασκαλία των ιερωμένων σχετικά με τη στάση που όφειλε να κρατά ο νεαρός
απέναντι στις γυναίκες επηρεάζει σε μεγάλο βαθμό τον τρόπο που σκέφτεται και
τον ωθεί να διαμορφώσει υπό μία έννοια μια αρνητική στάση απέναντι τους. «Η Μοσχούλα έζησε, δεν απέθανε.
Σπανίως την είδα έκτοτε, και δεν ηξεύρω τί γίνεται τώρα, οπότε είναι απλή
θυγάτηρ της Εύας, όπως όλαι.»
Με βάση τον τρόπο που κατανόησε
και ερμήνευσε ο νεαρός βοσκός τα διδάγματα που έλαβε κατά τη θρησκευτική του
αγωγή, αντιλαμβάνεται την επαφή με τις γυναίκες ως κάτι που τον απομακρύνει από
την πλήρη αφοσίωσή του στην αγάπη του Θεού: «Τάχα η μοναδική εκείνη περίστασις, η ονειρώδης εκείνη
ανάμνησις της λουομένης κόρης, μ’ έκαμε να μη γίνω κληρικός; Φευ! ακριβώς η
ανάμνησις εκείνη έπρεπε να με κάμη να γίνω μοναχός.»
Ο Παπαδιαμάντης πέρα από την
ιδιαίτερη επαφή που είχε με το χριστιανισμό, αγαπούσε πάρα πολύ το νησί του, τη
Σκιάθο, και θεωρούσε ότι η ιδανική ζωή βρίσκεται μακριά από τις πόλεις και
κοντά στη φύση. Τις απόψεις αυτές του συγγραφέα τις βλέπουμε να εκφράζονται και
από τον ήρωα του διηγήματος, ο οποίος δυσανασχετεί με τη ζωή του στην Αθήνα κι
εύχεται να μπορούσε να γυρίσει στο νησί του και στα βουνά όπου ένιωθε πάντοτε
ελεύθερος και απόλυτα ευτυχισμένος. Το Όνειρο στο κύμα αποτελεί έναν ύμνο της
απλής και σε στενή επαφή με τη φύση ζωής, με άφθονες περιγραφές της όμορφης
Σκιάθου αλλά και με την επιθυμία του ήρωα να επιστρέψει στο νησί του να
διατρέχει όλο το κείμενο. Ο ήρωας, όντας ένας δυστυχισμένος ενήλικας στην
Αθήνα, επιστρέφει στο παρελθόν του και αναλογίζεται πόσο ευτυχισμένος ήταν όταν
ζούσε ως βοσκός στο νησί του: «…έβοσκα τας αίγας της Μονής του Ευαγγελισμού εις τα όρη τα
παραθαλάσσια, τ’ ανερχόμενα αποτόμως δια κρημνώδους ακτής, ύπερθεν του κράτους
του Βορρά και του πελάγους. Όλον το κατάμερον εκείνο, το καλούμενον Ξάρμενο,
από τα πλοία τα οποία κατέπλεον ξάρμενα ή ξυλάρμενα, εξωθούμενα από τας
τρικυμίας, ήτον ιδικόν μου.»
Υπό το πνεύμα αυτής της αγάπης
του ήρωα για το νησί του, ο συγγραφέας βρίσκει την ευκαιρία να αναδείξει την
ομορφιά της Σκιάθου με ονειρικές περιγραφές: «…Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις
τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς
κολπίσκους και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις
προβλήτας και αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους
ελιγμούς και δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με
άτακτους φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις
το λίκνον του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός
που το έψαυσε…», «Δεξιά από τον μέγαν κυρτόν βράχον μου, εσχηματίζετο μικρόν
άντρον θαλάσσιον, στρωμένον με άσπρα κρυσταλλοειδή κοχύλια και λαμπρά
ποικιλόχρωμα χαλίκια, που εφαίνετο πως το είχον ευτρεπίσει και στολίσει αι
νύμφαι των θαλασσων».
Ιδιαίτερη είναι, μάλιστα, η
φροντίδα του συγγραφέα να δείξει πόσο ευτυχισμένοι είναι οι ήρωες του
διηγήματος κάθε φορά που έρχονται σε επαφή με τη φύση και πόσο απολαμβάνουν την
απλή μα ουσιαστική ζωή κοντά στη φύση: «Ησθανόμην γλύκαν, μαγείαν άφατον, εφανταζόμην τον εαυτόν
μου ως να ήμην έν με το κύμα, ως να μετείχαν της φύσεως αυτού, της υγράς και
αλμυράς και δροσώδους. Δεν θα μου έκανε ποτέ καρδιά να έβγω από την θάλασσαν,
δεν θα εχόρταινα ποτέ το κολύμβημα, αν δεν είχα την έννοιαν του κοπαδιού μου.»,
«Την ανεγνώρισα πάραυτα
εις το φως της σελήνης το μελιχρόν, το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του
γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε
βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από
τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν
αναδύσει· έβλεπε κατά τύχην προς το μέρος όπου ήμην εγώ, κ’ εκινείτο εδώ κ’
εκεί προσπαίζουσα και πλέουσα.»
