Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος» | Σημειώσεις του Κωνσταντίνου Μάντη

Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»

Κωνσταντίνος Μάντης | Best Blogger Tips
Andrew Paranavitana

Τάκης Σινόπουλος «Ο καιόμενος»

Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.
Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.
Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;
Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.
Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.
Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.

Το ποίημα του Τάκη Σινόπουλου «Ο καιόμενος» ανήκει στην ποιητική συλλογή Μεταίχμιο Β΄ (1957), όπου ο ποιητής καταγράφει σκέψεις και εμπειρίες από τα χρόνια που ακολούθησαν το τέλος του εμφυλίου πολέμου. Πρόκειται για μία δύσκολη περίοδο τόσο γιατί η χώρα είχε περιέλθει σε δεινή οικονομική κατάσταση όσο και γιατί τα πάθη του εμφυλίου ήταν ακόμη έντονα. Οι συνεχείς διώξεις, άλλωστε, εις βάρος των κομμουνιστών είχαν δημιουργήσει ένα έντονο κλίμα ανελευθερίας, με αποτέλεσμα οι πολίτες ν’ αναγκάζονται να κρύβουν τις πραγματικές τους πεποιθήσεις, προκειμένου να γλιτώσουν απ’ το αντικομμουνιστικό μένος της κυβέρνησης.

Ο ποιητής θέλοντας να δείξει την άκρα αντίθεση ανάμεσα σ’ εκείνους που είναι πρόθυμοι να θυσιάσουν ακόμη και τη ζωή τους για να υπερασπιστούν τις ιδέες τους και σ’ εκείνους που επιλέγουν την παθητική στάση του αμέτοχου παρατηρητή, καταφεύγει στην παραστατικότητα ενός ιδιαίτερου γεγονότος. Αποφεύγει έτσι την πιθανώς λιγότερο δραστική εντύπωση που θα προκαλούσε η θεωρητική προσέγγιση του θέματος και προκρίνει την εντυπωτική δύναμη ενός τέτοιου περιστατικού, όπως είναι η αυτοπυρπόληση ενός ανθρώπου.

«Κοιτάχτε! μπήκε στη φωτιά! είπε ένας απ’ το πλήθος.
Γυρίσαμε τα μάτια γρήγορα. Ήταν
στ’ αλήθεια αυτός που απόστρεψε το πρόσωπο, όταν του
μιλήσαμε. Και τώρα καίγεται. Μα δε φωνάζει βοήθεια.»