Ο Παπαδιαμάντης στο Όνειρο στο
κύμα, θέλοντας να υμνήσει την ομορφιά της απλής ζωής έχει επιλέξει για ήρωά του
ένα νεαρό βοσκό και φροντίζει να μας παρουσιάσει πόση ευτυχία μπορεί να κρύβει
η ζωή ενός απλού ανθρώπου. Μέσα από την αντίθεση που παρουσιάζει το παρόν με το
παρελθόν της ζωής του ήρωα, ο Παπαδιαμάντης κατορθώνει να αναδείξει με έμφαση
την υπεροχή της ζωής κοντά στη φύση, από τη γεμάτη ευθύνες και υποχρεώσεις ζωή
στη μεγαλούπολη. Το παρόν του ήρωα είναι γεμάτο δυστυχία, έστω κι αν κατόρθωσε
να σπουδάσει και να γίνει δικηγόρος: «Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα. Σήμερον εξακολουθώ
να εργάζωμαι ως βοηθός ακόμη εις το γραφείον επιφανούς τινος δικηγόρου και
πολιτευτού εν Αθήναις, τον οποίον μισώ», ενώ το παρελθόν του,
παρά το γεγονός ότι τότε δεν είχε καμία μόρφωση, ήταν γεμάτο ευτυχία και
ελευθερία: «Ήμην πτωχόν
βοσκόπουλον εις τα όρη. Δεκαοκτώ ετών, και δεν ήξευρα ακόμη άλφα. Χωρίς να το
ηξεύρω, ήμην ευτυχής.».
Ο Παπαδιαμάντης ακολουθώντας το
νεαρό βοσκό στις καθημερινές του δραστηριότητες βρίσκει την ευκαιρία να μας
δώσει στοιχεία για το πώς ζούσαν οι άνθρωποι του νησιού. Ο νεαρός βόσκει τα
κοπάδια της Μονής κι έχει την άνεση να κυκλοφορεί στα βουνά και τα χωράφια του
νησιού, παίρνοντας από αυτά ό,τι θέλει: «Όλα εκείνα ήσαν ιδικά μου. Οι λόγοι, αι φάραγγες, αι
κοιλάδες, όλος ο αιγιαλός, και τα βουνά. Το χωράφι ήτον του γεωργού μόνον εις
τας ημέρας που ήρχετο να οργώση ή να σπείρη». Την ίδια βέβαια
τακτική ακολουθούσαν και διάφοροι άλλοι εργαζόμενοι του νησιού, μιας και δεν
είχαν χρήματα για να αγοράζουν ό,τι χρειάζονταν τα έκλεβαν από τα γύρω χωράφια,
όπως και ο μικρός βοσκός: «Μόνους αντιζήλους εις την νομήν και την κάρπωσιν ταύτην είχα τους
μισθωτούς της δημαρχίας, τους αγροφύλακας, οι οποιοι επί τη προφάσει, ότι
εφύλαγαν τα περιβόλια του κόσμου, εννοούσαν να εκλέγουν αυτοί τας καλυτέρας
οπώρας. Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν το καλόν μου».
Ο νεαρός βέβαια δε ζούσε μόνο με
ό,τι μπορούσε να πάρει από τα διάφορα χωράφια, έπαιρνε κι ένα μικρό μισθό από
τη Μονή για την οποία εργαζόταν: «Ήμην “παραγυιός”, αντί μισθού πέντε δραχμών τον μήνα, τας
οποίας ακολούθως μου ηύξησαν εις εξ. Σιμά εις τον μισθόν τούτον, το Μοναστήρι
μου έδιδε και φασκιές διά τσαρούχια, και άφθονα μαύρα ψωμία ή πίττες, καθώς τα
ωνόμαζαν οι καλόγηροι.» Τόσο ο ήρωας του διηγήματος, όσο και οι
περισσότεροι άνθρωποι της υπαίθρου, δεν είχαν πολλά χρήματα αλλά αυτό δε μείωνε
καθόλου την ευτυχία που απολάμβαναν ζώντας σε στενή επαφή με την υπέροχη φύση
του νησιού.
Ο Αλέξανδρος
Παπαδιαμάντης υπήρξε «θαυμάσιος ζωγράφος της ελληνικής φύσης ... προικισμένος
με ιδιότυπη ποιητική και λυρική διάθεση». Ποια χωρία του διηγήματος «Όνειρο στο
κύμα» πιστεύετε ότι επαληθεύουν την παραπάνω άποψη;
Η ιδιαίτερη αγάπη του
Παπαδιαμάντη για την ελληνική ύπαιθρο σε συνδυασμό με την περιγραφική του
ικανότητα, ωθούν αρκετά συχνά το λόγο του σ’ ένα ποιητικό επίπεδο, που του
επιτρέπει να δημιουργεί ονειρικές εικόνες της φύσης. Ο συγγραφέας αποθεώνει την
ομορφιά του νησιού του και παράλληλα εξιδανικεύει την αίσθηση της επαφής των
ανθρώπων με το φυσικό τους περιβάλλον. Τα πρόσωπα, στο Όνειρο στο κύμα, βιώνουν
την ευτυχία χάρη στη δυνατότητα που έχουν να απολαμβάνουν τις απροσμέτρητες
ομορφιές που έχει να τους προσφέρει η φύση του νησιού. Η επαφή με τη θάλασσα,
αλλά και η αίσθηση ελευθερίας που προσφέρει η άγρια ομορφιά των ορεινών
περιοχών του νησιού, αποδίδονται από το συγγραφέα ως βιώματα που μόνο σ’ έναν
επίγειο παράδεισο θα μπορούσαν να είναι προσιτά. Η πρόθεσή του άλλωστε είναι να
φέρει σε αντίθεση τη ζωή στην πόλη με τη ζωή στο νησί, υποδεικνύοντας τη σαφή
υπεροχή της ευτυχισμένης διαβίωσης που μπορεί να προσφέρει ένα περιβάλλον τόσο
ιδανικό όσο είναι αυτό της Σκιάθου.
«Η πετρώδης, απότομος ακτή μου, η Πλατάνα, ο Μέγας Γιαλός,
το Κλήμα, έβλεπε προς τον Καικίαν, και ήτον αναπεπταμένη προς τον Βορράν.
Εφαινόμην κ’ εγώ ως να είχα μεγάλην συγγένειαν με τους δύο τούτους ανέμους, οι
οποίοι ανέμιζαν τα μαλλιά μου, και τα έκαμναν να είναι σγουρά όπως οι θάμνοι κ’
αι αγριελαίαι, τας οποίας εκύρτωναν με το ακούραστον φύσημα των, με το αιώνιον
της πνοής των φραγγέλιον.» Το φυσικό περιβάλλον προσεγγίζεται από
το συγγραφέα σε συνάρτηση με τον ήρωα της ιστορίας, αφήνοντας έτσι να διαφανεί
η στενή επαφή που υπάρχει ανάμεσα στο νεαρό και το χώρο στον οποίο κινείται κι
αισθάνεται σαν να είναι αναπόσπαστο κομμάτι του. Θα πρέπει, επίσης, να τονιστεί
ότι ο συγγραφέας δίνει με λεπτομέρεια τα ονόματα των περιοχών στις οποίες
κινείται ο ήρωάς του, καθώς θέλει να καταστήσει σαφές ότι ο εξιδανικευμένος
αυτός τόπος στον οποίο διαδραματίζεται η ιστορία που μας αφηγείται είναι η
Σκιάθος.
«Μίαν εσπέραν, καθώς είχα κατεβάσει τα γίδια μου κάτω εις
τον αιγιαλόν, ανάμεσα εις τους βράχους, όπου εσχημάτιζε χιλίους γλαφυρούς κολπίσκους
και αγκαλίτσες το κύμα, όπου αλλού εκυρτώνοντο οι βράχοι εις προβλήτας και
αλλού εκοιλαίνοντο εις σπήλαια· και ανάμεσα εις τους τόσους ελιγμούς και
δαιδάλους του νερού, το οποίον εισεχώρει μορμυρίζον, χορεύον με άτακτους
φλοίσβους και αφρούς, όμοιον με το βρέφος το ψελλίζον, που αναπηδά εις το
λίκνόν του και λαχταρεί να σηκωθή και να χορεύση εις την χείρα της μητρός που
το έψαυσε — καθώς είχα κατεβάσει, λέγω, τα γίδια μου διά ν' “αρμυρίσουν” εις
την θάλασσαν, όπως συχνά εσυνήθιζα, είδα την ακρογιαλιάν που ήτον μεγάλη χαρά
και μαγεία, και την “ελιμπίστηκα”, κ’ ελαχτάρησα να πέσω να κολυμβήσω. Ήτον τον
Αύγουστον μήνα.» Η επαφή του νερού με τις βραχώδεις ακτές
παρουσιάζεται από το συγγραφέα ως ένα αέναο παιχνίδισμα που ενθουσιάζει το
νεαρό ήρωα και του δημιουργεί την επιθυμία να αισθανθεί κι αυτός την
απολαυστική επαφή με τη θάλασσα.