Το ποίημα δίνεται αφηγηματικά, με πρόδηλα τα στοιχεία του εσωτερικού μονολόγου, καθώς ο ίδιος ο ποιητής αποκαλύπτει τις σκέψεις που του προκαλεί το πρωτόγνωρο αυτό γεγονός, η απρόσμενη αυτή πράξη αυτοθυσίας.
Με την προτροπή έκπληξης ενός ανθρώπου από το πλήθος -μέρος του οποίου είναι κι ο ίδιος ο ποιητής- οι παριστάμενοι στρέφουν να δουν το αδιανόητο γεγονός της αυτοπυρπόλησης ενός αγνώστου ανδρός. “Γυρίσαμε” τα μάτια γρήγορα, σχολιάζει ο ποιητής, εντάσσοντας με το α΄ πληθυντικό πρόσωπο και τον εαυτό του στο απρόσωπο πλήθος. Η εναλλαγή μεταξύ ρημάτων πρώτου πληθυντικού (γυρίσαμε, μιλήσαμε) και τρίτου ενικού (απόστρεψε, καίγεται, δε φωνάζει), καθιστά σαφέστερη τη διάκριση ανάμεσα στο πλήθος και τη μοναδικότητα του ανθρώπου εκείνου που με την ακραία πράξη του καθηλώνει όλους τους άλλους γύρω του.
Λίγο προτού ο άνθρωπος αυτός τυλιχτεί στις φλόγες οι άλλοι γύρω του, μαζί κι ο ποιητής, είχαν προσπαθήσει να του μιλήσουν, εκείνος ωστόσο είχε στρέψει το πρόσωπό του αλλού. Η απροθυμία του αυτή να επικοινωνήσει με τους ανθρώπους γύρω του, φανερώνει, όχι μόνο την απόλυτη προσήλωση που είχε σε ό,τι ετοιμαζόταν να κάνει, αλλά και την περιφρόνησή του απέναντι στο αμέτοχο πλήθος. Ο άνδρας αυτός γνωρίζει ήδη την παθητικότητα που χαρακτηρίζει την πλειονότητα των συμπολιτών του, γνωρίζει ήδη πως προτιμούν την ασφάλεια που τους παρέχει η υποταγή στη θέληση των κυβερνώντων. Για το λόγο αυτό, άλλωστε, επιλέγει μια τόσο ακραία πράξη, στην προσπάθειά του να δείξει πόσο σημαντικό είναι να παλεύει κανείς για τα πιστεύω και τα ιδανικά του.
Έχει ιδιαίτερη σημασία να προσεχθεί η επιλογή της αυτοπυρπόλησης, καθώς δεν πρόκειται για μια απλή πράξη αυτοχειρίας. Αν επρόκειτο για απλή αυτοκτονία, θα μπορούσε να επιλεχθεί ένας άλλος τρόπος που θα επέφερε έναν ακαριαίο θάνατο. Ωστόσο, εδώ θέλει να τονιστεί η απόλυτη αποφασιστικότητα αυτού του ανθρώπου και η απόλυτη πίστη του στα ιδανικά για τα οποία θυσιάζει τη ζωή του. Έτσι, τον βλέπουμε να τυλίγεται στις φλόγες χωρίς να φωνάζει, χωρίς να ζητά βοήθεια. Υπομένει τους φρικτούς πόνους και την αγωνία του θανάτου, με πλήρη αυτοσυγκράτηση. Θέτει τα πιστεύω του πάνω και πέρα απ’ τη δική του ζωή, την οποία προτιμά να θυσιάσει προκειμένου να συμβάλει στην αφύπνιση των συνανθρώπων του, αλλά και στην πλέον δραματική δήλωση της αξίας που έχει για τον άνθρωπο η ελευθερία να εκφράζει και να διεκδικεί την πραγμάτωση των ιδανικών του.
Ο καιόμενος θα μπορούσε να λειτουργεί ως σύμβολο για όλους εκείνους τους ανθρώπους της αριστεράς, οι οποίοι θυσίασαν τη ζωή τους στην προσπάθειά τους να δημιουργήσουν μια δικαιότερη κοινωνία, στην οποία δε θα πρυτάνευε πια το συμφέρον των οικονομικά ισχυρών, αλλά η αξία του ανθρώπου και οι ανάγκες του απλού πολίτη. Ο καιόμενος θα μπορούσε, συνάμα, να είναι το σύμβολο όλων εκείνων των ανθρώπων που κατορθώνουν να δουν πέρα από τα προσωπικά τους συμφέροντα και τις ατομικές τους επιθυμίες, και προσφέρουν τον εαυτό τους σε μια ιδέα, σ’ έναν αγώνα που αγκαλιάζει όλους τους ανθρώπους.

«Διστάζω. Λέω να πάω εκεί. Να τον αγγίξω με το χέρι μου.
Είμαι από τη φύση μου φτιαγμένος να παραξενεύομαι.»