«Την ανεγνώρισα πάραυτα εις το φως της σελήνης το μελιχρόν,
το περιαργυρούν όλην την άπειρον οθόνην του γαληνιώντος πελάγους, και κάμνον να
χορεύουν φωσφορίζοντα τα κύματα. Είχε βυθισθή άπαξ καθώς ερρίφθη εις την
θάλασσαν, είχε βρέξει την κόμην της, από τους βοστρύχους της οποίας ως ποταμός
από μαργαρίτας έρρεε το νερόν, και είχεν αναδύσει» Η ομορφιά της
φύσης αποκτά για το συγγραφέα ακόμη μεγαλύτερη αξία όταν συνδυάζεται με την
ευχαρίστηση που μπορεί να προσφέρει στους νεαρούς ήρωες της ιστορίας του. Η
λουσμένη στο φως του φεγγαριού θάλασσα, γίνεται ακόμη πιο ελκυστική όταν στα
νερά της κολυμπά η Μοσχούλα, καθώς το νερό συμμετέχει στην ενίσχυση της
ομορφιάς της κοπέλας και δημιουργεί ακόμη πιο έντονα συναισθήματα επιθυμίας
στον ήρωα που παρακολουθεί μαγεμένος το θέαμα.
«Ήτον απόλαυσις, όνειρον, θαύμα. Είχεν απομακρυνθή ως πέντε
οργυιάς από το άντρον, και έπλεε, κ’ έβλεπε τώρα προς ανατολάς, στρέφουσα τα
νώτα προς το μέρος μου. Έβλεπα την αμαυράν και όμως χρυσίζουσαν αμυδρώς κόμην
της, τον τράχηλόν της τον εύγραμμον, τας λεύκας ως γάλα ωμοπλάτας, τους
βραχίονας τους τορνευτούς, όλα συγχεόμενα, μελιχρά και ονειρώδη εις το φέγγος
της σελήνης. Διέβλεπα την οσφύν της την ευλύγιστον, τα ισχία της, τας κνήμας,
τους πόδας της, μεταξύ σκιάς και φωτός, βαπτιζόμενα εις το κύμα. Εμάντευα το
στέρνον της, τους κόλπους της, γλαφυρούς, προέχοντας, δεχομένους όλας της αύρας
τας ριπάς και της θαλάσσης το θείον άρωμα. Ήτο πνοή, ίνδαλμα αφάνταστον,
όνειρον επιπλέον εις το κύμα· ήτον νηρηίς, σειρήν, πλέουσα, ως πλέει ναυς
μαγική, η ναυς των ονείρων...» Ο ήρωας παραδίδεται στο υπέροχο
θέαμα της νεαρής κοπέλας και αφήνει τη φαντασία του να συμπληρώσει όσα η
θάλασσα του αποκρύπτει.
Πώς
χαρακτηρίζεται το είδος της συγκεκριμένης αφήγησης με βάση την οπτική γωνία από
την οποία παρουσιάζονται τα γεγονότα;
«Ήμην πτωχόν βοσκόπουλον εις τα όρη.» Από την
αρχή κιόλας του διηγήματος είναι εμφανές ότι η αφήγηση γίνεται σε πρώτο
πρόσωπο, καθώς ο αφηγητής μας διηγείται την ιστορία του. Επομένως, έχουμε
πρωτοπρόσωπη αφήγηση, από έναν ομοδιηγητικό αφηγητή, υπό την έννοια ότι ο
αφηγητής μας παρουσιάζει τη δική του ιστορία.
Η αφήγηση γίνεται με εσωτερική
εστίαση, δηλαδή ο αφηγητής γνωρίζει όσα γνωρίζουν και τα υπόλοιπα πρόσωπα και
δεν είναι παντογνώστης. Η εσωτερική εστίαση στο Όνειρο στο Κύμα, παραμένει
σταθερή ακόμη κι όταν εισερχόμαστε στην αναδρομική αφήγηση της ιστορίας. Ενώ,
δηλαδή, ο ενήλικας-αφηγητής μας παρουσιάζει τις εφηβικές εμπειρίες του,
διατηρείται η ψευδαίσθηση της εσωτερικής εστίασης ώστε να μπορέσει να
συντηρηθεί η αγωνία και η ένταση του διλήμματος, όταν η ιστορία φτάνει στο
κρίσιμο σημείο που ο αφηγητής βρίσκεται παγιδευμένος κοντά στο σημείο που
κολυμπά η Μοσχούλα και δεν μπορεί να αποφασίσει τι είναι καλύτερο κάνει, για να
μην γίνει αντιληπτός από την κοπέλα. Κανονικά ο ενήλικας-αφηγητής γνωρίζει όλες
τις πτυχές της ιστορίας, οπότε η αναδρομική αφήγηση θα μπορούσε να δοθεί με
μηδενική εστίαση, αλλά κάτι τέτοιο θα μείωνε τη δραματικότητα του διλήμματος,
οπότε ο συγγραφέας επιλέγει να διατηρήσει την εσωτερική εστίαση σε όλη τη
διάρκεια της αφήγησης.
Οπότε, με βάση τη θεωρία του Genette, έχουμε:
Εξωδιηγητικό-ομοδιηγητικό τύπο αφηγητή. Πρόκειται για έναν αφηγητή πρώτου
βαθμού, ο οποίος διηγείται την ιστορία του. Παράδειγμα αυτού του τύπου
αποτελούν όλες οι αυτοβιογραφικές αφηγήσεις.
Και ως προς την εστίαση έχουμε:
Αφήγηση με εσωτερική εστίαση: στην περίπτωση αυτή, η θέαση είναι περιορισμένη
και συνήθως ανήκει σε έναν από τους χαρακτήρες του έργου. Η μαθηματική
τυποποίηση του τρόπου αυτού θα ήταν μια εξίσωση: Αφηγητής = Πρόσωπα.
Πρέπει να διευκρινιστεί ότι κατά
τον Genette ο κύριος
αφηγητής της ιστορίας, ο αφηγητής πρώτου βαθμού ονομάζεται εξωδιηγητικός, ενώ ο
αφηγητής δεύτερου βαθμού ονομάζεται ενδοδιηγητικός. Παράδειγμα ενδοδιηγητικού
αφηγητή έχουμε στο «Αμάρτημα της μητρός μου» του Βιζυηνού, όταν η μητέρα του
ήρωα αφηγείται την ιστορία της. Η μητέρα είναι ο ενδοδιηγητικός αφηγητής,
εφόσον διηγείται μια ιστορία μέσα στην ιστορία και ο ήρωας-αφηγητής είναι ο
εξωδιηγητικός αφηγητής, πρώτου βαθμού, εφόσον αφηγείται την κύρια ιστορία.
Επίσης, θα πρέπει να λάβουμε
υπόψη ότι σύμφωνα με τον Genette
η έννοια της οπτικής γωνίας, ποιος δηλαδή βλέπει τα γεγονότα της ιστορίας,
είναι προτιμότερο να δίνεται ως εστίαση, επομένως αναζητούμε το πρόσωπο μέσα
από τα μάτια του οποίου παρακολουθούμε τα γεγονότα που διαδραματίζονται.
Σε ποια σημεία
του κειμένου διακρίνετε το χιούμορ και τη λεπτή ειρωνεία που χαρακτηρίζουν το
συγγραφέα - αφηγητή;
Η χιουμοριστική διάθεση του
Παπαδιαμάντη είναι εμφανής σε πολλά σημεία του διηγήματος, καθώς ο συγγραφέας
επιχειρεί να προσεγγίσει αφενός την ελαφρότητα και τη χαρούμενη διάθεση που
χαρακτηρίζει τον έφηβο αφηγητή κι αφετέρου την πικρία του ενήλικα αφηγητή, που έχει
γευτεί πια αρκετές απογοητεύσεις. Το χιούμορ και η ειρωνεία αποτελούν στοιχεία
που συμπληρώνουν την ηθοποιία στην αποτύπωση των ηρώων του Παπαδιαμάντη. Ο
συγγραφέας δεν υιοθετεί απλώς τη γλώσσα των ηρώων του, αλλά προσεγγίζει και την
ιδιαίτερη συναισθηματική διάθεσή τους κι επιχειρεί να τους αποδώσει έναν τρόπο
σκέψης και θέασης της πραγματικότητας που να ανταποκρίνεται στην ψυχοσύνθεσή
τους.
Σε ό,τι αφορά την πρώτη
αφηγηματική ενότητα μπορούμε να διακρίνουμε μεταξύ άλλων τα εξής σημεία, όπου
γίνεται εμφανές το χιούμορ και η ειρωνεία του αφηγητή:
Ο ενήλικας-αφηγητής κλείνοντας
την εγκιβωτισμένη αφήγηση για τον πατέρα Σισώη, σχολιάζει: «Εκεί έκλαυσε το αμάρτημά του,
το έχον γενναίαν αγαθοεργίαν ως εξόχως ελαφρυντικήν περίστασιν, και λέγουν ότι
εσώθη.» Εδώ διακρίνουμε τη χιουμοριστική διάθεση του αφηγητή, ο
οποίος το γεγονός ότι ο πατέρας Σισώης παντρεύτηκε την νεαρή Τουρκάλα το
αναφέρει ως γενναία αγαθοεργία, που λειτουργεί μάλιστα ως εξόχως ελαφρυντική
περίσταση.
Ο ενήλικας -αφηγητής σχολιάζοντας
την παρούσα κατάστασή του μας λέει: «Μεγάλην προκοπήν, εννοείται, δεν έκαμα.»,
καθιστώντας εμφανή τη διάθεσή του για αυτοσαρκασμό, αλλά και την πικρία που
αισθάνεται που τον οδηγεί άλλωστε να παρομοιάσει τον εαυτό του μ’ ένα σκύλο που
είναι δεμένος με κοντό σχοινί. «Καθώς ο σκύλος, ο δεμένος με πολύ κοντόν σχοινίον εις την
αυλήν του αυθέντου του, δεν ημπορεί να γαυγίζη ούτε να δαγκάση έξω από την
ακτίνα και το τόξον τα οποία διαγράφει το κοντόν σχοινίον, παρομοίως κ’ εγώ δεν
δύναμαι ούτε να είπω, ούτε να πράξω τίποτε περισσότερον παρ όσον μου επιτρέπει
η στενή δικαιοδοσία, την οποίαν έχω εις το γραφείον του προϊσταμένου μου.»