Παράλληλα με το δράμα του καιόμενου ανδρός, μας δίνονται και οι πρώτες σκέψεις του ποιητή, ο οποίος εκφράζει την επιθυμία να αγγίξει με το χέρι του τον άνθρωπο αυτό∙ ένδειξη του θαυμασμού που αισθάνεται για την πράξη αυτή που μοιάζει να ξεπερνά τα ανθρώπινα μέτρα.
Ο ποιητής διστάζει, ωστόσο, δεν ξέρει αν πρέπει να τον πλησιάσει, αν πρέπει να κάνει κάτι ή όχι. Μέσα του αισθάνεται έντονη περιέργεια γι’ αυτό που συμβαίνει μπροστά του. Είναι, άλλωστε, φτιαγμένος από τη φύση του να παραξενεύεται, όπως σχολιάζει, αλλά δεν είναι σίγουρος για το ποια στάση πρέπει να κρατήσει.
Άξιο προσοχής πως ο ποιητής δεν εκφράζει τη σκέψη να παρέμβει δραστικά για τη σωτηρία του ανδρός. Η πράξη της αυτοπυρπόλησης θα μείνει ως αντικείμενο παρατήρησης, ως αφορμή προβληματισμού, αλλά δε θα παρεμποδιστεί. Η θυσία αυτού του ανθρώπου θα φτάσει μέχρι το τέλος, χωρίς κάποια μάταιη απόπειρα διάσωσης, η οποία θα αλλοίωνε το χαρακτήρα και θα απέτρεπε το πλήρες φανέρωμα της αποφασιστικότητας του ανθρώπου αυτού.  

«Ποιος είναι τούτος που αναλίσκεται περήφανος;
Το σώμα του το ανθρώπινο δεν τον πονά;»

Ο καιόμενος άνδρας ξεπερνά τις αδυναμίες της ανθρώπινης φύσης, υπερνικά τον βασανιστικό πόνο του φλεγόμενου σώματός του, και  στέκει μες στη φωτιά με την υπερηφάνεια ενός σύγχρονου μάρτυρα. Επιδεικνύει έτσι μιαν αποφασιστικότητα που προκαλεί εξαιρετική εντύπωση σε όποιον τον αντικρίζει.
Η εύλογη απορία για το πώς γίνεται να καίγεται ζωντανός και να μην εκδηλώνει τον πόνο που αισθάνεται, έρχεται να τονίσει με εναργή τρόπο το μέγεθος της αποφασιστικότητάς του, αλλά και την ένταση της πίστης που τον έχει οδηγήσει στην πράξη αυτή. Είναι τόσο απόλυτα αφοσιωμένος στα ιδανικά του, ώστε υπομένει τον φρικιαστικό αυτό θάνατο με πλήρη καρτερία. Σα να λέει σε όσους τον παρατηρούν πως αυτά για τα οποία πεθαίνει, αξίζουν κάθε πιθανή θυσία.

«Η χώρα εδώ είναι σκοτεινή. Και δύσκολη. Φοβάμαι.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, μου είπαν.»