Ο έφηβος-αφηγητής, μιλώντας για
τη συνήθειά του να παίρνει φρούτα από τα χωράφια και τα αμπέλια της περιοχής,
αναφέρεται στους ανταγωνιστές του, τους αγροφύλακες, οι οποίοι: «Αυτοί πράγματι δεν μου ήθελαν
το καλόν μου.» Σε αυτή την από κοινού συνήθειά τους να κλέβουν
από τα ξένα χωράφια, ο νεαρός θεωρεί ότι οι αγροφύλακες ήθελαν το κακό του,
γιατί επέλεγαν πάντοτε τα καλύτερα φρούτα για τον εαυτό τους.
Ο έφηβος-αφηγητής αναφερόμενος
στην περίεργη εξαφάνιση της Μοσχούλας-κατσίκας, σχολιάζει ότι οι αετοί δεν
καταδέχονταν να κατεβαίνουν στα χαμηλότερα μέρη του νησιού, σκέφτεται όμως ότι:
«Αλλά δεν μου εφαίνετο
όλως παράδοξον ή ανήκουστον πράγμα, ο αετός να κατήλθεν εκτάκτως, τρωθείς από
τα κάλλη της Μοσχούλας, της μικράς κατσίκας μου.» Ο αετός θα
μπορούσε να έχει γοητευθεί ή να έχει πληγωθεί από τα βέλη του έρωτα, λόγω της
ομορφιάς της κατσίκας του και άρα εκτάκτως και παρά της συνήθειάς του να κατέβηκε
για να αρπάξει τη μικρή κατσίκα.
Επίσης, όταν ο νεαρός αφηγητής
βρίσκεται εγκλωβισμένος στο σημείο όπου κολυμπούσε η κοπέλα και ακούγεται
ξαφνικά το βέλασμα της κατσίκας του, σχολιάζει με ειρωνική διάθεση, ότι ο ίδιος
δεν είχε μάθει ακόμη πως να κλέβει ζώα, για να γνωρίζει πώς να τα φιμώνει, όπως
είχε κάνει αυτός που είχε κλέψει το κουδουνάκι
της κατσίκας του.
Πώς βλέπει ο
αφηγητής την «παρούσα» κατάστασή του και ποια ψυχική διάθεση του δημιουργεί η
κατάσταση αυτή; Ποια είναι τα βαθύτερα αίτιά της; Γιατί ο αφηγητής παρομοιάζει
τον εαυτό του με «σκύλο δεμένο»;
Ο αφηγητής περιγράφοντας την πορεία της ζωής του μας
αναφέρει ότι στα 19 του ξεκίνησε να μαθαίνει τα πρώτα γράμματα και στα 30 του
ολοκλήρωσε τις σπουδές του, έχοντας γίνει πλέον δικηγόρος με δίπλωμα προλύτου
(δηλαδή απλού πτυχιούχου, που θα πρέπει να κάνει την άσκησή του σε κάποιον
δικηγόρο). Τη στιγμή που μας δίνει την αφήγησή του εργάζεται ακόμη στο γραφείο
ενός μεγάλου δικηγόρου, χωρίς να έχει κατορθώσει κάτι σημαντικό στη ζωή του. Τα
οικονομικά του είναι περιορισμένα και δεν έχει τη δυνατότητα να πράττει
ελεύθερα ό,τι επιθυμεί, καθώς είναι υποχρεωμένος να κινείται στα στενά πλαίσια
που του ορίζει η δικαιοδοσία που του παρέχει ο εργοδότης του. Η ζωή αυτή είναι
αφόρητη για τον αφηγητή του διηγήματος, καθώς έρχεται σε πλήρη αντίθεση με τη
ζωή που είχε μάθει και αγαπούσε όταν ήταν ακόμη νέος. Ο αφηγητής στα εφηβικά
του χρόνια ζούσε στο νησί του και είχε την ελευθερία να πηγαίνει όπου θέλει,
απολαμβάνοντας την όμορφή φύση. Είχε μάθει να ζει σε διαρκή επαφή με το φυσικό
περιβάλλον, χωρίς να φορτώνει τη σκέψη του με περιττές ανησυχίες και ανούσιες
ενασχολήσεις. Είχε μάθει να αφήνεται στην ομορφιά και τη γαλήνη της φύσης και
να αισθάνεται την ευδαιμονία εκείνη που μόνο η αρμονική συνύπαρξη με τη φύση
μπορεί να προσφέρει. Τώρα, όμως, είναι υποχρεωμένος να μένει κλεισμένος σ’ ένα
γραφείο όλη τη μέρα ασχολούμενος με μια εργασία που του φαίνεται αδιάφορη και
του προκαλεί δυστυχία. Έχει χάσει την ελευθερία που είχε στο νησί του και
νιώθει εγκλωβισμένος, όπως ένας σκύλος που είναι δεμένος μ’ ένα κοντό σκοινί
που τον κρατά διαρκώς περιορισμένο.
Η δυστυχία του αφηγητή οφείλεται σαφώς στην απώλεια της
ελευθερίας του, αλλά και στην απομάκρυνση από το αγαπημένο του φυσικό
περιβάλλον. Από τη στιγμή που είχε μάθει να ζει με πλήρη ελευθερία στα βουνά
και στις ακτές του νησιού του, η ζωή μέσα σ’ ένα γραφείο δεν μπορεί παρά να
μοιάζει με απάνθρωπη φυλακή. Ο αφηγητής, επομένως, νιώθει εγκλωβισμένος στο
γραφείο του δικηγόρου για τον οποίον εργάζεται κι επιπλέον, επειδή είναι ένας
απλός υπάλληλος και δεν έχει το δικαίωμα να κάνει ό,τι ο ίδιος επιθυμεί,
αισθάνεται σαν δεμένος σκύλος που έχει μόνο τόση ελευθερία όση του παρέχει το
αφεντικό του.
Η αίσθηση αυτή του αφηγητή ότι η ζωή μέσα στο γραφείο και
μακριά από την ελευθερία της φύσης, είναι ανυπόφορη, έχει αποδοθεί με ιδιαίτερη
ένταση σε πολλά ποιήματα του Κώστα Καρυωτάκη, ο οποίος βίωνε τη ζωή του
υπαλλήλου ως αδιάκοπο μαρτύριο.
Κώστας Καρυωτάκης
«Γραφιάς»
Οι ώρες μ’ εχλώμιαναν, γυρτός που βρέθηκα ξανά
στο αχάριστο τραπέζι.
(Απ’ τ’ ανοιχτό παράθυρο στον τοίχο αντικρινά
ο ήλιος γλιστράει και παίζει.)
Διπλώνοντας το στήθος μου, γυρεύω αναπνοή
στη σκόνη των χαρτιώ μου.
(Σφύζει γλυκά και ακούγεται χιλιόφωνα η ζωή
στα ελεύθερα του δρόμου.)
Απόκαμα, θολώσανε τα μάτια μου και ο νους,
όμως ακόμη γράφω.
(Στο βάζο ξέρω δίπλα μου δυο κρίνους φωτεινούς.
Σα να ‘χουν βγει σε τάφο.)
Γιατί, κατά τη γνώμη σας, ο αφηγητής περιγράφει τόσο εκτενώς το κτήμα
του κυρ - Μόσχου;
Ο έφηβος-αφηγητής δείχνει
ιδιαίτερο ενδιαφέρον για το κτήμα του κυρ Μόσχου καθώς εκεί μέσα βρίσκεται το
αντικείμενο του ερωτικού του ενδιαφέροντος και προφανώς ο νεαρός περνά πολύ
καιρό γύρω από αυτό το κτήμα, παρατηρώντας και θαυμάζοντας την αγαπημένη του.
Είναι λογικό πως αν ο μόνος ένοικος εκείνου του χώρου ήταν ο θείος της
Μοσχούλας, ο αφηγητής μπορεί να μην έμπαινε καν στη διαδικασία να αναφέρει το
κτήμα αυτό. Από τη στιγμή όμως που η κοπέλα που αγαπάει μένει εκεί, ο αφηγητής
έχει σαφώς αυξημένο ενδιαφέρον για το κτήμα.
Η εκτεταμένη και λεπτομερής
περιγραφή του κτήματος υποδεικνύει το ενδιαφέρον του νεαρού αφηγητή για τη
Μοσχούλα, ενώ παράλληλα τοποθετεί την κοπέλα σε εντελώς διαφορετική κοινωνική
θέση από αυτή που βρίσκεται ο νεαρός βοσκός. Η έκταση του κτήματος και το
μέγεθος της περιουσίας του κυρ Μόσχου έρχονται σε πλήρη αντίθεση με τη φτωχική
διαβίωση του αφηγητή, ο οποίος πέρα από έναν ελάχιστο μισθό που λαμβάνει από τη
Μονή δεν έχει τίποτε άλλο δικό του. Η Μοσχούλα επομένως μοιάζει εντελώς
απρόσιτη για τον νεαρό, ο οποίος δεν έχει να της προσφέρει τίποτα που να
ανταποκρίνεται στο επίπεδο διαβίωσης που εκείνη έχει συνηθίσει. Ο αφηγητής,
επομένως, καθώς περιγράφει το μεγάλο κτήμα του θείου της αγαπημένης του,
προσμετρά παράλληλα και την τεράστια κοινωνική απόσταση που τον χωρίζει από την
κοπέλα.