Το ποίημα προχωρά με εναλλαγές ανάμεσα στην περήφανη στάση του ανθρώπου που καίγεται ζωντανός και του ποιητή που τον παρακολουθεί με φόβο και δισταγμό. Από τη μία έχουμε εκείνον που είναι πρόθυμος να πεθάνει για να στηρίξει και να υπερασπιστεί τις ιδέες του, κι από την άλλη έχουμε τον ποιητή -εκφραστή του πλήθους, εκφραστή της πλειονότητας των πολιτών εκείνης της περιόδου-, ο οποίος δεν τολμά να εκφράσει τη συμπάθειά του ή και την ομογνωμοσύνη του με τον καιόμενο.
Η χώρα είναι σκοτεινή και δύσκολη. Η χώρα περνά μια περίοδο κατά την οποία η υποψία και μόνο πως κάποιος έχει αντίθετες πεποιθήσεις απ’ αυτές της κυβέρνησης κινδύνευε με εξορία ο ίδιος και με πλήρη οικονομική εξαθλίωση η οικογένειά του. Οι πολίτες, έτσι, γίνονται εξαιρετικά επιφυλακτικοί και φοβούνται όχι μόνο να εκφράσουν τα πραγματικά πιστεύω τους, αλλά ακόμη και να συσχετιστούν με ανθρώπους που κρίνονται ύποπτοι από τους κυβερνητικούς και την αστυνομία.
Ξένη φωτιά μην την ανακατεύεις, σχολιάζουν οι άνθρωποι της εποχής, εκφράζοντας μια στάση που προτάσσει το όφελος της φιλήσυχης και ασφαλούς ζωής έναντι στην ενεργή διεκδίκηση και υπεράσπιση των ιδανικών και της ελευθερίας. Η πλειονότητα των πολιτών επιλέγει να αδιαφορήσει για τα μεγαλύτερα ιδανικά, προκειμένου να της δοθεί το δικαίωμα να ζήσει έστω την περιορισμένη και ανελεύθερη ζωή του ατομικού βίου. Οι περισσότεροι πολίτες προτιμούν να θυσιάσουν την ελευθερία τους και το δικαίωμά τους να έχουν και να εκφράζουν τις δικές τους απόψεις, με αντάλλαγμα την ευκαιρία να ζήσουν ανενόχλητοι από την εξουσία.
Ανάμεσα στον αγώνα και στην αυτοθυσία για ένα καλύτερο αύριο για όλους και σε μια ζωή περιχαρακωμένη μες στα όρια που θέτει η εξουσία, ελάχιστοι είναι αυτοί που επιλέγουν το δρόμο της διεκδίκησης. Το πλήθος επιλέγει τη στέρηση της ελευθερίας του, επιλέγει να αφήσει τους κυβερνώντες και τους κρατούντες να κάνουν ό,τι θέλουν, αρκεί οι ίδιοι να διασφαλίσουν την ησυχία τους. Σε μια χώρα που οι άνθρωποί της έχουν πολλάκις θυσιαστεί στο όνομα της ελευθερίας, οι κυβερνώντες μέσω του φόβου και της απειλής έχουν κατορθώσει το αδιανόητο, έχουν καταφέρει να υποτάξουν πλήρως τους πολίτες, έχουν καταφέρει να τους καθηλώσουν σ’ ένα πλέγμα φόβου και ανασφάλειας, ώστε να μη διεκδικούν απολύτως τίποτα, ώστε να μην παρεμποδίζουν την ασυδοσία της εξουσίας.

«Όμως εκείνος καίγονταν μονάχος. Καταμόναχος.
Κι όσο αφανίζονταν τόσο άστραφτε το πρόσωπο.
Γινόταν ήλιος.»

Κι όμως σε τι αντίθεση με τους πολλούς βρίσκεται αυτός ο άνθρωπος. Καίγεται μονάχος του καταμόναχος∙ η λέξη μονάχος επαναλαμβάνεται και με επίταση, ώστε να δοθεί με ιδιαίτερη έμφαση το γεγονός πως μόνος του αυτός ο άνδρας τολμά να εκφράσει την αντίθεσή του στο φόβο που έχει επιβάλει η εξουσία, μόνος του αυτός τολμά να πεθάνει για τα ιδανικά του.
Από τη μία το υποταγμένο πλήθος κι από την άλλη αυτός μόνος του να καίγεται ζωντανός, σε μια αυτόβουλη θυσία που έρχεται να δείξει στους άλλους το μόνο δρόμο απέναντι στην ανελευθερία. Ο άνθρωπός αυτός επιλέγει το θάνατο απ’ το να ζει σε μια επιβεβλημένη αδράνεια, χωρίς να έχει το δικαίωμα να διεκδικήσει γι’ αυτόν και τους δικούς του μια καλύτερη ζωή. Ο άνθρωπος αυτός επιλέγει το δρόμο της αντίστασης απέναντι στο φόβο και στην ανασφάλεια, απέναντι στην αντιδημοκρατική κυβέρνηση∙ και το κάνει αυτό με πλήρη αποφασιστικότητα.
Καθώς το σώμα του αφανίζεται απ’ τις φλόγες, το πρόσωπό του αστράφτει, γίνεται ήλιος. Ο άνθρωπος αυτός όσο περισσότερο χάνει τη σωματική του υπόσταση, τόσο περισσότερο γίνεται ένα σύμβολο, ένας ήρωας, σε μια εποχή όπου οι πολίτες έχουν απολέσει την αγωνιστικότητά τους. Η θυσία του θα στέκει ως παράδειγμα, ως διαρκές κίνητρο για εκείνους που θέλουν να αντισταθούν στην απαράδεκτη προσπάθεια της κυβέρνησης να επιβάλει ένα συγκεκριμένο τρόπο σκέψης -τον τρόπο που διασφαλίζει τα συμφέροντά της- διώκοντας μέχρι την πλήρη εξαθλίωση εκείνους που αρνούνται να υποταχθούν στο συστηματικό εκφοβισμό και στη συστηματική στέρηση της ελευθερίας.

«Στην εποχή μας όπως και σε περασμένες εποχές
άλλοι είναι μέσα στη φωτιά κι άλλοι χειροκροτούνε.
Ο ποιητής μοιράζεται στα δυο.»

Ο ποιητής, ωστόσο, αντιλαμβάνεται πως το παράδειγμα του καιόμενου άνδρα θα έχει περιορισμένο μόνο αντίκτυπο, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι δεν είναι διατεθειμένοι να προβούν σε θυσίες και σε ηρωικές πράξεις. Τους είναι πιο εύκολο να περιμένουν από κάποιον άλλο να επιτελέσει το δύσκολο έργο της διεκδίκησης, τους είναι πιο εύκολο να παρατηρούν εκ του ασφαλούς, περιμένοντας από κάποιον άλλον να θυσιαστεί, να παλέψει και ίσως να κερδίσει κάτι, που θα ωφελήσει κι αυτούς.
Το ηρωικό σθένος προηγούμενων εποχών έχει παρέλθει, καθώς οι περισσότεροι άνθρωποι προτιμούν πλέον να κοιτάζουν τη δουλειά τους, να μένουν αμέτοχοι και να μη διακινδυνεύουν την ασφάλεια της περιορισμένης ιδιωτικής τους ζωής. Έτσι, την ώρα που κάποιος άλλος θυσιάζεται για εκείνους, που καίγεται ζωντανός για να τους παρακινήσει σε δράση, εκείνοι κοιτούν έκπληκτοι, νιώθουν ίσως και θαυμασμό για το θάρρος του, κάποτε επικροτούν κιόλας την πράξη του, αλλά δεν εγκαταλείπουν τη σιγουριά της απάθειάς τους.
Ο κίνδυνος που συνοδεύει την προσπάθεια διεκδίκησης, ο φόβος απέναντι στην πανταχού παρούσα κυβέρνηση, κάμπτει την αγωνιστικότητα των πολιτών, οι οποίοι έχουν μεταλλαχθεί πια σε φιλήσυχους και αμέτοχους παρατηρητές. Η θυσία του άλλου ανθρώπου γίνεται κυρίως ένα ακόμη θέαμα άξιο προσοχής, αλλά σε καμία περίπτωση δεν έχει τόση δύναμη, ώστε να τους βγάλει από το τέλμα της απραξίας. Έτσι, το δικαίωμα στην ελευθερία, το δικαίωμα σε μια δικαιότερη κοινωνία, κατακρημνίζεται μπροστά στους δουλικά φερόμενους πολίτες, που αδυνατούν να αντιληφθούν την αξία μιας κοινωνίας ελεγχόμενης, όχι από τους άπληστους κρατούντες, αλλά από τους ίδιους τους πολίτες.
Κι ο ποιητής μοιράζεται στα δυο. Ο ποιητής μετέχει και του δράματος του καιόμενου ανδρός, αλλά και της απάθειας του πλήθους, που στέκει εκεί χειροκροτώντας, χωρίς ωστόσο να παρακινείται σε δράση, χωρίς ωστόσο να παραδειγματίζεται από τη θυσία του συμπολίτη τους.
Ο ποιητής αντιλαμβάνεται πλήρως την αξία της θυσίας αυτού του ανθρώπου και αισθάνεται κι ο ίδιος την ανάγκη να συμμετάσχει στον έξοχο αγώνα του. Καιόμενος υπ’ αυτή την έννοια δεν είναι μόνο ο άνδρας που καίγεται ζωντανός, αλλά και κάθε άλλος άνθρωπος που νιώθει μέσα του την ανάγκη να αντισταθεί και να παλέψει για τη ζωή που του στέρησαν. Καιόμενος είναι κάθε πολίτης που αισθάνεται την αγανάκτησή του να τον πνίγει και είναι έτοιμος να διεκδικήσει το δικαίωμα στην ελευθερία και στην προάσπιση του συλλογικού συμφέροντος. Κι αν ο ποιητής δε φτάνει σε κάποια πιο δραστική μορφή αγώνα, καταγράφει ωστόσο το γεγονός της θυσίας του συνανθρώπου του και καταγγέλλει την απραξία των πολλών.
Ο ποιητής συνάμα παραμένει κομμάτι του πλήθους, μετέχει κι αυτός της απραξίας που χαρακτηρίζει τη στάση των πολλών, καθώς αντιλαμβάνεται τους λόγους για τους οποίους έχουν περιέλθει σ’ αυτήν την κατάσταση απάθειας. Γνωρίζει πως το ιδανικό θα ήταν οι άνθρωποι να παραδειγματίζονταν απ’ τις θυσίες εκείνων που πέθαναν για μια κοινωνία καλύτερη, ωστόσο γνωρίζει κιόλας το φόβο που νιώθουν οι πολίτες για τη ζωή τους. Έχει βιώσει κι εκείνος την απόλυτη τρομοκρατία που έχει επιβάλει η κυβέρνηση με τη βοήθεια της αστυνομίας.
Η απραξία του πλήθους αν και κατακριτέα, δεν είναι ωστόσο ακατανόητη. Είναι γέννημα των συστηματικών διώξεων και της ανηλεούς τιμωρίας των αντιφρονούντων. Ο ποιητής, οπότε, αντιλαμβάνεται, κατανοεί και αποδέχεται, τόσο την αποφασιστικότητα εκείνων που θυσιάζονται για τα ιδανικά τους, όσο και το φόβο εκείνων που επιλέγουν να παραμείνουν αμέτοχοι παρατηρητές.

Ο Λίνος Πολίτης γράφει στην Ιστορία της Νεοελληνικής Λογοτεχνίας για τον Τάκη Σινόπουλο τα εξής: «Ο Τάκης Σινόπουλος (γενν. 1917) από την πρώτη του συλλογή (1951) έδειξε την υφή της ποίησής του καθώς και την καταγωγή του από τον υπερρεαλισμό, τον Eliot, τον Ezra Pound και το Σεφέρη. Φύση ανήσυχη και βαθιά προβληματιζόμενη, καταφεύγει σε καινούριες ολοένα αναζητήσεις και βρίσκει διαφορετικό κάθε φορά τρόπο να εκφραστεί. Βασικό πάντως στοιχείο στην ποίησή του παραμένει η αίσθηση της μοναξιάς, μιας μοναξιάς υπαρξιακής. Ο ποιητικός του λόγος είναι εξαιρετικά επιμελημένος και διαυγής, με λογική διάρθρωση και μελετημένη αρχιτεκτονική και με στοιχεία προσωπικής γραφής, “από τα ελάχιστα πειστικά δείγματα ποιότητας που έχει να προβάλει η γενιά μας” [Μ. Αναγνωστάκης]. Στις νεώτερες, μετά το 1967 (σύντομες όπως οι περισσότερες) συλλογές του, προβάλλει σε πολλά σημεία και η εμπειρία της δικτατορίας. (Συγκεντρωτική έκδοση: Συλλογή Ι, 1951-1964, 1976).


0 σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου

Related Posts Plugin for WordPress, Blogger...