Το κτήμα είναι μια σαφής ένδειξη
πλούτου, που σ’ ένα γενικό επίπεδο ανάγνωσης εγείρει θέματα κοινωνικής αδικίας
και προβληματισμού σχετικά με την άδικη διάκριση μεταξύ των ανθρώπων, αλλά σ’
ένα πιο προσωπικό επίπεδο για τον ίδιο τον αφηγητή, αποτελεί ένα απροσπέλαστο
εμπόδιο για την κατάκτηση της αγαπημένης του. Ο νεαρός-αφηγητής είναι
υπερβολικά φτωχός για να μπορέσει να διεκδικήσει τη Μοσχούλα, γεγονός που
σημαίνει ότι από την αρχή κιόλας του διηγήματος, έστω και με έμμεσο τρόπο, ο
αφηγητής καθιστά σαφές ότι δεν επρόκειτο να αποκτήσει την κοπέλα που
επιθυμούσε.
Η περιγραφή επομένως μας
αποκαλύπτει αφενός ότι ο νεαρός βοσκός περνά πολύ χρόνο κοντά στο κτήμα, για να
μπορεί να βλέπει την αγαπημένη του κι αφετέρου μας υποδεικνύει από την αρχή ότι
η κοινωνική διαφορά ανάμεσα στο νεαρό αφηγητή και τη Μοσχούλα είναι τέτοια που
δεν επιτρέπει τη δημιουργία μιας βιώσιμης ερωτικής σχέσης.
Πώς ερμηνεύετε τις
ομωνυμίες α) κοριτσιού - κατσίκας και β) κυρ Μόσχου - Μοσχούλας;
Ο νεαρός αφηγητής, παρόλο που δεν
το ομολογεί, αισθάνεται έλξη για την κοπέλα, την οποία παρατηρεί διαρκώς και
θεωρεί πως έχει ομοιότητες με την αγαπημένη του κατσίκα, στην οποία κι έχει
δώσει το όνομα της κοπέλας. «Ήτον ωχρά, ροδίνη, χρυσαυγίζουσα και μου εφαίνετο να
ομοιάζη με την μικρήν στέρφαν αίγα, την μικρόσωμον και λεπτοφυή, με
κατάστιλπνον τρίχωμα, την οποία εγώ είχα ονομάσει Μοσχούλαν.»
Τόσο οι περιγραφές της κοπέλας που μας δίνει ο αφηγητής, όσο και το γεγονός ότι
ονόμασε την κατσίκα του Μοσχούλα, υποδηλώνουν το ενδιαφέρον του για την όμορφη
κοπέλα. Η ομωνυμία, επομένως, κοριτσιού και κατσίκας οφείλεται στον ανομολόγητο
έρωτα του αφηγητή για την κοπέλα και φανερώνουν μια ασυνείδητη ίσως προβολή των
θετικών συναισθημάτων του αφηγητή για την κοπέλα στην αγαπημένη του κατσίκα.
Η Μοσχούλα κατσίκα και η
καθημερινή φροντίδα της, λειτουργούν ως μέσο υποκατάστασης, εφόσον ο αφηγητής
θα ήθελε να έχει μια συνεχή επαφή με την κοπέλα αλλά αυτό του είναι αδύνατο.
Στα πλαίσια άλλωστε της αφήγησης η ομωνυμία αυτή θα αποτελέσει την αφορμή για
την πρώτη συνομιλία ανάμεσα στον αφηγητή και την κοπέλα και στην πορεία θα
δώσει μια ιδιαίτερη διάσταση στο δίλημμα του αφηγητή για τη σωτηρία της
Μοσχούλας κοπέλας ή της Μοσχούλας κατσίκας.
Η ομωνυμία ανάμεσα στον κυρ Μόσχο
και την ανιψιά του, έχει αντίθετη λειτουργία από αυτή ανάμεσα στην κοπέλα και
την κατσίκα, καθώς η Μοσχούλα αποκτά μια μεγαλύτερη σύνδεση με τον πλούσιο θείο
της και απομακρύνεται έτσι ακόμη περισσότερο από τις δυνατότητες του φτωχού
βοσκού. Ο αφηγητής δίνει στην κατσίκα του το όνομα της κοπέλας, για να αισθάνεται
πως βρίσκεται πιο κοντά στην αγαπημένη του, ενώ ο συγγραφέας δίνει στην κοπέλα
το όνομα του θείου της για να καταστήσει σαφές πως η κοπέλα κινείται σ’ ένα
κόσμο απλησίαστο για τα οικονομικά δεδομένα του νεαρού. Όσο κι αν ο αφηγητής
θέλει την κοπέλα, και παρά την αμοιβαιότητα των συναισθημάτων που φαίνεται πως
υπάρχει, η Μοσχούλα δεν μπορεί στην πραγματικότητα να συνάψει σχέση μ’ έναν
φτωχό βοσκό. Με την ομωνυμία αυτή ο Παπαδιαμάντης επιτυγχάνει να τονίσει με
ακόμη μεγαλύτερη έμφαση τη διάσταση ανάμεσα στον κόσμο των πλουσίων και τον
κόσμο των φτωχών. Η κοπέλα ανήκει στον θείο της κι εκείνος θα φροντίσει στο
μέλλον να την αποκαταστήσει με κάποιον που να βρίσκεται σε μια ανάλογα καλή
οικονομική κατάσταση.
0 σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου